Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσαρούχης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσαρούχης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 19 Ιουλίου 2017

Του Γιώρα ο Φούρνος ― Μνημεία διατηρητέα στην καρδιά, λάθη ασυγχώρητα



Μια σκοτεινή δροσερή δίοδος ανάμεσα σε δυό στενά μέσα στην κάψα καλοκαιρινού ήλιου ή λάμψη και μυρωδιά φωτιάς τις γκρίζες μέρες με ψιλόβροχο, ο πολυφωτογραφημένος φούρνος του Γιώρα ήταν αξιοθέατο αγαπημένο για ντόπιους και τουρίστες, μια εμπειρία εικαστική για όλες τις αισθήσεις.
Πέτρινος πλατύς διάδρομος στα βάθη της Πόλης, από τη μια άκρη η περσεφόνια κάθοδος από το φως στο ημίφως κι από την άλλη  η πόρτα η ισόγεια αγαπημένη σε λαλάδες και παππούδες που κάθονταν μετά την εκκλησία να χαιρετηθούν και να ανταλλάξουν νέα. Ένα μουλάρι ή ένα γαϊδουράκι συχνά στεκόταν εκεί, στη στάση την αναγκαία των χωριανών που αγόραζαν το ψωμί της εβδομάδας και έβρισκαν ευκαιρία να 'σαλιαρίσουν' πριν 'πάνε για το χωριό'.
Ήταν οι φλόγες που τρεμόπαιζαν φτιάχνοντας σκιές στους ασβεστωμένους τοίχους, ήταν οι πόρτες που έριχναν λίγα μέτρα καδραρισμένο φως, ήταν κι η μυρωδιά ψωμιού φρεσκοψημένου που σαν της φρέσκιας βροχής στη γη ή σαν φουρτουνιασμένης θάλασσας ξυπνά μέσα μας μνήμες αταβιστικές και σκεπασμένες με άλλα μα άγρια ζωντανές κι οξύτατες όποτε εμφανιστούν.

Κλείνει ο φούρνος του Γιώρα και δε νομίζω να είναι κανείς μας που δε λυπάται.  Προσωπικά για τον Κύριο Νίκο και το Γιώρη τον νεότερο που ζήσαμε να το παλεύουν με διάφορες προσπάθειες, ζήσαμε τα ξενύχτια στον ξυλόφουρνο την ώρα που γύρω τους άλλοι γλεντούσαν ή πλούτιζαν με σαμπάνιες κι αχινούς.
Κλείνει ο φούρνος και μαζί του κλείνει κι άλλο ένα κομμάτι της Μυκόνου που άξιζε να αγαπηθεί όχι μονάχα σαν τόπος για διακοπές βαθύπλουτων ίδιος με μια σουίτα στο Ντουμπάι ή στο Λας Βέγκας αλλά σαν τόπος έμπνευσης, ταξίδι αληθινό που σημαδεύει, επαναπροσδιορίζει ώστε ο άνθρωπος να βλέπει τη ζωή του από μακριά και να αλλάζει ρώτα.

 Το είχε αυτό η Ελλάδα και το χάνει. Το είχε η Μύκονος.
Αφότου μάθαμε το νέο, βλέπω, ως συνηθίζεται, πένθος και θλίψη και τα αιώνια ότι φταίμε εμείς που δεν τον στηρίξαμε, φταίνε οι Μυκονιάτες που δοκίμαζαν ψωμιά απ' αλλού.
Αστεία πράγματα βεβαίως, αν και καλοπροαίρετα.
Αν κλείνει ο Φούρνος του Γιώρα, αν κλείνουν κάθε λίγο μαγαζιά ιστορικά, ζωγραφισμένα και τραγουδισμένα είναι επειδή ο σχεδιασμός της σύγχρονης Ελλάδας είναι τέτοιος που δεν υπολογίζει τη συντήρηση, δε μετρά την τοπική ιστορία.
Διατηρητέα δεν έπρεπε να ήταν μόνο τα αρχαία ή τα αναγνωρισμένα αρχαιοπρεπή (όπως τα νεοκλασικά) αλλά και τα τούρκικα και τα ιστορικά τζαμιά που τα κάναμε σινεμά και αγορές. Διατηρητέο και επιδοτούμενο με χρήμα αλλά και συμβούλους και κάθε υποστήριξη, έπρεπε να είναι κάθε τι που σημάδεψε ή απέμεινε από την κληρονομιά ενός τόπου. Διατηρητέο είναι ένα ελαιοτριβείο, ένα εργοστάσιο, μια μηχανή, μια γειτονιά, ένας χώρος λατρείας ή διασκέδασης.


Στο:
 άρθρο 24 παρ. 6 του Συντάγματος, σαφώς επιτάσσεται ότι: « Tα μνημεία, oι παραδoσιακές περιoχές και τα παραδoσιακά στoιχεία πρoστατεύoνται από τo Kράτoς.Nόμoς θα oρίσει τα αναγκαία για την πραγματoπoίηση της πρoστασίας αυτής περιoριστικά μέτρα της ιδιoκτησίας, καθώς και τoν τρόπo και τo είδoς της απoζημίωσης των ιδιoκτητών».
Δηλαδή:
 «Από αυτήν την συνταγματική επιταγή διαφαίνεται το αυξημένο ενδιαφέρον της Πολιτείας να προστατευθεί το πολιτιστικό περιβάλλον, που αφορά στην ιστορική, καλλιτεχνική,τεχνολογική και εν γένει πολιτιστική μας κληρονομιά. Μάλιστα η προστασία αυτή πρέπει να είναι συνεχής και κατάλληλη για αυτόν τον σκοπό, για αυτό δίνεται η δυνατότητα στην Διοίκηση επιβολής ιδιαίτερων μέτρων, που αποσκοπούν στην αποφυγή βλάβης αλλοιώσεως ή υποβαθμίσεως του πολιτιστικού περιβάλλοντος .
Και είναι φυσικά το μόνο σίγουρο, ότι η πολιτιστική μας κληρονομιά δεν καθρεφτίζεται μόνο σε αρχαιολογικούς χώρους, σε μουσεία ή μνημεία, αλλά ακόμα και σε μεμονωμένα κτήρια ή σε σύνολα οικισμών.»* Νομική Εφημερίδα CURIA.GR


