Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προυστ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προυστ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2019

Δε νταγιαντώ δυό πράματα





Δε νταγιαντώ δυό πράματα
φτώχια και γεροντάματα

Ρεμπέτικο κλασικό διστιχο από τη 'Σβούρα' του Γιώργη Χριστοφιλάκη.
Ναι στην Αθήνα είμαι, πρώτη μέρα μετά τα events και τα ακτιβιστικά μου, μόνη με τα βιβλία μου που καθένα, έχει και δική του ιστορία.
Η Σβούρα. Από τη βιβλιοθήκη του πατέρα μου που μοιραστήκαμε με τις αδελφές μου. Στο εσώφυλλο αφιέρωση στο Νίκο Κούνδουρο με σκιτσάκι πορτραίτο του Χριστοφιλάκη όπως τον θυμάμαι όταν ήμουν παιδί κι έτρεχα στη Σκουφά με πιρουέττες απ' της Ναταλίας Στεφάνου τα μαθήματα μπαλέτου, στο γραφείο του πατέρα μου, Λυκαβηττού, σ΄ένα θαυμάσιο φωτεινό διαμέρισμα που ανήκε σε παλιά μαθήτρια στο σχολείο του παππού μου, λίγο πιο κάτω στη Σταΐκου. Κι οι δυό παππούδες μου ήταν φιλόλογοι αλλά στο σχολείο αυτού του ίδιου παππού μαθητής ήταν κι ο Χριστοφιλάκης για πολύ λίγο (κι έχει γράψει γι αυτό).
Και διέσχιζα τη Σκουφά με πιρουέττες. Από Πλουτάρχου (απέναντι σφoλιάτα από το Μήτσο Ακτύπη για να φτιάξουν στο σπίτι quiche lorraine), Σκουφά ο φούρνος που έβαζε δυό λουκάνικα στη λουκανικόπιτα κι ύστερα εκεί άνοιξε το Joy με τα ωραία ρούχα εμπνευσμένα από τη ΒΙΒΑ κι ύστερα εκεί μετακόμισε το Free Shop όταν χωρίστηκε από το Pop Eleven που εγκαταστάθηκε από πάνω, κι εκεί ,στους «αδελφούς Φαληρείς» όπως τους λέγαμε, δούλευε ο Κύριος Kastell όταν γνωριστήκαμε-με τη βιβλική έννοια, διότι κοινωνικά γνωριζόμασταν χρόνια στις ίδιες παρέες της Δεξαμενής αλλά όχι ακριβώς στην ίδια διότι τότε ήταν μεγαλύτερος, τότε, που τα πέντε χρόνια ήταν διαφορά.
Πιρουέττες. Με τη σφολιάτα στα χέρια, 12 ετών σφίζουσα από ζωή και ενδορφίνες μετά το χορό και τη χαρά πως λίγο παραπάνω άνοιξαν τα πόδια μου, λίγο πιο πολύ άντεξα στην απόλυτη ακινησία που απαιτεί ο χορός.
Διότι όπως η Μουσική θέλει παύση,
όπως η Γλυπτική θέλει κίνηση,
έτσι ο Χορός δίχως ακινησία, χορός δεν είναι.
Πιρουέττες στη Σκουφά. Απ' τη Λυκαβηττού με θέα τον τρούλο πίσω από τον τρομερό πατέρα μου καθισμένο στο φωτεινό γραφείο να συζητά τα ακατανόητα με τους συνεταίρους του Ντίντη Καρύδη (με τα σόρτς και τη Citroen βάτραχο) και τον πάντα ευγενή κι απόμακρο Γιώργο Σταμπουλόπουλο, τρέχοντας έμπαινα Σκουφά 52, στο σκοτεινό γραφείο της μητέρας μου. Άλλη ατμόσφαιρα, σκοτεινή γιατί δεν έμενε, ούτε έμεινε, πολύ εκεί, γρήγορα μεταφέρθηκε στο κτίριο με τους φαρδείς διαδρόμους, πρώτη γυναίκα διεύθύντρια της ΕΡΤ προ Μανθούλη που τη μνημονεύει στη θαυμάσια αυτοβιογραφία του.
Δε νταγιαντώ δυό πράματα
φτώχια και γεροντάματα
Ποιον ενδιαφέρουν άραγε όλα αυτά; Είμαστε η μνήμη μας είπε ο Προυστ κι επιβεβαίωσε ο Φρόυντ. Είμαστε μόνο η μνήμη μας, λέει η σύγχρονη Νευροχειρουργική που μελετά εγκεφάλους, ηλεκτρονικούς και μη, και υπόσχεται αθανασία όταν με τη βοήθεια των νέων Τζομπς και Γκέιτς θα μπορεί ο άνθρωπος να φορτώσει τη μνήμη του σε ένα υπολογιστή και μέσα εκεί να ζει για πάντα μια virtual ζωή δίχως φθορά και σωματικό πόνο.
Δίχως μπαγκάζια.
Ή ενθύμια, σαν αυτά της δικής μου Αθήνας.
Στον Κούνδουρο, αφιέρωσε ο Χριστοφιλάκης τη Σβούρα του που αφηγείται 'τουρνέ', ταξίδι ενός θιάσου, ο Βέγγος, η Σμάρω, ο Διευθυντής Σκηνής που βάζει πρόστιμα στην «κοπελιά» που «κάνει χάσμα» στο κρύο θέατρο με πάνινες καρέκλες, σε παγωμένες πόλεις «και κάτι μουζικαρέοι ντούρου ντούρου...κι αρνιά κι αυγά, κοκορέτσι, σαλάτες και χαλβάς και παγωτό... Τα ξέρασα.».
Πώς απ' τον Κούνδουρο, βρέθηκε εδώ σ΄ εμένα αυτό το βιβλίο, σε άλλο δρόμο, άλλο σπίτι, άλλο αιώνα; Πώς αλλάζουν χέρια οι μνήμες;
Και το αιώνιο ερώτημα: Τι αξία έχουν όλα αυτά;
Και το καινούργιο μου βάσανο: Τι θα απογίνουν, ποια χέρια θα τα ανοίξουν μετά τα δικά μου;
Και πάλι πίσω, στα αιώνια: Και τι, τι σημασία μπορεί να έχει αυτό;

