Θα έχετε ακούσει το παλιό αστείο ότι ο Μεταξάς την ιστορική νύχτα απάντησε στον Γκράτσι με ένα ΝΑΙ
που ο Γκράτσι μην ξέροντας ελληνικά άκουσε NON. Ήταν ο τρόπος
του λαού να ερμηνεύσει το φαινομενικά ακατανόητο ΟΧΙ του γερμανοτραφούς και γερμανολάτρη
δικτάτορα Μεταξά. Διότι οι λαοί έχουν πάντα την τάση να ερμηνεύουν τις πράξεις των
πολιτικών ψάχνοντας στα ιδεολογικά κριτήρια παρότι η Ιστορία ξανά και ξανά αποδεικνύει
ότι οι ιδεολογίες είναι για λαϊκή κατανάλωση αφού οι πόλεμοι γίνονται για το χρήμα.
Πια το γνωρίζουμε ότι ο Μεταξάς,
σε προσωπικό
επίπεδο, ένιωθε ταπεινωμένος αφού δεν ήταν
μια η φορά που είχε φανεί πόσο δεν τον υπολόγιζαν οι Γερμανοί για τον ισότιμό
τους άρχοντα που φαντασιωνόταν ότι ήταν. Σε πολιτικό επίπεδο τι θα γινόταν ήταν
προκαθορισμένο, το όριζε εξ αρχής―τι άλλο;―το Χρέος της Ελλάδας προς την Αγγλία.
Ο διάλογος που διεξήχθη λοιπόν
εκείνο το ξημέρωμα που ο Γκράτσι επισκέφθηκε το σπίτι του Μεταξά έχει ως εξής
(επιβεβαιωμένος από την κόρη Μεταξά):
Ο αγουροξυπνημένος δικτάτωρ διάβασε
το τελεσίγραφο που του επέδωσε αυτοπροσώπως ο Ιταλός Πρέσβης και είπε γαλλιστί:
―«Alors, c'est la
guerre»
(Λοιπόν, έχουμε πόλεμο).
― «Pas nécessaire,
mon excellence.»
(Δεν είναι απαραίτητο εξοχότατε)
απάντησε ο Γκράτσι.
― «Non, c'est
nécessaire»
(Όχι, είναι
απαραίτητο.)
―Vous êtes les plus forts
(Είστε πιο δυνατοί.)
(Είστε πιο δυνατοί.)
Αυτή η βραδιά με όσα ακολούθησαν― τα κρυοπαγήματα, το έπος, το 'Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας', την Κατοχή, την πείνα, τον όχι επαρκώς αναγνωρισμένο απελευθερωτικό αγώνα του
ΕΛΑΣ, τον εμφύλιο και τους διωγμούς ίσως να έπρεπε να μας είχαν κάνει σοφότερους
και πασιφιστές. Δεν το βλέπω.
Το έχω ξαναπεί πως δεν παύω να εντυπωσιάζομαι που, πολύ ιδιότυπα, γιορτάζουμε αρχές πολέμων κι όχι τέλος όπως άλλα κράτη. Ίσως διότι εδώ οι πόλεμοί μας δεν τελείωσαν με νίκες κι οι ηρωισμοί μας οι πραγματικοί δεν είχαν
θεατές.
Ξανά λοιπον σε τούτη την επέτειο οι φιλοπόλεμοι και φαύλοι ας θριαμβεύουν και ας καπηλεύονται με παρελάσεις και λογίδρια σε εξέδρες αλλά εμείς εδώ ας θρηνούμε τους νεκρούς κι όλο το μάταιο του να σπαταλάς ζωές και νιάτα για να πλουτίζουν εκείνοι
που θα κάνουν κάποτε ερήμην σου τη μοιρασιά.
Ας τα πενθήσουμε όλα αυτά με ένα παλιό τραγούδι και λίγους στίχους (το αγαπημένο μου απόσπασμα) από το Χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας.
Οδυσσέα Ελύτη
ΣT´
Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
Ήταν γερό παιδί·
Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του
H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Nα βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα...
Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
―Φωτιά στην άνομη φωτιά!―
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!
Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
Ήταν γερό παιδί·
Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του
H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Nα βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα...
Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
―Φωτιά στην άνομη φωτιά!―
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!
Και τραγουδάκι αφιερωμένο η ιταλική Ρετζινέλα-Καμπανιέλα που διασκευάστηκε από τον Γ. Οικονομίδη
και πρωτοτραγουδήθηκε ελληνικά από το Γούναρη και την τραγουδάμε ηρωικά ως 'Κορόιδο Μουσολίνι' μα έχει ταξιδέψει σε όλη τη γη, από επιτυχία του Τρυποκάρυδου στην Αμερική ως Τραγούδι της Κουζίνας
στη μεταπολεμική Κίνα.
Αφιερωμένα λοιπόν (διότι αρκετά σας έκανα την καρδιά περιβόλι):
Gracie Fields The
Woodpecker Song 1940
που έμεινε εβδομάδες στα αμερικάνικα charts
Κίνα 1959
______________________________
Εικόνα
«Το συνηθισμένο
σαλονάκι μιας μικροαστικής εξοχικής βιλλίτσας...με τα κακόγουστα καλά του πράγματα» περιγράφει ο Ιταλός Πρεσβης το δωμάτιο στο οποίο τον δέχθηκε ο Ιωάννης Μεταξάς.
Credits
Άσμα ηρωικό
και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας του Οδυσσέα Ελύτη στο snhell.
Για το 'Κορόιδο Μουσολίνι' απολαυστική η έρευνα του Νίκου Σαραντάκου.