Σκοπός μας όμως δεν είναι να ζήσουμε σε ένα Μουσείο αλλά να διατηρούμε σε λειτουργία όσα πιο πολλά μπορούμε από την ιστορική μας κληρονομιά. Μιλάμε για Φούρνο που, με λίγη βοήθεια πιστεύω θα μπορούσε να είναι μια επικερδής επιχείρηση, επικερδής και πολιτιστικά, ποιοτικά εννοώ, διότι θα πλούτιζε και τουριστικά και εκπαιδευτικά το νησί.
Αλλού, κουράστηκα να το θυμίζω, το καταλαβαίνουν. Όσοι ταξιδεύουμε γνωρίζουμε ότι μπορείς ακόμα να πιεις τη μπύρα σου εκεί που έπινε μια μπύρα ο Σαίξπηρ ή ο Μαρξ κι ο Ντίκενς, να φας μια μικρή 'μαντλέν' στη μικρή πόλη που περιγράφει ο Προυστ ή, μια ομελέτα στο Café de Flore** όπου έγραφαν ο Σαρτρ με τη Σιμόν ντε Μπωβουάρ και το σεβόμαστε ως εν λειτουργία ιστορικό μνημείο που περιγράφεται από συγγραφείς Γάλλους ή περαστικούς παρότι δεν είναι παλιό όσο ο Φούρνος του Γιώρα. Όπως,παράδειγμα πολύ σχετικό μ' εμάς εδώ, μπορούμε να πιούμε πάντα ένα ποτό στο γνωστό μας από τη λογοτεχνία Harry's Bar στη Βενετία που όχι μόνο παραμένει ζωντανό και αναλλοίωτο αλλά και για να μη χαλάσει η θέα του εμπόδισε ο Δήμος να ανοίξουν Mac Donalds στην πλατεία και, συχνά, δίνει οδηγίες με πρόστιμα για το ντύσιμο των τουριστών που υποβιβάζει την περιοχή.
Αλλά δε λέω να φτάσουμε ως εκεί, λέω να διδαχθούμε.
Και αν υπάρχει τρόπος να μη θρηνούμε κάθε χρόνο μνημεία μας που ισοπεδώνονται κι αν θέλουμε όντως να βρεθούν οι ένοχοι για να αλλάξουμε στο μέλλον ας πάψουμε να τα πενθούμε κατόπιν εορτής κι ας ψάξουμε τα αίτια και τους αληθινούς υπαίτιους.

__Για να μην παρεξηγηθώ, θέλω να το ξεκαθαρίσω πως αυτό που προτείνω δεν είναι οι διαμαρτυρίες 'πού είναι το κράτος;' ή η κομματική ρίψη ευθυνών· αυτά δε βγάζουν πουθενά.
Αυτό που προτείνω είναι, όσοι νοιαζόμαστε, να μιλήσουμε ανοιχτά για το γεγονός ότι πεθαίνει η Πόλη αφότου η πρόσβαση είναι ελεύθερη μόνο σε νέους και αρτιμελείς τουρίστες ενώ παραμένει κλειστή για εμάς τους κατοίκους οπότε και βέβαια κλείνουν παλιά μπακάλικα (θυμίζω τον Πάπορα) και φούρνοι όπως φεύγουν οι γιατροί και οι κάτοικοι.

Αν φταίμε όλοι, δεν είναι επειδή δε αγοράζουμε ψωμί από την Πόλη αλλά επειδή με λανθασμένη πολιτική και αγκυλώσεις φτάσαμε να μην είναι δυνατόν να το κάνουμε όπως προτιμάμε να στήνουμε προτομές νεκρών αντί να διασώζουμε τα ζωντανά μνημεία του τόπου.

___________
  Φέρνω φωτογραφίες του φούρνου και των ακούραστων ιδιοκτητών Κυρίου Νίκου και του φίλου μου Γιώρη, ποστ του Δημήτρη Ρουσουνέλου με φωτογραφία το τελευταίο 'πουλαράκι' (για μάς που ξέρουμε)
+ νομική εφημερίδα περί διατηρητέων.


 Dimitris Rousounelos 


Αυτός είναι ο τελευταίος μισόκιλος πούλος που βγήκε από τον Φούρνο του Γιώρα.
Όσοι ξέρουμε να διαβάζουμε το ταμπάνι είχαμε από καιρό πάρει το μήνυμα.
Αύριο δεν θα βγει ψωμί. Ούτε μεθαύριο. Ούτε από βδομάδα.
Ψωμί από τον ξυλόφουρνο του Γιώρα τέλος. Εκτός κι αν στη Μύκονο που σαρώνει και σαρώνεται, κάτι αλλάξει και η ανάγκη μια άλλης ποιότητας, ισορροπίας και ανθρώπινης διαβίωσης σηκώσει μπαϊράκι.
Το πραγματικό πριγκηπάτο είχε σήμερα μια απώλεια στη μάχη με την αλλοτρίωση του νησιού.
Ως τότε είναι δύσκολοι οι καιροί για πρίγκηπες.
Κύριε Νίκο, φίλε Γιώρη, για όσα κάνατε κι όσα προσφέρατε στην κοινωνία και τους φίλους του νησιού μας, για το πολύ που αντέξατε, που ήταν πέρα από τις δυνάμεις σας -και το ξέρουμε καλά, όλοι εμείς που σχεδόν καθημερινά και κάποιοι όπως εγώ από τον καιρό που γεννηθήκαμε- πολύ σας ευχαριστούμε.
Το ψωμί σας και ο κόπος που βάζατε καθημερινά για να βγει θα μείνουν για πάντα στην καρδιά μας.

______________________________________________________________
















1954: Το ζύμωμα (που τότε έκαναν οι νοικοκυρές).
Φωτ. του Φραγκή από το αρχείο του Δημήτρη Κουτσούκου.