Δε νταγιαντώ, δε νταγιαντώ, σας λέω.


Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2019

Μπαλζάκ και Τεχνολογία: Το παθαίνετε κι εσείς;



Το παθαίνετε;
Έδωσα άδεια στον εαυτό μου- το κάνω όταν βραχυκυκλώνω και διαισθάνομαι πως πάω για κάψιμο. Κλείνω τα πάντα (όπως παλιά βάζαμε τηλεφωνητή και δε σηκώναμε τηλέφωνα), ανάβω το κερί μου, φέρνω κοντά μου την τσαγιέρα μου (πάντα γεμάτη ως γνωστόν) και ξαπλωμένη ανάσκελα ρίχνομαι σε λογοτεχνία παλιά κι αγαπημένη την οποία ξαναδιαβάζω. Έτσι το καλοκαίρι όταν με χάσατε ξαναδιάβαζα όλο τον Προυστ (κάθε 3-4 χρόνια αυτό), έτσι γύρω απ' το Πάσχα ξαναεπισκέπτομαι και τα 4 Ευαγγέλια.
Τώρα ήταν η 'Ραμπουιγιέζα΄ (Μαύρο Πρόβατο αγγλικά, του Μπαλζάκ. Ρεμάλια απόστρατοι που σκοτώνουν τη θειά τους για ένα χαρτζιλίκι, θεατρίνες εταίρες κι αφελείς επαρχιώτισσες μητέρες που αγαπούν το λάθος γιο με ένα ερωτισμό που δεν κατάφεραν να νιώσουν για τον άνδρα που τις λάτρεψε. Ποιος θα άντεχε να αντισταθεί σε όλα αυτά, ποιος δε θα διάβαζε με κομμένη ανάσα την περιγραφή της μονομαχίας στο τέλος με την κρίσιμη στιγμή που τα  ηττημένα κουρέλια του Ναπολέοντα ξιφασκούν και ένα moulinet αναπάντεχο ρίχνει του ενός την αυτοπεποίθηση και νικά ο άλλος.

