|
|
|
|
Αφίχθη. Η Καγκέλω του Δημήτρη Μανιάτη.
Δώδεκα διηγήματα κι ένα τραγούδι.
«Χάρε μαύρε και μπινέ που φρενάρεις παλικάρια...»
12 εσωτερικοί μονόλογοι σε πρώτο αυτοβιογραφούμενο πρόσωπο, σε γλώσσα λιτή και πυκνή, στη γλώσσα της μαγκιάς που, ταυτόχρονα, σπαστή και με υπονοούμενα, είναι κι η γλώσσα των νοερών μονόλογων, η γλώσσα που μιλάμε εντός στο μόνο πρόσωπο επί γης που δε ζητά εξηγήσεις.
Πορτραίτα ανδρών, πορτραίτα του ποτού, του ξενυχτιού, των χαμένων στα μπαρ της Αθήνας μα και Μυκόνου βέβαια.
Στιγμές.
Να πας στο μπάνιο «την ώρα που δυό κωλαράκηδες ναύτες χόρευαν.. ένα χασαποσέρβικο» και βγαίνοντας να έχεις μεταμορφωθεί σε Ανδρέα Παπανδρέου και να χαιρετάς «Ελληνικέ λαέ» τραπέζια ως το δικό σου.
Να είσαι «εξηνταπέντε, εκείνη πενήντα επτά» αλλά ίδια ολόιδια σαν τότε στην παραλία του Άγιου Σώστη στη Μύκονο, τώρα ξενοδοχείο Κάρλτον χωρίς λόγια, «ένας σάρκινος ανεξόφλητος λογαριασμός».
Και «η Καγκέλω, ρε», παλιά ιστορία (κάποιοι ακόμα κάτι θυμόμαστε), «οικοδόμος και πρώτη γκόμενα στη Χαβάη» που στηνόταν στα κάγκελα στο Σταθμό Πελοποννήσου «και την παίρνανε τα κωλόπαιδα στο όρθιο».
Και ντρόγκες, τριπάκια στο νησί που «έχει μπει ο διάβολος στο σπίτι και θα με σκοτώσει» λέει ο φίλος και τρέχει το Δελό απ’ την Άνω Μερά, παρατά τη δουλειά και καταριέται ο Μάρκος πίσω του «Κακό χρόνο νάχεις» (για μας που θυμόμαστε) μα «έτρεμε σαν το ψάρι» ο άλλος στο σπίτι στο Μαράθι και «φόραγε μια κελεμπία μπορντώ- καλέ, τι φοράει ο ζαβός;».
Και με όλα αυτά, τραγούδι, πάντα. Τραγούδια λαϊκά, «αυτός ο άνθρωπος αυτός», παλαμάκια να βαράει ο Κατσιφάρας. Και ο Στέλιος πάντα διαποτίζει διαπερνά. «Στα δέκα χρόνια απ’ το θάνατο του Στέλιου Καζαντζίδη, πήγα στο νεκροταφείο..» και χόρευε ο χοντρούλης ο παπάς «Μη μου λέτε γι’ αυτή». Αφού ως γνωστόν «οι οπαδοί του Καζαντζίδη έχουν καλύτερη φωνή από τους σημερινούς τραγουδιστές».
Άλλα δε λέω, διαβάστε το.
Δημήτρης Μανιάτης είναι αυτός.
_______________________________________________
'Η ΚΑΓΚΕΛΩ' του Δημήτρη Μανιάτη, Διηγήματα, Μετρονόμος
Πανσέληνος κόκκινη ανέτειλε απόψε με το ηλιοβασίλεμα. Τώρα μεσουρανεί ψηλά στο Νότο.
Στην αυλή, δε μου κάνει καρδιά να μπω μέσα στα βιβλία μου που περιμένουν.
ΓΗΤΕΙΑ
Λευκό φεγγάρι
ήρθε να πάρει
το παρελθόν.
Χρυσό μου ψάρι
κάνε μια χάρη
για το παρόν.
Ρίχνω το ζάρι
ποιος θα το πάρει
το παρελθόν.
_______________
Ο ΤΟΠΟΣ, από την Πόρτα Της Ληνώς μου
https://www.facebook.com/photo/?fbid=405403659527541&set=a.305973569470551
Το νέο βιβλίο της αδελφής μου.