Τη Μεγάλη Εβδομάδα φτιάχνουν στα σπίτια και στους φούρνους. Λαμπροκουλούρες με περίτεχνα σχήματα και τις στολίζουν με κόκκινα αuγά.. Τις μοιράζουν και τις βάζουν στο τραπέζι το Μεγάλο Σάββατο.
Την Μεγάλη Πέμπτη και την Μεγάλη Παρασκευή, οι φούρνοι δίνουνστο ψωμί το σχήμα του Σταυρού και συμβολικά το κόβουν με το χέρι μη θέλοντας λόγω της ημέρας να χρησιμοποιήσουν μαχαίρι.
'Ήθη, έθιμα και παραδόσεις της Μυκόνου' της Όλγας Μάρκαρη,
Μέλος του Πολιτιστικού Λαογραφικού Πολιτιστικού Συλλόγου Γυναικών Μυκόνου




Νίκος με το Γιώρη και χαμογελαστή βοηθά η μαμά, η Φανή






Ο φούρνος του Γιώρα  χρονολογείται από τον 17ο αιώνα. Τον δουλεύει εδώ και δυό αιώνες η ίδια οικογένεια.Το όνομά του το πήρε από το Γιώρα Βαμβακούρη, παππού του σημερινού Γιώρη που, με μεγάλο σεβασμό  ανακαίνισε το 2015.






______________________________
Σημείωση
To Café de flore είναι ένα σπουδαίο παράδειγμα. Άνοιξε το 1880 και ακόμα έχει τη χαρακτηριστική Art Deco διακόσμηση ενώ από το 1994 έχει θεσπιστεί και το Prix de Flore λογοτεχνικο βραβείο στο όνομά του, το οποίο δίνεται εκεί.  Σύχναζαν πάντα συγγραφείς, φιλοσοφοι και πολιτικοί αλλά λόγω του ότι παραμένει αναλλοίωτο προσελκύει πολλούς τουρίστες και το βλέπουμε σε ταινίες, τηλεοπτικές εκπομπές κ.λ.
Τι συγκρίνω, ίσως πείτε. Όχι με το Φούρνο μα, έτσι για μια στιγμή, σκεφθείτε πόσο επικερδή θα ήταν σήμερα το  'Μπραζίλιαν' ή Βυζάντιο' στα οποία σύχναζαν ποιητές και ηθοποιοί. 

Παραδείγματα 
(που πρόλαβα όπως και η ΄Βεγγέρα' της Μυκόνου)

Ο γνώστης του καφέ Ευάγγελος Σαραβάνος, μετά από χρόνια στη Βραζιλία και στην Αλεξάνδρεια, αποφάσισε να ανοίξει καφενείο και στην Αθήνα. Το «Μπραζίλιαν» της οδού Βουκουρεστίου είχε ως σήμα κατατεθέν την εξαιρετικής ποιότητας καφέ (εδώ πρωτοήπιαν οι Αθηναίοι espresso), και τα εξαιρετικά γλυκά. Το Μπραζίλιαν κατά τις δεκαετίας του ’50 και του ’60 παραγκωνίζει  σταδιακά άλλα λογοτεχνικά στέκια, όπως το «Πατάρι του Λουμίδη». Στην καθιέρωση του «Μπραζίλιαν» ως λογοτεχνικού στεκιού συνέβαλε και η γειτνίασή του με το βιβλιοπωλείο «Πυρσός». Την ακμή του Μπραζίλιαν ανέκοψε η δικτατορία του 1967, καθώς αρκετοί από τους επιφανείς θαμώνες του είτε μετακόμισαν στο εξωτερικό είτε απλώς σταμάτησαν να το επισκέπτονται. Συχνός θαμώνας του Μπραζίλιαν ήταν  ο Κώστας Ταχτσής, το ποίημα του οποίου «Η συμφωνία του Μπραζίλιαν», εικονογραφημένο από τον Γιάννη Τσαρούχη,  κοσμεί τον τοίχο του σημερινού Μπραζίλιαν στον αριθμό 10 της οδού  Βαλαωρίτου, όπου μεταφέρθηκε το 2007. Το σημερινό Μπραζίλιαν διατηρεί στους τοίχους του τις 45 φωτογραφίες του Αλέκου Φασιανού, στις οποίες μπορεί κανείς να διακρίνει πολλούς από τους λογοτέχνες και καλλιτέχνες που σύχναζαν εδώ, όπως τους περιγράφει ο Κώστας Ταχτσής:

 "Το 48-49, μια σταλιά μαγαζάκι ήταν – είναι ακόμα – μα ανάμεσα στους θαμώνες που συνωθούντο στα λίγα τετραγωνικά του μέτρα ήταν και καμιά δεκαριά άνθρωποι που, ακόμα κι αν δεν υπήρχε κανένας άλλος, θα μπορούσαν να εκπροσωπήσουν άνετα την πνευματική Ελλάδα, με όλα της τα ελαττώματα αλλά και με όλες της τις αρετές: ο Μόραλης, ο Ελύτης, ο Τσαρούχης, ο Εγγονόπουλος, ο Σαχτούρης, ο Βαλαωρίτης, ο Χατζιδάκις και άλλοι, που περιττεύει να αναφέρω."

«Όταν η ποίηση χάνει ένα από τα καταφύγιά της, σημαίνει ότι όλα πάνε στραβά σε µια πόλη»
Το θρυλικό ουζερί του Απότσου ξεκίνησε τη λειτουργία του το  1897 και αρχικά βρισκόταν στην οδό Σταδίου 5Α, Το  1969 μεταφέρθηκε στην οδό Βουκουρεστίου για να καταλήξει το 1971 στη στοά επί της οδού  Πανεπιστημίου 10. Την πολυετή του ιστορία πρόδιδαν οι τοίχοι του, τους οποίους  διακοσμούσαν προπολεμικές διαφημίσεις ευρωπαϊκών και ελληνικών ποτών. Στους επώνυμους θαμώνες του συγκαταλέγονταν οι Μιλιτιάδης Μαλακάσης, Ζαχαρίας  Παπαντωνίου, Δημοσθένης Βουτυράς, Γ. Κατσίµπαλης, Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Σεφέρης, Ανδρέας Καραντώνης κ.ά. Από τον «Απότσο» ξεπήδησαν και πολλά λογοτεχνικά περιοδικά, με γνωστότερο όλων το «Τετράδιο», του οποίου τα στοιχεία επικοινωνίας ήταν ταυτόσημα με του ουζερί. --> theartfoundation


____________________________________________________________________

Δευτέρα 10 Απριλίου 2017

Του σεληνόφωτος σονάτα, στίχοι και γητειές με μάγια και έρωτες.


