Κωμικό σήμερα το πρωί. Έχω τη συνήθεια με τον καφέ, αν είμαι μόνη, να διαβάζω στίχους ή τη Βίβλο. Σκόρπια κι ανάκατα κι όχι επιλεγμένα, συνήθως ανοίγοντας τυχαία― μια μορφή δική μου βιβλιομαντείας.
Περιμένοντας λοιπόν το γουργούρισμα της καφετιέρας σήμερα πρώτο πρωί στην Αθήνα διάβασα, (Πράξεις των Αποστόλων) ότι ο Απόστολος Παύλος όταν έφτασε στην Αθήνα πολύ δυσαρεστήθηκε που βρήκε την πόλη γεμάτη ηλίθιους. Θυμόμουν βέβαια πως τη βρήκε σε παρακμή διότι (κατά τη Βίβλο παρουσιάζεται ως μειονέκτημα) οι Αθηναίοι δεν έκαναν άλλο από το να συζητούν ιδέες.
Κι ο νους μου στράφηκε στη σημερινή κατάρρευση, με διαμερίσματα κλειστά εγκαταλελειμμένα, με νεύρα των κατοίκων και γκρεμίδια.
Σα χθες το βράδυ που σέρνοντας τη βαλίτσα μου (κλειστή η είσοδός μου διότι ένα χρόνο τώρα έρχονται δυο (2) εργάτες καθημερινά και παίζουν με ένα τρυπάνι για να φτιάξουν το μετρό) με πλησίασε ένας κύριος υπερήλιξ να μου πει ότι έρχεται η Συντέλεια.
Αθήνα μου αγαπημένη απορώ.
Πού πήγαν τα περίπτερα; Εκτός από πρακτικότατα ήταν πάντα κι ένα τοπικό χρώμα της Αθήνας.
Πού είναι τα δένδρα; Ένας γερανός με δυό εργάτες ξεκουφαίνει χρόνια και αποψιλώνει κάθε πλατεία και παρκάκι και κάθε παρτέρι που είχε την τύχη να έχει ένα ψηλό δέντρο, φωλιά πουλιών, που ομόρφαινε τη θέα μας κι έκρυβε «σκηνές καθημερινής ζωής με μπουγάδα» της απέναντι πολυκατοικίας.
Και μέσ’ το χάος θεοπάλαβοι κηρύσσουν στις λεωφόρους πως το είπαν οι πατέρες Αγιορείτες και για καταστροφή του κόσμου.
―Εσάς κι εμένα τι μας νοιάζει, θα έχουμε πεθάνει, απάντησα στον κύριο που με έψελνε. Μα επέμεινε, ως νέος Άγιος Παύλος, να με ενημερώσει για Αγιορείτες κι άλλα συνωμοσιολογικά και παπαδίστικα που ίσως αυτά, λέω τώρα, ασυνείδητα, με έκαναν να ανοίξω το πρωί τις Πράξεις Αποστόλων για να διαβάσω την επίσκεψη του Παύλου στην Αθήνα.
Μονάχα που.
Μονάχα που, σερβίροντας καφέ λιγάκι λογικεύτηκα και είπα να το ξαναδώ διότι δεν το θυμόμουν έτσι ακριβώς και ας μου ταίριαζε. Το έψαξα ελληνικά λοιπόν και στο πρωτότυπο όπου, βεβαίως, όπως και εσείς θυμάστε, για είδωλα μιλά, τα αγάλματα που ακόμα αγαπάμε και θαυμάζουμε οπότε είπα να ξαναδιαβάσω για τους ηλιθίους.
Διότι, όπως θα μαντέψατε, σε κρίση ηλιθιότητας δεν είναι οι Αθηναίοι αλλά εγώ. Η Βίβλος που έτυχε να ανοίξω ήταν αγγλιστί και δίχως τα γυαλιά μου το πρωί διάβασα (όπως με έχει προειδοποιήσει ο καλός γιατρός μου ο Φρόυντ) αυτό που ήθελα κι όχι αυτό που είδα: idols είδε ο Παύλος, idiots εγώ. Και πόση διαφορά ένα σύμφωνο.