Ο ΙΑΝΟΣ, οι Eκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ και το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδας σας προσκαλούν την Τρίτη 16 Απριλίου στις 20:30 στην παρουσίαση του βιβλίου της Ελισάβετ Χρονοπούλου «ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ. ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΤΟ ΦΩΣ»
Ο Γιώργος Αρβανίτης, η Ελισάβετ Χρονοπούλου και ο Αχιλλέας Κυριακίδης συζητούν για το βιβλίο
IANOS
Σταδίου 24, Αθήνα
Τηλ.: 210.3217917
https://www.facebook.com/events/432199902797648?ref=newsfeed
_____________________________________
«Μια ζωή στο φως». Δεν θα μπορούσε να έχει πιο ταιριαστό τίτλο ένα βιβλίο που αφηγείται τη ζωή ενός μετρ του φωτός. Ο Γιώργος Αρβανίτης αυτές τις ημέρες επέστρεψε από τη Γαλλία, όπου ζει τα τελευταία χρόνια, με αφομή την κυκλοφορία, την επόμενη Πέμπτη, της βιογραφίας του, από τις εκδόσεις Πατάκη, και της παρουσίασής της λίγες ημέρες αργότερα (16/4). «Στα 83 μου αποφάσισα να εκδοθώ» λέει χαμογελώντας για το βιβλίο της Ελισάβετ Χρονοπούλου «Γιώργος Αρβανίτης. Μια ζωή στο φως». Καθώς θυμάται τα περασμένα και εκπλήσσεται από τα σημερινά, ο διάσημος διευθυντής φωτογραφίας ξεφυλλίζει σελίδες από τη μυθιστορηματική ζωή του, μας επιτρέπει να μοιραστούμε στιγμές γεμάτες φως και κινηματογράφο και εκμυστηρεύεται πώς ερωτεύτηκε την κάμερα με την πρώτη ματιά. Κι όμως η ζωή του δεν ήταν πάντα φωτεινή. Από τα παιδικά χρόνια, εκείνα τα «μαύρα χρόνια του Εμφυλίου», μέχρι τα πλατώ μερικών από τις πιο σπουδαίες στιγμές του διεθνούς κινηματογράφου, η ζωή του είναι μια διαρκής άσκηση στο φως. Άλλωστε, για τον ίδιο, «το φως είναι στην ψυχή», γι' αυτό στη δουλειά του δεν φωτογραφίζει πρόσωπα αλλά χαρακτήρες. Καθώς μιλάμε, μου δείχνει φωτογραφίες από γυρίσματα. Με τη Φανί Αρντάν στο «Αουστράλια», για το οποίο βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Βενετίας, με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι, από τον «Μελισσοκόμο» του Αγγελόπουλου, με τον Τζέρεμι Άιρονς, με τον Ελία Καζάν στη Νέα Υόρκη, με την Έλεν Μπέρστιν στις «Κραυγές γυναικών» του Ντασέν, με το πανέμορφο σπίτι του στη Γαλλία. «Η ζωή είναι απρόβλεπτη, ίσως είναι ένα θαύμα» λέει. Στη δική του ζωή χώρεσαν προς το παρόν 112 ταινίες, οκτώ βραβεία, αμέτρητα ταξίδια και μια ματιά που ψάχνει διαρκώς το φως στην ψυχή. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που είδα κινηματογράφο, σκαρφαλωμένος σε ένα δέντρο» λέει και καταλαβαίνουμε αμέσως πώς ένα παιδί από ένα ορεινό χωριό, χωρίς εφόδια, χωρίς χρήματα, έφτασε να κατακτήσει έναν κόσμο μαγικό, χωρίς να χάνει την ανθρωπιά, τη συμπόνια και το απίστευτο χιούμορ του. «Η κάμερα είναι η ερωμένη μου, αλλά, σας παρακαλώ, μην το μάθει η γυναίκα μου» εξομολογείται Μιλάει με σεβασμό και ευγνωμοσύνη για την τέχνη του και τους ανθρώπους που συνάντησε σ' αυτή τη συναρπαστική διαδρομή. Και στο τέλος της κουβέντας παραδέχεται αφοπλιστικά: «Τελικά δεν μπορώ να γλιτώσω από το σινεμά, όπου κι αν πάω ο κινηματογράφος με κυνηγάει».