Εκεί λοιπόν που ήμουν συγκεντρωμένη στη μονομαχία, ένας όρος τεχνικός της ξιφασκίας κάπως πιο σπάνιος από το "touché" και το "να 'χεις το πάνω χέρι" που μεταφορικά διασώθηκαν ως τις μέρες μας, μου τράβηξε την προσοχή και, θέλοντας να μάθω περισσότερα―τι έκανα λέτε; Έσυρα μηχανικά το χέρι στη σελίδα του βιβλίου σα να ήμουν σίγουρη πως θα γινόταν η κίνησή μου κέρσωρ στο χαρτί, θα «επέλεγα» ώστε είτε θα έβγαινε αυτόματα ερμηνεία λήμματος είτε θα αντέγραφα για γκουγκλάρισμα. Δεν πήρε πάνω από δευτερόλεπτο όλο αυτό μα ήταν διακριτό και συγκεκριμένο και, ώσπου να συνειδητοποιήσω με το χέρι στον αέρα, είχα απόλυτη συναίσθηση της βεβαιότητάς μου όπως θα είχα αν δίχως να κοιτώ έπιανα ένα μολύβι για να σημειώσω ή όπως μηχανικά και δίχως σκέψη αλλάζουμε σελίδα.

 Από τις ερχόμενες γενιές (αν επιβιώσουμε) αυτή η κίνηση θα επαναληφθεί δισεκατομμύρια φορές, όχι στο χαρτί εννοείται, και γι αυτό τούτη τη μικρή μου γκάφα ασκεψίας την ανθολογώ ως μνήμη πολύτιμη, αν και ευτελή, όπως πολύτιμες είναι εκείνες οι πρώτες εντυπώσεις της γενιάς που πρωτοσυνήθισε το τηλέφωνο ή τον ανελκυστήρα. 
Γι αυτό ρωτάω:
Το παθαίνετε κι εσείς;


_____
Ναι, Προυστ θυμήθηκα- που περιγράφει τις τηλεφωνήτριες με τις γλυκιές φωνές από το υπερπέραν αλλά και την πρώτη περιστρεφόμενη εξώπορτα που τον παγίδευσε. Αλλά, αν σας αρέσουν κάτι τέτοια trivia της εξιστόρησης περιπετειών της ανθρώπινης συνείδησης και των προσαρμογών μας, το πρώτο μυθιστόρημα στο οποίο το τηλέφωνο παίζει ρόλο σημαντικό είναι το Vile Bodies του Evelyn Waugh όπου στην περιγραφή του των κακομαθημένων πλουσιόπαιδων λίγο πριν ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος εξαφανίσει κι αυτά και την τάξη τους, βλέπουμε το τηλέφωνο να παίζει το ρόλο που σήμερα σ' ένα αντίστοιχο αφήγημα θα βλέπαμε να επικοινωνούν με τη μοντέρνα μέθοδο ποσταρισμάτων σε Ιnstagram, Twitter κ.λ. με πειραγμένα selfies και ντι-έμια.

Εικόνες
Με τον ήλιο έξω. Ανταύγειες ηλιοβασιλέματος και λίγο μετά.
Μπαλζάκ, η εύθραυστη παλιά τσαγιέρα μου που χρησιμοποιώ με προσοχή (για λίγους και με άπνοια μη μάς βρει κανένα κακό) και, βεβαίως #SupportDontPunish για να μην ξεχνιόμαστε.

Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018

Σε παιχνίδι σάς καλώ ― #TheReadingGame




Από εμένα ο Προυστ μου.

Αν θέλετε να συμμετέχετε στο νέο παιχνίδι:
1. Ανεβάζουμε εξώφυλλο.
2 Προσθέτουμε το hashtag: #TheReadingGame
3. Ορίζουμε 6 άλλες/ους να παίξουν.
Και, προσοχή:
4. ΔΕ δικαιολογούμε την επιλογή μας.

Δε θα ορίσω συμμετοχές, 
το ανεβάζω στο blog κι αν θέλετε παίζετε. Αλλά σάς δίνω σύνδεσμο να δείτε ως τώρα επιλογές :
 - Upload the cover of a book 
-Do not explain your choice.
 ―Nominate 6 persons 
 ____________________________________________________


Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017

Turkey burgers? Τουρκίας είναι η γαλοπούλα μας κι όχι Γαλλίς;




Έλεγε ο καλός μου Προυστ ότι ίδιον του αμόρφωτου είναι η αδυναμία να αποδεχθεί ότι η γλώσσα είναι πλούσια τόσο που έχει συνώνυμα ή λέξεις που ηχούν παρόμοια. Θυμόμουν τα παραδείγματά του όταν η δική μου αγαπημένη Φρανσουάζ τη φίλη μου τη Στάλη την έλεγε Στάλιν σαν εκείνο τον παπά στο αντάρτικο που του ζήτησε κάποιος να βαφτίσει το γιό του Λένιν, τον έβγαλε Λένη και στα χαρτιά Ελένη.