 Η γητειά της Πανσελήνου είναι για να ξεφορτωθείς, να διώξεις, να απαλλαγείς.
Κιλά ή στενοχώριες, βαρίδια ή κατάλοιπα παλιών ερώτων, πίστη που μούχλιασε δίχως αντίκρυσμα, αφοσίωση που έγινε ξένη φορτική* σαν τη ζωή μας όταν ο καιρός περνά κι εμείς αναβάλουμε ξεκαθαρίσματα και ξεσκαρταρίσματα.

Με μάγια ή ευχές, με εξομολογήσεις σε φίλες, ψυχολόγους ή παπάδες, βαραίνουμε μαζί με τη σελήνη που κάθε μήνα εγκυμονεί και κάθε μήνα, στην Πανσέληνό της, τραβάει τα νερά κι αποκαλύπτει, για όσους θέλουν να τα δουν, όσα αφήνει στο βυθό μέχρι το κύμα να τα ξανακρύψει παρασέρνοντάς τα στα άπατα, τα σκοτεινά τα μακρινά μας.
Ρίχνουμε την ευχή μας στο πηγάδι, συγκεντρωνόμαστε για τη γητειά κι ύστερα, όπως λένε οι οδηγίες, αποστρέφουμε το βλέμμα ενώ εν αναμονή οψόμεθα, απολαμβάνοντας το σεληνόφως και τις ιστορίες του από τς οποίες, για χάρη της αποψινής σελήνης, θα σας φέρω μια.

     Ήταν τριάντα ετών ο Μπετόβεν όταν σε ένα απογευματινό περίπατο στη Βιέννη άκουσε μέσα από ένα ανοιχτό παράθυρο να παίζουν τη μουσική του. Πλησίασε κολακευμένος κι άκουσε μιά κοπέλα να λέει πως θα ήθελε να άκουγε κάποιον να παίζει αυτό το μουσικό κομμάτι. Διότι ήταν τυφλή και δε μπορούσε να διαβάσει την παρτιτούρα. Συγκινήθηκε ο Μπετόβεν και της υποσχέθηκε πως θα της το έπαιζε ο ίδιος. Για μιά ολόκληρη ώρα. Ώσπου ο ήλιος έδυσε, το αεράκι έσβησε το μοναδικό κερί κι από το παράθυρο μπήκε το σεληνόφως. «Θα σάς παίξω το σεληνόφως που δε σας δόθηκε» τής είπε  κι άρχισε να παίζει ό,τι αισθανόταν. Εμπνευσμένος από την ομορφιά που άπλωνε το φως της σελήνης στο δωμάτιο κι ενθουσιασμένος από το θαυμασμό της τυφλής κοπέλας ο Μπετόβεν συνέθεσε αυτή τη θαυμάσια σονάτα.

Είναι η ιστορία μου αληθινή; 
Δεν ξέρω αλλά σας την αφιερώνω μαζί με τη μουσική απόψε, τη σονάτα που ο Μπετόβεν αφιέρωσε στην Τζουλιέτα Γκουϊτσιάρντι με την οποία ήταν πολύ ερωτευμένος. Σε μια επιστολή του εξομολογείται ότι αυτή η γυναίκα του άλλαξε την άθλια ζωή του. Πώς δεν ξέρω διότι δεν τον ήθελε και «αρνήθηκε τον έρωτά του» όπως το έλεγαν τότε. Οι φήμες λένε ότι την κοσμοαγάπητη σονάτα τη γέννησε η βαθιά απελπισία της χυλόπιτας.


    Και ύστερα, η σονάτα ―αλλά και το σεληνόφως―γέννησαν το θαυμάσιο  ποίημα του Ρίτσου, το  σκηνικό μονόλογο μιάς άλλης γυναίκας πιο μεγάλης, πιο μόνης μα το ίδιο πονεμένης με την τυφλή της δικής μου ιστορίας.

       Ας τα απολαύσουμε κι ας παρηγορηθούμε νιώθοντας πόσο πολύτιμη και εύθραυστη είναι η πολυτελής μελαγχολία που εμπνέει τρυφερές σονάτες κι ερωτόλογα που κάνουν έγκυο τη ζωή.

_____________Φέρνω τη 'Σονάτα του Σεληνόφωτος' του Μπετόβεν,
τη 'Σονάτα του Σεληνόφωτος'  του Γιάννη Ρίτσου
και, την απαγγελία Ρίτσου πάνω σε απόσπασμα της μουσικής του Μπετόβεν.


σημ. *μια ξένη φορτική
αναφορά σε Κ.Π.Καβάφη «Όσο μπορείς:
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις....»

Εικονογραφώ
με μια 'Παράγκα' του κ.Kastell, έργο που ξαναείδαμε πρόσφατα κρεμασμένο στο Άμστερνταμ στη συλλογή παλιάς μας φίλης. [Η υπογραφή 'The Shop' έχει ιδιαίτερο συμβολισμό μα δεν είναι του παρόντος.]_____________






Γιάννης Ρίτσος

Η ΣΟΝΑΤΑ

  ΤΟΥ

 ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ



[Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιά ἡλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στά μαῦρα, μιλάει σ' ἕναν νέο. Δέν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ' τά δυό παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νά πῶ ὅτι ἡ Γυναίκα μέ τά Μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μέ τά Μαῦρα μιλάει στόν Νέο]:
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε!
Εἶναι καλό τό φεγγάρι, — δέ θά φαίνεται
πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου. Τό φεγγάρι
θά κάνει πάλι χρυσά τά μαλλιά μου. Δέ θά καταλάβεις.
5Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ὅταν ἔχει φεγγάρι μεγαλώνουν οἱ σκιές μές στό σπίτι,
ἀόρατα χέρια τραβοῦν τίς κουρτίνες, 

ἕνα δάχτυλο ἀχνό γράφει στή σκόνη τοῦ πιάνου
λησμονημένα λόγια — δέ θέλω νά τ' ἀκούσω. Σώπα.
 
10Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου
λίγο πιό κάτου, ὥς τή μάντρα τοῦ τουβλάδικου,
ὥς ἐκεῖ πού στρίβει ὁ δρόμος καί φαίνεται
ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μέ φεγγαρόφωτο,
τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη
15τόσο θετική σάν μεταφυσική
πού μπορεῖς ἐπιτέλους νά πιστέψεις πώς ὑπάρχεις καί δέν ὑπάρχεις
πώς ποτέ δέν ὑπῆρξες, δέν ὑπῆρξε ο χρόνος κ' ἡ φθορά του.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
 
20Θά καθήσουμε λίγο στό πεζούλι, πάνω στό ὕψωμα,
κι ὅπως θά μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας
μπορεῖ νά φανταστοῦμε κιόλας πώς θά πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, καί τώρα ἀκόμη, ἀκούω τό θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ
   μου
σάν τό θόρυβο δυό δυνατῶν φτερῶν πού ἀνοιγοκλείνουν,
κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ' αὐτόν τόν ἦχο τοῦ πετάγματος
25νιώθεις κρουστό τό λαιμό σου, τά πλευρά σου, τή σάρκα σου,
κ' ἔτσι σφιγμένος μές στούς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα,
μέσα στά ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους,
δέν ἔχει σημασία ἄν φεύγεις ἤ ἄν γυρίζεις
κι οὔτε ἔχει σημασία πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου,
30(δέν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου — ἡ λύπη μου
εἶναι πού δέν ἀσπρίζει κ' ἡ καρδιά μου).
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τό ξέρω πώς καθένας μονάχος πορεύεται στόν ἔρωτα,
μονάχος στή δόξα καί στό θάνατο.
35Τό ξέρω. Τό δοκίμασα. Δέν ὠφελεῖ.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τοῦτο τό σπίτι στοίχειωσε, μέ διώχνει —
θέλω νά πῶ ἔχει παλιώσει πολύ, τά καρφιά ξεκολλᾶνε,
τά κάδρα ρίχνονται σά νά βουτᾶνε στό κενό,
40οἱ σουβάδες πέφτουν ἀθόρυβα
ὅπως πέφτει τό καπέλο τοῦ πεθαμένου ἀπ' τήν κρεμάστρα στό
σκοτεινό διάδρομο

ὅπως πέφτει τό μάλλινο τριμμένο γάντι τῆς σιωπῆς
ἀπ' τά γόνατά της
ἤ ὅπως πέφτει μιά λουρίδα φεγγάρι στήν παλιά,
ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.

Κάποτε ὑπῆρξε νέα κι αὐτή, — ὄχι ἡ φωτογραφία πού κοιτᾶς μέ τόση
δυσπιστία —
45λέω γιά τήν πολυθρόνα,8 πολύ ἀναπαυτική, μποροῦσες ὧρες ὁλόκληρες
νά κάθεσαι
καί μέ κλεισμένα μάτια νά ὀνειρεύεσαι ὅ,τι τύχει
— μιάν ἀμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη ἀπό φεγγάρι,
πιό στιλβωμένη ἀπ' τά παλιά λουστρίνια μου πού κάθε μήνα τά δίνω
στό στιλβωτήριο τῆς γωνιᾶς,
ἤ ἕνα πανί ψαρόβαρκας πού χάνεται στό βάθος λικνισμένο ἀπ' τήν ἴδια
του ἀνάσα,
50τριγωνικό πανί σά μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στά δυό
σά νά μήν εἶχε τίποτα νά κλείσει ἤ νά κρατήσει
ἤ ν' ἀνεμίσει διάπλατο σέ ἀποχαιρετισμό. Πάντα μου εἶχα μανία μέ τά
μαντίλια, 
ὄχι γιά νά κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιῶν ἤ χαμομήλι μαζεμένο στούς ἀγρούς μέ τό
λιόγερμα
55ἤ νά τό δέσω τέσσερις κόμπους σάν τό σκουφί πού φορᾶνε οἱ ἐργάτες
στ' ἀντικρυνό γιαπί 
ἤ νά σκουπίζω τά μάτια μου, — διατήρησα καλή τήν ὅρασή μου·
ποτέ μου δέ φόρεσα γυαλιά. Μιά ἁπλή ἰδιοτροπία τά μαντίλια.

Τώρα τά διπλώνω στά τέσσερα, στά ὀχτώ, στά δεκάξη
ν' ἀπασχολῶ τά δάχτυλά μου. Καί τώρα θυμήθηκα 
60πώς ἔτσι μετροῦσα τή μουσική σάν πήγαινα στό Ὠδεῖο
μέ μπλέ ποδιά κι ἄσπρο γιακά, μέ δυό ξανθές πλεξοῦδες
— 8, 16, 32, 64, —