«Μια ζωή στο φως» ονομάζεται η βιογραφία σας. Είναι συναρπαστική αυτή η διαδρομή;---> https://www.avgi.gr/tehnes/481884_opoy-ki-pao-o-kinimatografos-me-kynigaei
____________________________________________________________
Ζωντανά: https://www.youtube.com/watch?v=cVwhdwPYHsc
Όχι του “Jacob”, για «ένα δικό σου δωμάτιο» μιλάμε, λέω στη Suki μου και κουβεντιάζουμε τα φεμινιστικά μας,
αν δηλαδή πλέον, ένα αιώνα μετά (με τόσο κόπο, κοροϊδίες και μόχθο) την είδαμε να μεγαλουργεί την αδελφή του Σαιξπηρ.
Ναι, ήρθε η Οδός Πανός. Που, δώρο πολύτιμο φέρει μια φορά το χρόνο, όταν, δείγμα λεπτής ευγένειας, συνοδεύεται από (σε μέσα σελίδες) χειρόγραφη κάρτα του Γιώργος Χρονάς που προσωπικά με ενημερώνει ότι λήγει η συνδρομή μου.
_____________________________________
8 προς 9 Νοεμβρίου είναι η επέτειός μας,
η νύχτα που ο Κύριος Kastell κι εγώ γνωριστήκαμε―με τη βιβλική έννοια, διότι με την κοινωνική ήμασταν ήδη γνωστοί αφού κινούμασταν στους ίδιους κύκλους― κι από τότε είμαστε μαζί ως τώρα.
8 Νοεμβρίου, αγία ημέρα της σύναξης αρχιστρατήγων Μιχαήλ και Γαβριήλ και των λοιπών αγίων ασωμάτων και ουρανίων Ταγμάτων, ημέρα της Αεροπορίας κι όλων των ιπταμένων (είπαμε: σωμάτων κι ασωμάτων), βρεθήκαμε τυχαία στο Λούκι*, της οδού Χάριτος, μπαρ φίλων που πλέον απαθανατίστηκε στο γνωστό τραγούδι. Τυχαία βρεθήκαμε κι όταν έκλεινε τον κάλεσα να συνεχίσουμε τη βραδιά στο Κόκκινο Δωμάτιο, το δωμάτιο που κρατούσα πλάι στο σπίτι του πατέρα μου με τον οποίο ζούσα τότε.
Δεν κοιμηθήκαμε εννοείται και το πρωί ο Κύριος Kastell είχε να πάει στο PopEleven των Αδελφών Φαληρέα όπου εργαζόταν, υπεύθυνος εισαγωγής και πωλήσεων για τον τομέα «ξένης» μουσικής που ακόμα λατρεύει.
Το ότι περπάτησα μαζί του ως εκεί αντί να μείνω να ξεκουραστώ, σήμερα, μετά από δεκαετίες λέει κάτι για το δέσιμο που επακολούθησε. Μα τότε ακόμα, με τη ζωή να ανοίγεται μπροστά μας φαινομενικά απέραντη, αυτό δεν πήρε κι ούτε ήθελα να πάρει καμιά συμβολική σημασία. Απλώς, τον συνόδεψα σε ένα δεκάλεπτο περίπατο στον Περιφερειακό Λυκαβηττού, μέσα από τη Δεξαμενή ως τη Σκουφά που αποχαιρετιστήκαμε αμήχανα, όπως κάνουν οι νέοι μετά από μια νύχτα sex και κουβέντας.
Είχε πάει 9 Νοεμβρίου.
Ημέρα που 10 χρόνια μετά έπεσε το τείχος του Βερολίνου επανενώνοντας τη Γερμανία, Ανατολή και Δύση.
9 Νοεμβρίου γιορτάζουμε. Διότι 9 είχε πάει όταν με συνόδεψε στο Κόκκινο Δωμάτιο.