Βρήκα ένα τέτοιο μαργαριταράκι από κυρία πατριωτικού φρονήματος που διαμαρτύρεται επειδή βλέπει φιλοτουρκική επένδυση στα  'Turkey burgers' που αρνείται να δεχθεί ότι είναι μπιφτέκια γαλοπούλας όπως αύριο μπορεί να διαμαρτυρόταν που τρώγοντας γαλοπούλα δίνουμε τα χρήματά μας στους Γάλλους.
Χαρείτε το με εξηγήσεις από την επιχείρηση που όμως δεν πείθουν την τουρκοφάγο κυρία.
_______________________________________

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

Από τον καναπέ ανταπόκριση― με νοσταλγία και άδειο ψυγείο


Σας έλειψα;
Ω μεγαλουπόλεων μικρόβια και ιοί- νενικήκατε!

Χρόνια είχα να αρρωστήσω (=κρυώσω) τόσο με βήχα και πυρετό κ.λ.
-ξεκίνησα μάλιστα χθες πρωί εκδρομή κι επέστρεψα το βράδυ άρον-άρον διότι το μόνο που αποζητούσα στη ζωή ήταν να πεθάνω στο κρεβατάκι μου.

Τι κατάλαβα; Πόσο προστατευμένη ζω στον κλειστό μου κήπο*
με τη φροντίδα του Κυρίου Kastell.

Μακριά από μικρόβια βεβαίως- μια και, λόγω μικροβιοφοβίας αποφεύγω να αγγίζω παιδικά κεφάλια ή μαμάδων χέρια αλλά όχι μόνο.

Ξανά, αν θυμάστε και τις άλλες φορές που είμαι μόνη το μόνο στο ψυγείο μου είναι το κρασί (για καλεσμένους) και στην κουζίνα παξιμάδια με ό,τι έφερα από το δικό μας κήπο: σύκα ή ελιές. 
Και τίποτε άλλο. 
Ακόμα και καφέ, τόσο απαραίτητο, δεν έχω αξιωθεί να πάρω, μόνο όποτε βγω ζητώ να μου βάλουν ποσότητα 2 καφέδων σε ένα πακετάκι και αγοράζω έτσι τον αυριανό καφέ.

Είναι που έχω τα μυαλά μου πάνω απ το κεφάλι μου; Είναι που άλλα με απασχολούν; Ή είναι που έχω κακομάθει στην εξαίσια φροντίδα του Κυρίου  Kastell που, γνωρίζει να ψωνίζει –το πού και πώς πουλάνε το καλύτερο- έτσι όπως, έλεγε ο Προυστ, μόνο οι αληθινοί αστοί μπορούν.
__________________________________


Εικόνα: Το μαξιλάρι μου στον καναπέ όπου διαβάζω και γράφω νηστική δίχως ούτε καφέ στο σπίτι..
*'Κλειστό μου κήπο' όταν λέω.. :
 ιδού απεικόνιση του 19 (πολύ δικού μας ιερού αριθμού), ιδού το Αρχέτυπο από το Ταρώ μου: δυό παιδιά αμέριμνα παίζουν  προστατευμένα στον Κλειστό τους Κήπο. Αρχέτυπο ευτυχίας, ξεγνοιασιάς και αληθινής αγάπης που σας παραδίδω για μελέτη απόψε, ένα σκοτεινό αθηναϊκό απόγευμα που νοσταλγώ τον Ήλιο μου.