κρατημένη ἀπ' τό χέρι μιᾶς μικρῆς φίλης μου ροδακινιᾶς ὅλο φῶς καί
ρόζ λουλούδια,
(συχώρεσέ μου αὐτά τά λόγια — κακή συνήθεια11) — 32, 64, —
κ' οἱ δικοί μου στήριζαν
65μεγάλες ἐλπίδες στό μουσικό μου τάλαντο. Λοιπόν, σοὔλεγα γιά τήν
πολυθρόνα —
ξεκοιλιασμένη — φαίνονται οἱ σκουριασμένες σοῦστες, τά ἄχερα —
ἔλεγα νά τήν πάω δίπλα στό ἐπιπλοποιεῖο,
μά ποῦ καιρός καί λεφτά καί διάθεση — τί νά πρωτοδιορθώσεις; —
ἔλεγα νά ρίξω ἕνα σεντόνι πάνω της, — φοβήθηκα 
70τ' ἄσπρο σεντόνι σέ τέτοιο φεγγαρόφωτο. Ἐδῶ κάθησαν
ἄνθρωποι πού ὀνειρεύτηκαν μεγάλα ὄνειρα, ὅπως κ' ἐσύ κι ὅπως κ'
ἐγώ ἄλλωστε,
καί τώρα ξεκουράζονται κάτω ἀπ' τό χῶμα δίχως νά ἐνοχλοῦνται ἀπ'
τή βροχή ἤ τό φεγγάρι. 
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Θά σταθοῦμε λιγάκι στήν κορφή τῆς μαρμάρινης σκάλας τοῦ
Ἅη-Νικόλα,
75ὕστερα ἐσύ θά κατηφορίσεις κ' ἐγώ θά γυρίσω πίσω
ἔχοντας στ' ἀριστερό πλευρό μου τή ζέστα ἀπ' τό τυχαῖο ἄγγιγμα τοῦ
σακκακιοῦ σου
κι ἀκόμη μερικά τετράγωνα φῶτα ἀπό μικρά συνοικιακά παράθυρα
κι αὐτή τήν πάλλευκη ἄχνα ἀπ' τό φεγγάρι ποὖναι σά μιά μεγάλη
συνοδεία ἀσημένιων κύκνων —
καί δέ φοβᾶμαι αὐτή τήν ἔκφραση, γιατί ἐγώ
80πολλές ἀνοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα ἄλλοτε μέ τό Θεό πού μοῦ
ἐμφανίστηκε
ντυμένος τήν ἀχλύ καί τή δόξα ἑνός τέτοιου σεληνόφωτος,
καί πολλούς νέους, πιό ὡραίους κι ἀπό σένα ἀκόμη, τοῦ ἐθυσίασα,
ἔτσι λευκή κι ἀπρόσιτη ν' ἀτμίζομαιμές στή λευκή μου φλόγα, στή
λευκότητα τοῦ σεληνόφωτος,
πυρπολημένη ἀπ' τ' ἀδηφάγα μάτια τῶν ἀντρῶν κι ἀπ' τή δισταχτικήν 
ἔκσταση τῶν ἐφήβων, 
85πολιορκημένη ἀπό ἐξαίσια, ἡλιοκαμμένα σώματα,
ἄλκιμα μέλη γυμνασμένα στό κολύμπι, στό κουπί, στό στίβο,
στό ποδόσφαιρο (πού ἔκανα πώς δέν τἄβλεπα)
μέτωπα, χείλη καί λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα καί μάτια,
στέρνα καί μπράτσα καί μηροί (κι ἀλήθεια δέν τἄβλεπα)
— ξέρεις, καμμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνᾶς, ὅ,τι θαυμάζεις,
σοῦ φτάνει ὁ θαυμασμός σου,— 
90θέ μου, τί μάτια πάναστρα, κι ἀνυψωνόμουν σέ μιάν ἀποθέωση
ἀρνημένων ἄστρων 
γιατί, ἔτσι πολιορκημένη ἀπ' ἔξω κι ἀπό μέσα,
ἄλλος δρόμος δε μοὔμενε παρά μονάχα πρός τά πάνω ἤ πρός τά κάτω.
— Ὄχι, δέ φτάνει. 
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τό ξέρω ἡ ὥρα πιά εἶναι περασμένη. Ἄφησέ με,
95γιατί τόσα χρόνια, μέρες καί νύχτες καί πορφυρά μεσημέρια,
ἔμεινα μόνη,
ἀνένδοτη, μόνη καί πάναγνη,
ἀκόμη στή συζυγική μου κλίνη πάναγνη καί μόνη,
γράφοντας ἔνδοξους στίχους στά γόνατα τοῦ Θεοῦ,
στίχους πού, σέ διαβεβαιῶ, θά μείνουνε σά λαξευμένοι σέ ἄμεμπτο
μαρμαρο19
100πέρα ἀπ' τή ζωή μου καί τή ζωή σου, πέρα πολύ. Δέ φτάνει.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τοῦτο τό σπίτι δέ μέ σηκώνει πιά.
Δέν ἀντέχω νά τό σηκώνω στή ράχη μου.
Πρέπει πάντα νά προσέχεις, νά προσέχεις,
105νά στεριώνεις τόν τοῖχο μέ τό μεγάλο μπουφέ
νά στεριώνεις τόν μπουφέ μέ τό πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
νά στεριώνεις τό τραπέζι μέ τίς καρέκλες
νά στεριώνεις τίς καρέκλες μέ τά χέρια σου
νά βάζεις τόν ὦμο σου κάτω ἀπ' τό δοκάρι πού κρέμασε.
110Καί τό πιάνο, σά μαῦρο φέρετρο κλεισμένο. Δέν τολμᾶς νά τ' ἀνοίξεις.
Ὅλο νά προσέχεις, νά προσέχεις, μήν πέσουν, μήν πέσεις. Δἐν ἀντέχω.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τοῦτο τό σπίτι, παρ' ὅλους τούς νεκρούς του, δέν ἐννοεῖ νά πεθάνει.
Ἐπιμένει νά ζεῖ μέ τούς νεκρούς του 
115νά ζεῖ ἀπ' τούς νεκρούς του
νά ζεῖ ἀπ' τή βεβαιότητα τοῦ θανάτου του
καί νά νοικοκυρεύει ἀκόμη τούς νεκρούς του σ' ἑτοιμόρροπα κρεββάτια
καί ράφια.21
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ἐδῶ, ὅσο σιγά κι ἄν περπατήσω μές στήν ἄχνα τῆς βραδιᾶς,
120εἴτε μέ τίς παντοῦφλες, εἴτε ξυπόλυτη,
κάτι θά τρίξει, — ἕνα τζάμι ραγίζει ἤ κάποιος καθρέφτης,
κάποια βήματα ἀκούγονται, — δέν εἶναι δικά μου.
Ἔξω, στό δρόμο μπορεῖ νά μήν ἀκούγονται τοῦτα τά βήματα, —
ἡ μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, — 
125κι ἄν κάνεις νά κοιτάξεις σ' αὐτόν ἤ στόν ἄλλον καθρέφτη,
πίσω ἀπ' τή σκόνη καί τίς ραγισματιές,

