Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦροστΡ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦροστΡ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

Ξημέρωσε και νοσταλγώ εκείνες που δεν είμαι



Του Ελύτη «χειμώνα ελάχιστε»:
«...λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο,
Xειμώνα ελάχιστε.....
H ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς
Kαι στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ' ένα μικρό τριζόνι
κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Aνέλπιστου...»

Διάβαζα ως τώρα, με πόρτες ανοιχτές, νύχτα ζεστή καλοκαιρινή μα κατάμαυρη με ουρανό γεμάτο αστέρια.
Τώρα τα χρώματα, ενώ λάμπει στην ανατολή η Αφροδίτη και στο φιδωτό δρόμο ως τη θάλασσα ακόμα δεν έσβησαν οι λάμπες.

Η μεγάλη απεργία σήμερα. Παλιότερα παραμονή απεργίας η Ελλάδα ξενυχτούσε- ήταν άλλη μια ευκαιρία για γλέντια έτσι που δεν είχε πρωινό ξύπνημα. Απόψε όμως όλα ήταν σκοτεινά, δεν πέρασε ούτε ένα μηχανάκι με ξενύχτηδες, ούτε τραγούδια δυνατά από περαστικά αυτοκίνητα μακριά στο δρόμο. Μονάχα τρομαγμένα νυχτοπούλια και τα γαβγίσματα που αντηχούν και ξεσηκώνουν το δικό μου σκύλο.

Μ' αρέσει να διαβάζω όλη τη νύχτα, μ' αρέσει να βλέπω την ανατολή. Όμως μετά, αν ξημερώσει ωραία μέρα, μετανιώνω και προς στιγμήν με πιάνει νοσταλγία να ήμουν αυτή που δεν έγινα και να ξυπνούσα κάθε μέρα από νωρίς για βόλτες στο Γιαλό και γιόγκα πρωινή και τις δουλειές όλες εκείνες που αναβάλλω. Δε μου κρατάει πολύ, ξέρω τι μου αρέσει. Κι ακόμα  ξέρω ότι, αν ήμουν αυτή που δεν έγινα,  θα νοσταλγούσα να είχα γίνει αυτή που είμαι τώρα με τις ατέλειωτες δικές μου ήσυχες νύχτες. Γιατί έτσι είμαστε, πολλοί. Και μόνο εμείς τους ξέρουμε αυτούς τους άλλους που δε γίναμε και θα μας συντροφεύουν όλη τη ζωή μας λυπημένοι. Σ΄αυτούς δίνουμε λόγο για το κάθε σταυροδρόμι, κάθε δρομάκι απάτητο ή πολυσύχναστο που επιλέξαμε, για να μας φέρουν ως εδώ δρόμοι που πια επιστροφή δεν έχουν.

Δυό ποιήματα μαζί για πρωινό ίσως παραπάει αλλά οι σκέψεις μου, που ξεκίνησαν απ' τον Ελύτη, κατέληξαν στον Ρόμπερτ Φροστ και το 'Ο Δρόμος Που Δεν Πήρα', μετάφρασή μου από το Μπλε Βιβλίο μου και απ' όλα μου το πιο δημοφιλές στο blog. Δεν ξέρω πού βλέπουν αναφορές και το ψάχνουν, πάντως δεν περνά εβδομάδα που το Google να μη φέρει αναγνώστες που το ψάχνουν.

____________________________
Εικόνα
Πριν λίγο το ξημέρωμα από τον κήπο μου. Στο βάθος η Παράγκα και πιο βαθιά η Νάξος.
Ποίηση
Του Οδυσσέα Ελύτη: «Λακωνικόν», από τις  "Έξη και μία τύψεις για τον ουρανό"
Του Ρόμπερτ Φροστ (η μετάφρασή μου από το βιβλίο μου 'Ονειρο Μέσα Σε Όνειρο' και στο άλλο blog μου The Kastellakia Records όπου δέχομαι τον επισκέπτη στα πιο ψηλά πατώματα :

Robert Frost
                                                                                                                                              (1874-1963)
                  
Σ’ ένα κιτρινισμένο δάσος ήταν ένα σταυροδρόμι, και εγώ
Λυπόμουν που να πάρω και τους δυό τους δρόμους δε γινόταν,
Γιατί ένας ταξιδιώτης ήμουν, στάθηκα πολύ καιρό
Και κάτω κοίταζα τον ένα ως το μακρινό
Σημείο που έγερνε και μέσα στα χαμόκλαδα χανόταν.

Ύστερα, δίκαια κι ωραία, πήρα, αποφασισμένος,
Τον άλλο δρόμο, κι ίσως να ήτανε και τυχερό
Μια κι ήτανε απάτητος, χορταριασμένος·
Αν και εκεί μπροστά μου ήτανε φθαρμένος·
Στην αρχή τους ήταν όμοιοι και οι δυό.