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Επέστρεψα υγιής― μα σα να είχα πεθάνει


'Ελεγε ο Προυστ πως μέρος της χαράς του ταξιδιού είναι η επιστροφή, εκείνη η ώρα που πια δε σκεπτόμαστε παρά το σπίτι και τις συνήθειές μας κι όσα θα φέρουμε  γυρνώντας.
Για μένα η Αθήνα δεν είναι ταξίδι αλλά η αρρώστια είναι. Ταλαιπωρήθηκα πολύ λόγω εκείνης μου της εμμονής να μην αφήσω τον Κύριο Kastell να με συνοδεύσει διότι δε μπορώ τα σόγια στα νοσοκομεία. Μου φαίνεται άθλια ακαλαίσθητο να σέρνονται οικογένειες στους γιατρούς― και, καθώς το έχω ξαναπεί, η Αισθητική ως δικαιολογία είναι πάντα ύποπτη, γνωρίζω ότι πίσω από την επιμονή μου να πηγαίνω μόνη σε εγχειρίσεις κρύβονται βαρύτατα ψυχολογικά (που δεν θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας).

Έτσι για άλλη μια φορά εγχειρίστηκα μόνη και βρέθηκα μόνη στην ανάρρωση που, ως συνήθως, οι γιατροί δεν προειδοποιούν για το χρόνο που θα πάρει.
Δεν ήθελα μαζί μου τον Κύριο Kastell κι επειδή όμως δεν ήθελα να νιώσει ότι τον αποκλείω δε δέχθηκα βοήθεια από τους φίλους που προσφέρθηκαν.
Και να 'μαι πίσω σπίτι μου. Δυό μήνες μετά την αναχώρηση, ένα μήνα μετά την επέμβαση, επιστρέφω πανευτυχής που δεν πονάω όπως πονούσα τον τελευταίο χρόνο μα και έκπληκτη με αυτό που αντίκρισα γυρνώντας.
Το σπίτι είναι σα να πέθανα και να έμεινε εδώ μια Mις Χάβισαμ με τα λουλούδια να ξεραίνονται στα βάζα όπως τα άφησα, ένα βιβλίο, ένα κομπολόι, μια σημείωση σε ένα χαρτί σα να μην έλειψα λεπτό.
Άραγε έτσι θα φερθεί άμα πεθάνω; Έτσι θα ζει, σε μαυσωλείο ανέγγιχτο; Ελπίζω όχι.
Μου έλεγαν ότι το πένθος στη γυναίκα κρατά χρόνια μα για τον άνδρα είναι σαν το χτύπημα του αγκώνα, πόνος οξύς κι αφόρητος που όμως γρήγορα περνάει και ξεχνιέται. Του το εύχομαι. Ω θεέ μου πώς το εύχομαι!
____________________________________________________________
εικόνα
Στο Α' Νεκροταφείο στην κηδεία του αυτόχειρα παλιού φίλου Κώστα Θεοφιλόπουλου με φωτογράφισε η αγαπημένη Θέκλα Τσελεπή μπροστά στην Κοιμωμένη του Χαλεπά που πάντα επισκέπτομαι.
Η Κοιμωμένη ήταν η Αθηναία δεσποινίς Αφεντάκη μα στο νου μου τη συγχέω με την άλλη νεαρή νεκρή, τη Φαρμακωμένη του Σολωμού
(που ονομαζοταν Μαρία Παπαγεωργοπούλου):



«Τα τραγούδια μου τα ’λεγες όλα,
Τούτο μόνον δε θέλει το πης,
Τούτο μόνον δε θέλει τ’ ακούσης·
Αχ! την πλάκα του τάφου κρατείς...»