Κάπου υπάρχει κι ένα ποίημά μου επετειακό,
Κι αν έχετε «Τα Ιαπωνικά Λουλούδια Του Τσαγιού» αναγνωρίζετε ίσως ότι είναι ένα βιβλίο μου εμπνευσμένο στη σχέση μας αυτή την ισόβια όπως την έβλεπα τα πρώτα χρόνια που ζήσαμε μαζί.
Από τότε άλλαξαν πολλά και τίποτε. Οι ίδιοι είμαστε μα άλλοι. Οι αναμνήσεις πια δε με χαροποιούν μα συχνά με βαραίνουν μα αν κάτι μένει είναι η απέραντη αγάπη κι η εκτίμηση, ο θαυμασμός (ναι ακόμα) σε βαθμό λατρείας αλλά και η εγωιστική χαρά για τον τρόπο που μου φέρεται ως σήμερα- με μια λεπτότητα που τον χαρακτηρίζει, τη λεπτή ευγένεια που άλλοι μεταχειρίζονται μόνο στην αρχή.
Χρόνια μας Πολλά
κι ίδια κι απαράλλακτα!!
*Το γνωστό τραγούδι γράφτηκε για τη φίλη μας Ρενέ που δε ζει πια, μια κοπέλα εκπάγλου καλλονής που οι σχέσεις της με μουσικούς (αλλά όχι με τους αδελφούς Κατσιμίχα ή το Νίκο Ζιώγαλα που δούλευε τότε στο μαγαζί) άφησαν εποχή και μνήμες.
Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας ~ ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΣΤΟ ΛΟΥΚΙ https://www.youtube.com/watch?v=4HdmNPoxZUI
ΕΙΚΟΝΕΣ
―Σελίδες από τα Ιαπωνικά Λουλούδια Του Τσαγιού μου
Από τα 'Ιαπωνικά Λουλούδια Του Τσαγιού' μου.
https://kastellakia.blogspot.com/2023/07/blog-post.html
https://www.facebook.com/photo/?fbid=327115487356359&set=a.305973569470551
Δώρα γενεθλίων.
Φωτογραφία αναμνηστική πριν φύγω από την Αθήνα.
Ήταν μαζί μου για μια μέρα ο Κύριος Kastell και νωρίς το απόγευμα το γενεθλίων μου είχα επίσκεψη, το σπίτι γέμισε με αγάπη, μέσα στη ζέστη του αθηναϊκού Οκτωβρίου.
Η αδελφή μου Ελισάβετ με αιφνιδίασε με ένα μπουκέτο μωβ μικρά χρυσάνθεμα· εξαίσιες τρούφες σε ένα κόκκινο κομψό κουτί· βιβλία φρέσκα: ‘Chevreuse’] του Πατρίκ Μοντιανό- μετάφραση από το δικό μας Αχιλλέα Κυριακίδη και Jon Fosse: ‘Το άλλο όνομα ΕΠΤΑΛΟΓΙΑ Ι-ΙΙ’ στα ελληνικά από το Σωτήρη Σουλιώτη (και, όπως κάνω, επέμενα για αφιέρωση)·σκληρού εξωφύλλου Moleskin στο μέγεθος και στο κατακόκκινο του αγαπώ- και.. καΙ..είναι τόσο πολλά που ανησυχώ ότι κάποιο ξέχασα.
Από τον Κύριο Kastell το τσαντάκι ‘Nana’ της Vivienne Westwood (που τι να πρωτοπώ, καινούργια απ’ την ίδια δε θα έχουμε, πέθανε πέρσι η designer του Punk κι είναι σα χθες που τόσα ήθελα στο μαγαζί της στην King’s Road μα άλλα πια δε θα επιθυμήσω, άλλα δε θα φτιάξει*, κι είναι συμβολική πια η Nana κι όχι ειρωνική).
Από την αενάως κολλητή μου Αριάδνη Νικολούδη κάρτα με μήνυμα προσωπικό συνοδεύει πορτραίτο μου από την Ili- μας: η γνωστή χαρακτηριστική φιγούρα της ως εγώ―με το βασιλικό στο μπούστο.