διακρίνεις πιό θαμπό καί πιό τεμαχισμένο τό πρόσωπό σου,
τό πρόσωπό σου πού ἄλλο δέ ζήτησες στή ζωή παρά νά τό κρατήσεις
καθάριο κι ἀδιαίρετο. 
Τά χείλη τοῦ ποτηριοῦ γυαλίζουν στό φεγγαρόφωτο
130σάν κυκλικό ξυράφι — πῶς νά τό φέρω στά χείλη μου;
ὅσο κι ἄν διψῶ, — πῶς νά τό φέρω; — Βλέπεις;
ἔχω ἀκόμη διάθεση γιά παρομοιώσεις, — αὐτό μοῦ ἀπόμεινε,
αὐτό μέ βεβαιώνει ἀκόμη πώς δέ λείπω.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
135Φορές-φορές, τήν ὥρα πού βραδιάζει, ἔχω τήν αἴσθηση
πώς ἔξω ἀπ' τά παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μέ τή γριά βαρειά
του ἀρκούδα25

μέ τό μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καί τριβόλια26
σηκώνοντας σκόνη στό συνοικιακό δρόμο
ἕνα ἐρημικό σύννεφο σκόνη πού θυμιάζει27τό σούρουπο 
140καί τά παιδιά ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιά τό δεῖπνο καί δέν τ' ἀφήνουν
πιά νά βγοῦν ἔξω 
μ' ὅλο πού πίσω ἀπ' τούς τοίχους μαντεύουν τό περπάτημα τῆς γριᾶς
ἀρκούδας —
κ' ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μές στή σοφία τῆς μοναξιᾶς της,
μήν ξέροντας γιά ποῦ καί γιατί — 
ἔχει βαρύνει, δέν μπορεῖ πιά νά χορεύει στά πισινά της πόδια
δέν μπορεῖ νά φοράει τή δαντελένια σκουφίτσα της νά διασκεδάζει τά
παιδιά, τούς ἀργόσχολους, τούς ἀπαιτητικούς,
145καί τό μόνο πού θέλει εἶναι νά πλαγιάσει στό χῶμα
ἀφήνοντας νά τήν πατᾶνε στήν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τό τελευταῖο
παιχνίδι της,
δείχνοντας τήν τρομερή της δύναμη
τήν ἀνυπακοή της στά συμφέροντα τῶν ἄλλων, στούς κρίκους τῶν
χειλιῶν της, στήν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της, 
τήν ἀνυπακοή της στόν πόνο καί στή ζωή
150μέ τή σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου — ἔστω κ' ἑνός ἀργοῦ θανάτου —
τήν τελική της ἀνυπακοή στό θάνατο μέ τή συνέχεια καί τή γνώση
τῆς ζωῆς
πού ἀνηφοράει μέ γνώση καί μέ πράξη πάνω ἀπ’ τή σκλαβιά της.

Μά ποιός μπορεῖ νά παίξει ὥς τό τέλος αὐτό τό παιχνίδι;
Κ' ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καί πορεύεται 
155ὑπακούοντας στό λουρί της, στούς κρίκους της, στά δόντια της,
χαμογελώντας μέ τά σκισμένα χείλη της στίς πενταροδεκάρες πού τῆς
ρίχνουνε τά ὡραῖα κι ἀνυποψίαστα παιδιά
(ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα)
καί λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες πού γεράσανε
τό μόνο πού ἔμαθαν νά λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ. 
160Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τοῦτο τό σπίτι μέ πνίγει. Μάλιστα ἡ κουζίνα
εἶναι σάν τό βυθό τῆς θάλασσας. Τά μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν
σά στρογγυλά, μεγάλα μάτια ἀπίθανων ψαριῶν,
τά πιάτα σαλεύουν ἀργά σάν τίς μέδουσες,
165φύκια κι ὄστρακα πιάνονται στά μαλλιά μου — δέν μπορῶ νά τά
ξεκολλήσω ὕστερα, 
δέν μπορῶ ν' ἀνέβω πάλι στήν ἐπιφάνεια —
ὁ δίσκος μοῦ πέφτει ἀπ' τά χέρια ἄηχος, — σωριάζομαι —
καί βλέπω τίς φυσαλίδες ἀπ' τήν ἀνάσα μου ν' ἀνεβαίνουν, ν' ανεβαίνουν
καί προσπαθῶ νά διασκεδάσω κοιτάζοντάς τες
170κι ἀναρωτιέμαι τί θά λέει ἄν κάποιος βρίσκεται ἀπό πάνω καί βλέπει
αὐτές τίς φυσαλίδες,
τάχα πώς πνίγεται κάποιος ἤ πώς ἕνας δύτης ἀνιχνεύει τούς βυθούς;

Κι ἀλήθεια δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού ἀνακαλύπτω ἐκεῖ, στό βάθος
τοῦ πνιγμοῦ,
κοράλλια καί μαργαριτάρια καί θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
ἀπρόοπτες συναντήσεις, καί χτεσινά καί σημερινά καί μελλούμενα,
175μιάν ἐπαλήθευση σχεδόν αἰωνιότητας,
κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο ἀθανασίας, ὅπως λένε,
μιάν εὐτυχία, μιά μέθη, κ' ἐνθουσιασμόν ἀκόμη,
κοράλλια καί μαργαριτάρια καί ζαφείρια·
μονάχα πού δέν ξέρω νά τά δώσω — ὄχι, τά δίνω· 
180μονάχα πού δέν ξέρω ἄν μποροῦν νά τά πάρουν — πάντως ἐγώ
τά δίνω.32
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Μιά στιγμή, νά πάρω τή ζακέτα μου.
Τοῦτο τόν ἄστατο καιρό, ὅσο νἆναι, πρέπει νά φυλαγόμαστε.
Ἔχει ὑγρασία τά βράδια, καί τό φεγγάρι
185δέ σοῦ φαίνεται, ἀλήθεια, πώς ἐπιτείνει τήν ψύχρα;33