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

Με τα βιβλία μου ένοχες απολαύσεις





Έλεγε ο Προυστ ότι σε κάθε ταξίδι έρχεται η ώρα που νοσταλγούμε την επιστροφή. Για μένα αυτή η επιθυμία να γυρίσω είναι σημάδι ότι μου αρέσει η ζωή μου. Ίσως παραπάνω απ' ό,τι θα ήταν υγιές, διότι αυτό το βούλιαγμα στη θαλπωρή του σπιτιού μου και των φροντίδων του Κυρίου Kastell, στην ησυχία ατέλειωτων ωρών που εναλλάσσονται δίχως να αλλάζει άλλο από το φως, γίνεται αιτία να μη φεύγω, να μη δοκιμάζω άλλα. Κι αυτό κι αν με αγχώνει..
Με το σκυλί στα πόδια μου, με το καινούργιο μου γατί και τα λουλούδια που το άνθισμά τους μου θυμίζει σε τι εποχή είμαστε περνάω μέρες ξαπλωμένη αγκαλιά με τα βιβλία μου κι είναι φορές που ούτε το τηλέφωνο σηκώνω σα να μη θέλω να διασπαστεί η γαλήνη από εισβολές.
Τέτοια εποχή έχει ήλιο η κρεβατοκάμαρά μου ως αργά το πρωί από το νότιο χαμηλό παραθυράκι. Στέκεται η παχιά ακτίδα στους ναρκίσσους που μάζεψα μόλις έφτασα και με ξυπνά το δυνατό τους άρωμα ανακατεμένο με τη δυνατή μυρωδιά του καφέ που με περιμένει.
Το ξέρω πια ότι έτσι περνούν οι αιώνες. Διότι καθώς θα χαμηλώνει η στοίβα με τα βιβλία που έφερα για διάβασμα όταν σηκώσω μια στιγμή το βλέμμα αντί για νάρκισσους θα έχω κρίνα ή βιολέτες στο παράθυρο κι ύστερα αμάραντα κι ένα πιάτο με σύκα ή με σταφύλια ή ρόδια και θα τρομάξω που περνά ο καιρός.
Ζω με την ενοχή, μια τύψη απέραντη που δεν κάνω χίλια δυό ηρωικά της δράσης. Σαν τους πιο πολλούς συγγραφείς πριν από εμένα, ζω ξαπλωμένη αυτό που έλεγε ο Καζαντζάκης ζωή του 'χαρτοπόντικα' ενώ ηρωικά ο νους μου φτιάχνει Καπετάν Μιχάληδες και Ζορμπάδες. Αν δε διαβάσεις, αν δεν ηρεμήσεις για να στοχαστείς, Ζορμπάδες δε θα καταφέρεις να εκτιμήσεις. Το ξέρουμε κι όμως η τύψη πάντοτε δηλητηριάζει αυτή την ευτυχία, την φαινομενική απραξία εκείνου που δεν κάνει άλλο από το να διαβάζει ένα βιβλίο την ημέρα και να γράφει 3 με 4 χιλιάδες λέξεις καθημερινά.
Παλιό το πρόβλημα και όταν έχω κέφια μοιάζει διασκεδαστικό που οι αναγνώστες συχνά ταυτίζουν το δημιουργό με τον ήρωά του και βλέπουν Καπετάν Μιχάληδες στους Καζαντζάκηδες σα να αγνοούν ότι για να γραφτούν τα ηρωικά κάποιος φτωχός γραφιάς πέρασε ώρες σκεβρωμένος πάνω στο γραφείο του, αποκλεισμένος μακριά απ' τη 'δράση'. Δράση άραγε μήπως είναι και το γράψιμο, δράση κι ο στοχασμός ηρωικών μορφών που θα αλλάξουν τον τρόπο που ο αναγνώστης ερμηνεύει τις αλήθειες;
Εν τέλει ναι, αλλά μόνο εν τέλει. Όταν η επίδραση στον αναγνώστη είναι εμφανής, μετά την έκδοση των αριστουργημάτων. Μα όσο γράφονται (ή δε γράφονται) τα αριστουργήματα, όσο ο κόσμος έξω απ' τα παράθυρά μας προχωρά, όσο οι γεροί κι οι υγιείς και οι προσαρμοσμένοι αθλούνται ή πίνουν καφέδες ανταλλάσσοντας αβρότητες, εμείς οι αναχωρητές της ξάπλας, εμείς που ζούμε σε κόσμους φανταστικούς κρυβόμαστε για να εντρυφήσουμε στις ένοχες μοναχικές μας απολαύσεις της ανάγνωσης και των μυστικών ιδιωτικών μας κόσμων.
___________________________________________________________________
Εικόνα
Τα νεοφερμένα περιμένουν σε τραπεζάκι στο γραφείο μου

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

Βεβαίως και είμαι άρρωστη...