Δίδαγμα σημερινό λοιπόν: Διπλοτσεκάρουμε, ιδίως ό,τι μας πολυταιριάζει διότι έχει λάκκους ύπουλους η φάβα του ερευνητή.
Σας παραθέτω το απόσπασμα, από τις Πράξεις Αποστόλων για να το χαρείτε κι εσείς (Απόλαυσή μου εκεί που οι Επικούρειοι αναρωτιούνται τι είναι αυτός; Ένα που λέει για ξένους Θεούς και ως καλλιεργημένοι άνθρωποι ενδιαφέρονται να μάθουν τι καινούργιο φέρνει. Ενδιαφέρον επίσης, φεμινιστικά, σε όλες τις Πράξεις που προς ‘Άνδρες’ πάντα αρχίζει η ομιλία κι ας είναι πολύ συχνά γυναίκες που ακολουθούν στο τέλος- μα αυτό για άλλη κουβέντα.
Καλημέρα και Καλώς σας βρήκα!
ΠΡΑΞΕΙΣ 17
Ἐν δὲ ταῖς Ἀθήναις ἐκδεχομένου αὐτοὺς τοῦ Παύλου, παρωξύνετο τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ θεωροῦντι κατείδωλον οὖσαν τὴν πόλιν.
Πραξ. 17,16 Ενώ δε ο Παύλος επερίμενε αυτούς εις τας Αθήνας, εξερεθίζετο το πνεύμα του, διότι έβλεπετην πόλιν να είναι γεμάτη είδωλα.
Πραξ. 17,17 διελέγετο μὲν οὖν ἐν τῇ συναγωγῇ τοῖς Ἰουδαίοις καὶ τοῖς σεβομένοις καὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ κατὰ πᾶσαν ἡμέραν πρὸς τοὺς παρατυγχάνοντας.
Πραξ. 17,17 Συζητούσε λοιπόν επί του θέματος αυτού εις την συναγωγήν με τους Ιουδαίους και με τουςπροσηλύτους Ελληνας, που εσέβοντο τον Θεόν, και με όσους συναντούσε κάθε ημέραν εις την αγοράν.
Πραξ. 17,18 τινὲς δὲ τῶν Ἐπικουρείων καὶ τῶν Στωϊκῶν φιλοσόφων συνέβαλλον αὐτῷ, καί τινες ἔλεγον· τί ἂν θέλοι ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν; οἱ δέ· ξένων δαιμονίων δοκεῖ καταγγελεὺς εἶναι· ὅτι τὸν Ἰησοῦν καὶ τὴν ἀνάστασιν εὐηγγελίζετο αὐτοῖς.
Πραξ. 17,18 Μερικοί δε από τους Επικουρείους και τους Στωϊκούς φιλοσόφους συζητούσαν με αυτόν. Και μερικοί άλλοι έλεγαν· “τι θέλει να μας πη αυτός ο διαδοσίας;” Αλλοι δε έλεγαν· “φαίνεται ότι κηρύττειξένας και αγνώστους θεότητας”. Αυτό δε το έλεγαν, διότι ο Παύλος εκύρυττε εις αυτούς τον Ιησούν καιτην ανάστασιν.
Πραξ. 17,19 ἐπιλαβόμενοί τε αὐτοῦ ἐπὶ τὸν Ἄρειον πάγον ἤγαγον λέγοντες· δυνάμεθα γνῶναι τίς ἡ καινὴ αὕτη ἡ ὑπὸ σοῦ λαλουμένη διδαχή;
Πραξ. 17,19 Και αφού τον επήραν, τον έφεραν στον Αρειον Παγον και του είπαν· “ημπορούμεν να μάθωμεν ποιά είναι αυτή η νέα διδασκαλία, την οποίαν κηρύττεις;
Πραξ. 17,20 ξενίζοντα γάρ τινα εἰσφέρεις εἰς τὰς ἀκοὰς ἡμῶν· βουλόμεθα οὖν γνῶναι τί ἂν θέλοι ταῦτα εἶναι.