Όμοιοι απλώνονταν μπροστά μου εκείνο το πρωί
Στα φύλλα επάνω ούτε βήμα δε φαινόταν να’ χει κάνει πίσω.
Ώ ! άφησα τον πρώτο για μια άλλη μέρα ! Επειδή
Όμως ήξερα πως ο ένας δρόμος σε άλλον οδηγεί
Αμφέβαλλα αν ποτέ μου θα μπορούσα να γυρίσω πίσω.

Σε κάποιο τόπο θα το λέω μετά από καιρό
Αναστενάζοντας χρόνια και χρόνια μετά:
Πως σ’ ένα δάσος ήταν ένα σταυροδρόμι, κι εγώ –
Πήρα τον δρόμο τον λιγότερο πεπατημένο, κι αυτό
Έκανε όλη τη διαφορά.



Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

'Ο Δρόμος που δεν πήρα' κι η άμμος που έφερε η βροχή

ανάποδος καιρός στο Γιαλό, 2004
        
 Καφέ βροχή τη νύχτα έφερε ο νοτιάς. Μας φέρνει της Αιγύπτου κλίμα είπε ο Mr Kastell, καθώς, ως Μαντάμ Νώε η Mme Kastell έστυβε τις πιο παχιές πετσέτες της που μούλιαζαν στο πρεβάζι.

Και με τη σκούπα ανά χείρας μέσα από τις χαραμάδες τον ένιωσα τον άνεμο της επανάστασης της άλλης της προαιώνιας (μόνη, με κύριο μακάριο επί καναπέ σαν μιά στα τότε που η σκούπα γίνεται σκουπόξυλο για μακρινά ταξίδια―αν με καταλαβαίνουν οι κυρίες).
Όμως μέχρι κιβωτού θα αντισταθούμε στα κοπλάν, (ή όπως λέγονται) εκείνα τα ακαλαίσθητα τα δήθεν, που περνούν και για "οικολογικά" επειδή τάχα εξοικονομούν ενέργεια ή σώζουν δάση.
Ώρα να το ξανασκεφτείτε. Οι πληροφορίες είναι παντού.
Τα δάση του Αμαζονίου δεν κόβονται για τα παράθυρά σας. Αντίθετα, πολύ πιο κοντά μας, καλλιεργούνται επί τούτου δένδρα για ξυλουργεία, ευεργετώντας χλωρίδα, πανίδα, όζον κι εργατική τάξη όσο και την αισθητική κουλτούρα όλων μας. Όσο για τα εργοστάσια που κατασκευάζουν τα ψευδο-οικολογικά κουφώματα ήδη έχουν μολύνει ποτάμια και χωριά (μακριά σας) κι όταν αλλάξει η μόδα και τα αλλάξετε θα μολύνουν και τη δική σας γειτονιά. 
Αν δε το σπίτι σας είναι παλιό σαν το δικό μου, η τιμή  του (δηλαδή η αξία του) κατακορύφως πέφτει με τα πλαστικά, τα βολικά και τάχα ανθεκτικά.
Πολλές επιλογές έχει καθένας στη ζωή του διότι όπως το είπε ο Ρόμπερτ Φροστ, «ο ένας δρόμος σ΄ άλλον οδηγεί» και ζούμε με τις επιλογές μας, τυχαίες συνήθως και, σε περιπτώσεις σαν τη δική μου με προτεραιότητα μάλλον αισθητικών κριτηρίων.
Διότι η δική μου επιλογή (μιά από τις λίγες για τις οποίες δε μετάνιωσα, μα αυτό είναι άλλη κουβέντα) ήταν η πολυτέλεια έναντι των ανέσεων. Luxury versus Comfort.
Γι αυτό, με αφορμή την καφετιά αιγυπτιακή βροχή, στύβοντας και βάζοντας στο πλυντήριο τις παχιές μυρωδάτες μου πετσέτες απαγγέλλω το αγαπημένο ποίημα του Robert Frost (που ελληνικά είναι στο Μπλε Βιβλίο* με τις μεταφράσεις μου).
Και επειδή θέλω να βγω να περπατήσω τώρα που κόπασε για λίγο η καταιγίδα σας μεταφέρω βιαστικά (αλλά με προσοχή) το αγγλικό πρωτότυπο..
                                 _______________________________________________




* Μπλέ Βιβλίο το 'Ονειρο μέσα σε όνειρο'  με μεταφράσεις  μου   

                                      
ή το πρωτότυπο:             
                                        
                                         Τhe Road Not Taken 
                                                                    by Robert Frost 
                                   Two roads diverged in a yellow wood,
                                    And sorry I could not travel both
                                 And be one traveler, long I stood
                                And looked down one as far as I could
                                To where it bent in the undergrowth;
                  Then took the other, as just as fair

And having perhaps the better claim,

Because it was grassy and wanted wear;

                 Though as for that, the passing there

         Had worn them really about the same,
               And both that morning equally lay

In leaves no step had trodden black 
Oh, I kept the first for another day!

            Yet knowing how way leads on to way,
 
I doubted if I should ever come back.
                           I shall be telling this with a sigh

Somewhere ages and ages hence:
 two roads diverged in a wood, and I --
 
I took the one less traveled by,
  
                          And that has made all the difference.
                                         

  Κατασκοπεύστε μας: Μύκονοs live