Ο Κύριος Kastell θεωρεί τη Madame υποχόνδρια. Δεν το λέει, βέβαια. Μα του ξεφεύγει:
― Άκουσα κάτι μα.. δεν ξέρω αν πρέπει να σου το πω μήπως το πάθεις..
Εξοργιστικό; Φρικτά.
Βεβαίως και σωματοποιώ τον πόνο μου, απαντώ, μα έχω και διαγνωσθέντα..
Οι υγιείς, το είπε ο Προυστ, δεν έχουν κατανόηση για αδυναμίες.
Καλά που αντλώ από τη σοφία των αρρώστων των αιώνων και παίρνω δύναμη. Κι αναρωτιέμαι αν κι εγώ, σα μια υπέργηρη κυρία προ αιώνων, θα αναγκαστώ να ζητήσω να γραφτεί στον τάφο μου:
Σας το έλεγα: ήμουν άρρωστη!
_________
εικόνα
Τα τριαντάφυλλα που μου έφερε χθες ο Κύριος Kastell (μαζί με τρεις ταινίες που δεν είδα διότι δε μου άρεσαν μα με ευχαρίστησαν που έκανε τον κοπο).

Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

Με τη βροχή, με Θάνατο κι ένα μάθημα γοητείας





 Πέθανε ένας φίλος χθες το πρωί. Το έμαθα πίνοντας το κρασί μου στο Γιαλό καθώς μαζεύονταν τα σύννεφα. Ευτυχισμένος θάνατος, στον καναπέ του ώσπου να φέρει ένα νερό κάποιος απ' την κουζίνα.
Κι ύστερα σπίτι με την καταιγίδα διάβαζα τον Προυστ μου ως αργά που γύρισε ο Κύριος Kastell τόσο μεθυσμένος που το πρωί βρήκε τα κλειδιά του αυτοκινήτου στα χωράφια και μια σακούλα με ψωμί που δε θυμόταν πώς ή με ποια λογική την απέκτησε.
Σήμερα βρέχει· μοιάζει χειμωνιάτικο το σπίτι, το πάτωμα έχει μικρές πατημασιές σκυλιού κι ο θάνατος είναι ξανά μαζί μας.
Θα σας κουράσω με τον Προυστ, το ξέρω, μα είναι συναρπαστικό να ξαναβρίσκεις ό,τι σε σχημάτισε και να ανακαλύπτεις πως ήταν ακόμα πιο δυνατό και μαγικό από ό,τι το θυμόσουν. Ακούστε αυτό:
Με αφορμή την ποίηση του Ουγκώ συζητούν οι καλεσμένοι τού salon ότι στα πρώτα τα άγουρα η ποίησή του σκέπτεται ενώ τα ώριμα όπως η Φύση προκαλούν τη σκέψη. Έτσι να γίνουμε θέλω, σαν Φύση να υπάρχουμε κι η ύπαρξή μας να κάνει τους άλλους  να σκεφτούν. 
Και με αυτή την άχρηστη σοφία γυρνώ στην πένθιμή μου περισυλλογή για το 'Χαμένο Χρόνο'.
____________________

Κυριακή 13 Μαΐου 2012

Χωρίς βιβλιοπωλείο με τον Προυστ και το βοριά





Ένα νησάκι είχε ένα βιβλιοπωλείο. Παλιό, φιλικό, που το επισκέπτονταν παιδάκια ή τουρίστες και επηρέαζαν τις επιλογές του με τα γούστα και τις ανάγκες τους.
Ο τόπος αναπτύσσεται όμως και όταν ανοίγουν μεγάλοι δρόμοι  μια μεγάλη αλυσίδα ανοίγει κι άλλο βιβλιοπωλείο πλάι σε φημισμένο διεθνές καφετζίδικο και καλό κομμωτήριο. Παρκάρουν τα θηρία τους οι κυράδες και μεταξύ latte και ανταύγειας αγοράζουν κι ένα γυαλιστερό επιτραπέζιο τόμο για το σαλονάκι. Διότι το υποκατάστημα της αλυσίδας έχει στα ράφια του βιβλία άσχετα με τον τόπο, τα 'ευπώλητα' που σπρώχνει η εταιρία με συμφωνίες, ξενόγλωσσα που συμφέρουν και παιδικά για δωράκια.
Εν τω μεταξύ τα χρόνια περνούν, το μικρό βιβλιοπωλείο της πόλης  χάνει τους πελάτες του κι ο βιβλιοπώλης όταν συνταξιοδοτείται αναγκάζεται να το κλείσει αφού ο ανταγωνισμός δεν κάνει εφικτή την πώληση τής επιχείρησης.
Όμως η οικονομική κατάσταση αλλάζει. Η μεγάλη εταιρία διαπιστώνει πως η ιδέα δεν ήταν συμφέρουσα και ελαφρά τη καρδία κλείνει το υποκατάστημα στο νησάκι.
Αποτέλεσμα; Το νησάκι μένει δίχως βιβλιοπωλείο.