Πραξ. 17,20 Διότι εκαταλάβαμε, ότι κάτι παράδοξα πράγματα βάζεις εις τα αυτιάμας· θέλομεν να μάθωμεν, τι τάχα είναι αυτά”.
Πραξ. 17,21 Ἀθηναῖοι δὲ πάντες καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες ξένοι εἰς οὐδὲν ἕτερον εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν καινότερον.
Πραξ. 17,21 Εζήτησαν δε να μάθουν, διότι οι Αθηναίοι και όλοι οι ξένοι, που έμενανεις τας Αθήνας, δια τίποτε άλλο δεν είχαν καιρόν, παρά μόνον δια να λέγουν και ναακούουν νεώτερα.
Πραξ. 17,22 Σταθεὶς δὲ ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ Ἀρείου πάγου ἔφη· ἄνδρες Ἀθηναῖοι, κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ.
Πραξ. 17,22 Αφού εστάθηκε ο Παύλος εν μέσω του Αρείου Παγου είπε· “άνδρεςΑθηναίοι, εγώ σας θεωρώ ως τους περισσότερον θρήσκους από τους άλλουςανθρώπους.
Πραξ. 17,23 διερχόμενος γὰρ καὶ ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο, ἀγνώστῳ Θεῷ. ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν.
Πραξ. 17,23 Διότι, καθώς επερνούσα τους δρόμους της πόλεώς σας και έβλεπα μεπροσοχήν τα ιερά, που σέβεσθε, ευρήκα και ένα βωμόν, στον οποίον ήτο χαραγμένη ηεπιγραφή· Εις τον άγνωστον Θεόν. Αυτόν λοιπόν τον οποίον σέβεσθε χωρίς να τονγνωρίζετε, αυτόν εγώ κηρύττω εις σας.
Πραξ. 17,24 ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν κόσμον καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ, οὗτος οὐρανοῦ καὶ γῆς Κύριος ὑπάρχων οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ,
Πραξ. 17,24 Ο Θεός, ο οποίος έκαμε τον κόσμον και όλα όσα υπάρχουν εις αυτόν, αυτός υπάρχει απόλυτος κύριος του ουρανού και της γης και δεν κατοικεί εις ναούς, που τους κατασκευάζουν τα χέρια των ανθρώπων.
Πραξ. 17,25 οὐδὲ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αὐτὸς διδοὺς πᾶσι ζωὴν καὶ πνοὴν καὶ τὰ πάντα·
Πραξ. 17,25 Ούτε και υπηρετείται από τα χέρια ανθρώπων, σαν να έχη ανάγκην απόκάτι. Δεν έχει ανάγκην από τίποτε, εξ αντιθέτου δε δίδει εις όλα ζωήν και αναπνοήν καιόλα όσα τους χρειάζονται δια την συντήρησίν των.
Πραξ. 17,26 ἐποίησέ τε ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν,
Πραξ. 17,26 Αυτός έκαμε από ένα αίμα όλα τα έθνη των ανθρώπων, να κατοικούνστο πρόσωπον της γης και ώρισε δια τον καθένα από αυτά προσδιωρισμένους καιρούςεμφανίσεως και ζωής, όπως επίσης και τα σύνορα της κατοικίας των.
Πραξ. 17,27 ζητεῖν τὸν Κύριον, εἰ ἄρα γε ψηλαφήσειαν αὐτὸν καὶ εὕροιεν, καί γε οὐ μακρὰν ἀπὸ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα.
