«Καθένας σκοτώνει ό,τι αγαπά»
Όσκαρ Γουάιλντ
Σπίτι χθες το βράδυ κι είχα πολλές διαδικτυακές συναντήσεις ως αργά (λόγω διαφοράς ώρας συχνά αρχίζω μεσημέρι ως 10-11 το βράδυ).
Με μια τεκίλα με παγάκια («40 βαθμοί κι έχω παγάκια στο τσάι μου» δικαιολογήθηκα για το γυάλινο ποτήρι).
Κι ύστερα βγήκα στην αυλή και, σα πρώτη φορά, ξαναμαγεύτηκα.
Κι ανέβασα τη φωτογραφία τής πάνω αυλής με το κλασικό σχήμα Γ που έχει τη μακριά πλευρά κόντρα στο βοριά με μικρά παράθυρα που εξαερίζουν σα κλιματιστικό, ενώ από την άλλη ξύλινες «αλεόπορτες» (διπλές δηλαδή) και παράθυρα παραδοσιακά.
Μοιράζομαι την εικόνα κι έχει πάντα ανταπόκριση (όσο και τα γυμνά κι ημίγυμνα) μα θέλω να δικαιολογηθώ διότι δεν το κάνω για κομπασμό. Το κάνω για να δείξω πως γίνεται. Ναι, δεν είναι εύκολο. Ο ασβέστης θέλει συχνά περάσματα όπως κι η τσιμεντοκονία στις αυλές, τα ξύλινα κουφώματα φθείρονται γρήγορα στο κλίμα των νησιών.
Μα η αγάπη δεν είναι λόγια, η αγάπη είναι πράξεις. Θυμάμαι όταν αγόραζα το «χωριό» αυτό από μια οικογένεια σκηνοθέτιδας με γιαγιά συγγραφέα γνωστή καθηγήτρια στη Σορβόννη, μια οικογένεια που εκτός μπάνιου και μιας μετατροπής κι ένωσης του πρώην στάβλου με το κυρίως δεν είχε πειράξει τίποτε από το 1970 που το απέκτησε. Ένας παραδοσιακός μικρόκοσμος, μια «αρχιτεκτονική στα μέτρα του ανθρώπου» όπως έλεγαν ο Κωνσταντινίδης κι ο Le Corbusier, με μια ελιά, μια αμυγδαλιά, ένα αμπελάκι, ένα πηγάδι (ξερό πλέον), μια στέρνα και καλαμιώνα κυκλικό γύρω απ’ το αλωνάκι. Το λάτρεψα.
Θυμάμαι τι ακούγαμε. Ήδη από τότε (πριν το 2000) γνωστοί και άγνωστοι μας έβλεπαν σαν αθεράπευτα ρομαντικούς ηλίθιους. Η συμβουλή ήταν το αντίθετο: Πας κάπου μακριά (όχι 5 λεπτά με τα πόδια από διάσημες παραλίες), αγοράζεις 4 στρέμματα (και παρά κάτι δε χάθηκε ο κόσμος), χτίζεις 2 ‘τσιμεντένιες ‘δυόροφες βίλες’ μ’ έναν ακόμα όροφο υπόσκαφο να ανοιχτεί μετά, νοικιάζεις τη μια, βγάζεις τα έξοδα κι ύστερα την πουλάς τριπλά.
Δεν το κάναμε. Συνειδητά πληρώσαμε όσο άξιζε αυτό που εμείς κρίνουμε πολυτέλεια αληθινή: την ομορφιά, την παράδοση, την καλή ‘θέση’.
Δεν ήμασταν Μυκονιάτες να πρέπει να βρούμε λύση οικονομική και πρακτική να ζήσουμε στον τόπο της οικογένειάς μας, ξένοι ήμασταν, τίποτε δε μας καλούσε εδώ παρά η αγάπη. Δικαιολογία να καταστρέψουμε τη φύση για το χρήμα ή την επίδειξη δεν έβλεπα και δε βλέπω.
«Καθένας σκοτώνει ό,τι αγαπά» έγραφε ο Όσκαρ Γουάιλντ κι ήταν φορές που προσπάθησα να δω κάποιους έτσι. Μα αγάπη δεν έχω δει ως σήμερα. Οι πιο πολλοί που τότε με συμβούλευαν πούλησαν κι έφυγαν. Εμείς μείναμε. Σ’ ένα δικό μας ζωντανό παραδεισάκι μέσα στη σήψη.
________________
H άλλη πλευρά:
https://www.efsyn.gr/themata/thema-tis-efsyn/396860_ohi-sti-mykonopoiisi-nai-stin-topikotita
Αξίζει να διαβάσει κανείς τι λέγαμε στην ΚΕΠΟΜ (Κίνηση Ενεργών Πολιτών Μυκόνου) από το 2017 διότι, όπως λένε στη Μύκονο: «εκείνα φέραν τούτα»: https://kepom.wordpress.com/tag/πάνορμος/
Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016
Στη Μύκονο για τον Πάνορμο https://daphnechronopoulou.blogspot.com/2016/02/blog-post_12.html
Ήδη από το 2016 έκρουαν τον κώδωνα οι Πολεοδόμοι για τα αυθαίρετα τσιμεντώματα του επιχειρηματία ενώ εμείς στην ΚΕΠΟΜ (Κίνηση Ενεργών Πολιτών) αντιδρούσαμε και (πού να ξέραμε τι μάς περίμενε στο νησί) εκφράζοντας ανησυχία για να «να αποκατασταθεί άμεσα η ζημιά».
_________________________________________