Ναι, πια δεν έχουμε βιβλιοπωλείο στη Μύκονο. Ντροπή μας; Οι τιμές των ακινήτων δε νομίζω πως θα επιτρέψουν σε νέο βιβλιοπώλη να τολμήσει το εγχείρημα, παρότι φέτος άνοιξαν αμέτρητα φαρμακεία― που ειλικρινά τους εύχομαι να πάνε καλά αν και φοβάμαι πως αυτό θα συμβεί μόνο σε περίπτωση επιδημίας.
Είδος πρώτης ανάγκης το φάρμακο μα για μένα είδος πρώτης ανάγκης είναι και το βιβλίο. Τώρα ψωνίζω μόνο από το Διαδίκτυο. Που είναι θαυμάσιο μα δεν είναι το ίδιο. Μου λείπει η κουβέντα ανάμεσα σε βιβλία, η ανταλλαγή εντυπώσεων και πληροφοριών.
Στην απόγνωσή μου κατέφυγα στα αγαπημένα μου κι όλη την εβδομάδα ξαναδιάβασα τον πολυδιαβασμένο μου Προυστ. Ο αέρας και η συννεφιά με κράτησαν μέσα και, ξαπλωμένη στα πολλά μου μαξιλάρια κρατώντας τους κιτρινισμένους τόμους του Ηριδανού κι ύστερα (διότι εν τω μεταξύ πέθανε ο μεταφραστής και δεν άντεξα να περιμένω να λύσει το πρόβλημα ο εκδότης) των Penguin, ξαναγύρισα, σαν η γεύση της μικρής μαντλέν να με ταξίδεψε στο δικό μου παρελθόν, σ' εκείνη που ήμουν κάποτε.

Ο Προυστ μιλά για το Βάγκνερ και την Ιφιγένεια του Gluck αλλά κυρίως για τη φράση από τη σονάτα του φανταστικού συνθέτη Vinteuil, ύμνο του έρωτα του Σουάν για την Οντέτ, που παίζεται σε κάθε τους συνάντηση.
Πολλές οι εικασίες κι οι προσπάθειες να βρεθεί η μουσική που ενέπνευσε στον Προυστ τόσες σελίδες. Ξέρουμε ότι θαύμαζε τον Gabriel Fauré, τον César Franck και τον Claude Debussy.
Και τον Wagner βέβαια.
Όμως εγώ σήμερα δεν είμαι στο Παρίσι και δε διακόπτω την ανάγνωση για να επισκεφθώ τα σαλόνια των Γκερμάντ. Ζω στην Ελλάδα και με διακόπτουν άλλες έννοιες (κι ας είναι ο ρατσισμός κι ο παρανοϊκός αντισιωνισμός παρόντες μέχρι εδώ και ως τώρα). Γι αυτό δεν είναι ο Βάγκνερ το αντίδοτό μου όταν εισβάλει το παρόν και με διακόπτει.  Μια ανάγκη αρμονίας άλλης με έστειλε στο Μπαχ.
Τούτη είναι η δημοφιλέστερη από τις φούγκες του μα παραμένει σα μπαρόκ ναός ένα μεγάλο δημιούργημα του ανθρώπου και μια απόδειξη ότι η λογική μας έχει τη δύναμη να τιθασεύει το χάος. Κι αυτό είναι παρηγοριά εδώ που βρέθηκα να ζω δίχως μυαλά, δίχως βιβλιοπωλεία.
Χαρείτε τη:

Bach, Toccata and Fugue in D minor, organ




Εικόνα
Η στέρηση με ρίχνει στην πορνογραφία: 
Το θρυλλικό βιβλιοπωλείο Shakespeare & Company, Παρίσι. 
Ο βιβλιοπώλης G.Whitman εργάστηκε σ' αυτό για 60 χρόνια· πελάτες του ο Hemingway, ο J. Joyce, ο Henry Miller, ο Allen Ginsberg, ο Samuel Beckett, ο William S. Burroughs κι άλλοι πολλοί. Τις νύχτες έχουν κοιμηθεί στο χώρο αυτό περισσότεροι από 40.000 αγγλόφωνοι καλλιτέχνες περαστικοί από το Παρίσι.
_________________________________________________