Ἄσε νά σοῦ κουμπώσω τό πουκάμισο — τί δυνατό τό στῆθος σου,
— τί δυνατό φεγγάρι, — ἡ πολυθρόνα, λέω — κι ὅταν σηκώνω τό
φλιτζάνι ἀπ' τό τραπέζι
μένει ἀπό κάτω μιά τρύπα σιωπή, βάζω ἀμέσως τήν παλάμη μου
ἐπάνω
νά μήν κοιτάξω μέσα, — ἀφήνω πάλι τό φλιτζάνι στή θέση του· 
190καί τό φεγγάρι μιά τρύπα στό κρανίο τοῦ κόσμου — μήν κοιτάξεις
μέσα,
εἶναι μιά δύναμη μαγνητική34 πού σέ τραβάει — μήν κοιτάξεις, μήν
κοιτᾶχτε,

ἀκοῦστε με πού σᾶς μιλάω — θά πέσετε μέσα. Τοῦτος ὁ ἴλιγγος
ὡραῖος, ἀνάλαφρος — θά πέσεις, —
ἕνα μαρμάρινο πηγάδι τό φεγγάρι,
195ἴσκιοι σαλεύουν καί βουβά φτερά,35 μυστηριακές φωνές — δέν τίς ἀκοῦτε;
Βαθύ-βαθύ τό πέσιμο,36
βαθύ-βαθύ τό ἀνέβασμα,
τό ἀέρινο ἄγαλμα κρουστό μές στ' ἀνοιχτά φτερά του,37
βαθειά-βαθειά ἡ ἀμείλικτη εὐεργεσία τῆς σιωπῆς, — 
200τρέμουσες φωταψίες τῆς ἄλλης ὄχθης, ὅπως ταλαντεύεσαι μές στό
ἴδιο σου τό κύμα,
ἀνάσα ὠκεανοῦ. Ὡραῖος, ἀνάλαφρος
ὁ ἴλιγγος τοῦτος, — πρόσεξε, θά πέσεις. Μήν κοιτᾶς ἐμένα,
ἐμένα ἡ θέση μου εἶναι τό ταλάντευμα — ὁ ἑξαίσιος ἴλιγγος. Ἔτσι κάθε
ἀπόβραδο
ἔχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.
205Συχνά πετάγομαι στό φαρμακεῖο ἀπέναντι γιά καμμιάν ἀσπιρίνη,
ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καί μένω μέ τόν πονοκέφαλό μου
ν' ἀκούω μές στούς τοίχους τόν κούφιο θόρυβο πού κάνουν οἱ σωλῆνες
τοῦ νεροῦ,
ἤ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη,
ξεχνιέμαι κ' ἑτοιμάζω δυό — ποιός νά τόν πιεῖ τόν ἄλλον; — 
210ἀστεῖο ἀλήθεια, τόν ἀφήνω στό περβάζι νά κρυώνει
ἤ κάποτε πίνω καί τόν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ' τό παράθυρο τόν πράσινο
γλόμπο τοῦ φαρμακείου 
σάν τό πράσινο φῶς ἑνός ἀθόρυβου τραίνου πού ἔρχεται νά μέ πάρει
μέ τά μαντίλια μου, τά στραβοπατημένα μου παπούτσια, τή μαύρη
τσάντα μου, τά ποιήματά μου,
χωρίς καθόλου βαλίτσες — τί νά τίς κάνεις; 
215Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ἄ, φεύγεις; Καληνύχτα. Ὄχι, δέ θἄρθω. Καληνύχτα.
Ἐγώ θά βγῶ σέ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί, ἐπιτέλους, πρέπει
νά βγῶ ἀπ' αὐτό τό τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει νά δῶ λιγάκι πολιτεία,38 — ὄχι, ὄχι τό φεγγάρι — 
220τήν πολιτεία μέ τά ροζιασμένα χέρια της, τήν πολιτεία τοῦ μεροκάματου,
τήν πολιτεία πού ὁρκίζεται στό ψωμί καί στή γροθιά της
τήν πολιτεία πού ὅλους μᾶς ἀντέχει στή ράχη της
μέ τίς μικρότητές μας, τίς κακίες, τίς ἔχτρες μας,
μέ τίς φιλοδοξίες, τήν ἄγνοιά μας καί τά γερατειά μας, —
225ν' ἀκούσω τά μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας,
νά μήν ἀκούω πιά τά βήματά σου
μήτε τά βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καί τά δικά μου βήματα. Καληνύχτα. 
(Τό δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πώς κάποιο σύννεφο θἄκρυψε τό φεγγάρι. Μονομιᾶς, σάν κάποιο χέρι νά δυνάμωσε τό ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μιά πολύ γνωστή μουσική φράση. Καί τότε κατάλαβα πώς ὅλη τούτη τή σκηνή τή συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος»,39 μόνο τό πρῶτο μέρος. Ὁ Νέος θά κατηφορίζει τώρα μ' ἕνα εἰρωνικό κ' ἴσως συμπονετικό χαμόγελο στά καλογραμμένα χείλη του καί μ' ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θά φτάσει ἀκριβῶς στόν Ἅη-Νικόλα, πρίν κατέβει τή μαρμάρινη σκάλα, θά γελάσει, — ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τό γέλιο του δέ θ' ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ' τό φεγγάρι. Ἴσως τό μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τό ὅτι δέν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σέ λίγο ὁ Νέος θά σωπάσει, θά σοβαρευτεῖ καί θά πεῖ: «Ἡ παρακμή μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θά ξεκουμπώσει πάλι τό πουκάμισό του καί θά τραβήξει τό δρόμο του. Ὅσο γιά τή γυναίκα μέ τά μαῦρα, δέν ξέρω ἄν βγῆκε τελικά ἀπ' τό σπίτι. Τό φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καί στίς γωνιές τοῦ δωματίου οἱ σκιές σφίγγονται ἀπό μιάν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν ὀργή, ὄχι τόσο γιά τή ζωή, ὅσο γιά τήν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; Τό ραδιόφωνο συνεχίζει):
ΑΘΗΝΑΙ, Ἰούνιος 1956