Πραξ. 17,27 Τους ενεφύτευσε δε τον πόθον να αναζητούν πάντοτε τον Κυριον, μήπωςκαι θα κατώρθωναν να τον ψηλαφήσουν και να τον εύρουν, αν και αυτός υπάρχη πολύκοντά στον καθένα από ημάς.
Πραξ. 17,28 ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ᾿ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι· τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν.
Πραξ. 17,28 Διότι μέσα εις την θείαν αυτού παρουσίαν και αγαθότητα ζώμεν καικινούμεθα και υπάρχομεν, όπως και μερικοί από τους ποιητάς σας έχουν πει. Διότιείμεθα ιδικόν του γένος, πλασθέντες από αυτόν κατ' εικόνα αυτού και καθ' ομοίωσιν.
Πραξ. 17,29 γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ ἢ λίθῳ, χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τὸ θεῖον εἶναι ὅμοιον.
Πραξ. 17,29 Εφ' οσον λοιπόν είμεθα γένος του Θεού, δεν πρέπει να νομίζωμεν ότι ηθεότης είναι ομοία με χρυσόν η με άργυρον η με μάρμαρον, με αγάλματα δηλαδή πουέχουν χαραχθή με τέχνην και σύμφωνα με τας καλλιτεχνικάς επινοήσστου ανθρώπου.
Πραξ. 17,30 τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεὸς τανῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν,
Πραξ. 17,30 Τωρα λοιπόν ο Θεός, μακρόθυμος καθώς είναι, αφήκε τους χρόνουςαυτούς της αγνοίας και ειδωλολατρίας των ανθρώπων και παραγγέλει εις όλους τουςανθρώπους πανταχού της γης να μετανοήσουν.
Πραξ. 17,31 διότι ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε, πίστιν παρασχὼν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν.
Πραξ. 17,31 Διότι ώρισεν ημέραν, κατά την οποίαν μέλλει να κρίνη όλην τηνοικουμένην με δικαιοσύνην δια μέσου ενός ανδρός, τον οποίον ο ίδιος ώρισε κριτήν καιτον επρόβαλε εις όλους με αδιαφιλονίκητον απόδειξιν και κύρος, αναστήσας αυτόν εκνεκρών”.
Πραξ. 17,32 ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον· ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου.
Πραξ. 17,32 Οταν όμως ήκουσαν δι' ανάστασιν νεκρών, άλλοι μεν τον ενέπαιζαν, άλλοι δε του είπαν· “θα σε ακούσωμεν και πάλιν δια το ζήτημα αυτό”.
Πραξ. 17,33 καὶ οὕτως ὁ Παῦλος ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν.
Πραξ. 17,33 Ετσι δε, αφού είπε και ήκουσε αυτά ο Παύλος, ανεχώρησε από τονΑρειον Παγον εκ μέσου αυτών.
Πραξ. 17,34 τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς.
Πραξ. 17,34 Μερικοί όμως άνθρωποι προσκολλήθηκαν εις αυτόν και τονηκολούθησαν με εμπιστοσύνην και επίστευσαν στο κήρυγμά του. Μεταξύ δε αυτών ήτοκαι ο Διονύσιος ο Αεροπαγίτης και κάποια γυναίκα, ονόματι Δαμαρις, και μερικοίάλλοι μαζή με αυτούς.
ΠΡΑΞΕΙΣ 18
Πραξ. 18,1 Μετὰ δὲ ταῦτα χωρισθεὶς ὁ Παῦλος ἐκ τῶν Ἀθηνῶν ἦλθεν εἰς Κόρινθον·
Πραξ. 18,1 Επειτα δε από αυτά ανεχώρησε ο Παύλος από τας Αθήνας και ήλθε ειςτην Κορινθον.
_______________________________________________________
Εικόνες
-Δάφνη ράβει, λάδι του Κυρίου Kastell
-Μύκονος, πλοίο προς Ραφήνα
Αθήνα μου.
Συνέδριο αλλά και ευκαιρία να δω αγαπημένους.