Από τη συνεργάτιδα και φίλη μου εξέχουσα μορφή του δύσκολου ακτιβιστικού μας κλάδου, φεμινίστρια Ruth Birgin (δώρο επίσης που έκανε παράκαμψη από συνέδριο στο Βερολίνο για να με δει πριν επιστρέψει στην Ινδονησία όπου κατοικεί): τετράδιο από χειροποίητο χαρτί,, καφές της Java (που όντως είναι ο καλύτερος του γούστου μου),σύμβολα του Ινδονησιακού θεάτρου, ξύλινα χειροποίητα επίσης μικροσκοπικά πιατάκια με το κουταλάκι τους και μια βεντάλια μαύρη στην οποία, συμπτωματικά το τρίγωνο είναι το αρχικό μου, ένα Δέλτα που την ύπαρξή του αγνοούσε αφού για εκείνη είναι η Daphne.
Δώρο πολύτιμο και όλες οι ευχές,
Χρόνος σα από το χρόνο που κυλά που τον ξοδέψατε για να μου γράψετε ή να μου τηλεφωνήσετε για να ευχηθείτε καταδεικνύοντας ότι με θέλετε που ζω ― γι’ αυτό και, με χαρά σας το ανακοινώνω πως το αποφάσισα, θα παραμείνω ακόμα ανάμεσά σας, δε θα φύγω.
Ευχαριστώ.
«Εγώ δεν κάνω κανένα να υποφέρει. Αυτή που σας βασανίζει μέχρι να αφήσετε την τελευταία σας πνοή είναι η αντίπαλός μου, η Ζωή, αυτή που τόσο αγαπάτε»,
λέει ο Θάνατος στο «φανταστικό» μεταρομαντικό διήγημα «Ο Θάνατος κι ο Φίλος του»* του Αλαρκόν που διάβασα στις γάτες σήμερα το μεσημέρι μα, όπως βλέπετε, δε νοιάζονται.
Ο ισπανός συγγραφέας Pedro Antonio de Alarcón y Ariza (10 March 1833 – 19 July 1891) είχε την τύχη ή την εξυπνάδα να απολαύσει δόξες και τιμές όσο ζούσε μα τώρα, μετά θάνατον έχει μάλλον ξεπεραστεί.
El amigo de la muerte: cuento fantástico (1852)
μεταφρασμένο από τη Δήμητρα Σταυρίδου, με επίμετρο του Βίκτωρα Ιβάνοβιτς- Εκδόσεις Ροές.
Έλαβον έλαβον…
Ήρθε η νέα Οδός Πανός και πλάι της φεύγοντας για ανεμοδαρμένες θάλασσες παίρνω δυό βιβλία φίλων που έλαβα και αγάπησα.
Παίρνει καιρό η Ποίηση.
Η Ποίηση θέλει χρόνο να δουλευτεί μέσα μας. Μια φορά, όπως στο πεζό, δε φτάνει. Στην πρώτη ανάγνωση απλώς γίνεται το στοιχειώδες ξεσκαρτάρισμα:
Ποίηση είναι ή δεν είναι; Συγγενικό μου ή όχι; Μ’ ένα μαλακό μολύβι υπογραμμίζω και τονίζω στίχους.
Εάν προβιβαστεί μετά την απλή δοκιμασία είναι που πλέον το νέο βιβλίο έρχεται και κατοικεί στην τσάντα και πλάι στο κρεβάτι μου και αρχίζουμε κοινή ζωή. Χάρτης προς του ποιητή τα βάθη γίνεται και στο νέο δρόμο ξεκινώ εξορμήσεις. Είτε είναι μονοπάτι κακοτράχαλο ή άνετη πλατιά λεωφόρος, με οδηγεί βαθιά στου ποιητή το ασυνείδητο και με το μολυβάκι μου βάζω σημάδια όπου ο δρόμος κάτι μου θυμίζει. Στο πρώτο πέρασμα είναι συνήθως τα οικεία που μας κρατούν και δε χανόμαστε.
Ύστερα όμως όταν θα τον έχουμε διαβεί αργά και γρήγορα, όταν δε χρειαζόμαστε σημάδια, και αποσπάσματα θα φωλιάζουνε στο νου μας, τότε είναι που θα αναδυθεί το ύφος και η ουσία του ποιητή, τότε είναι που θα αρχίσει να δουλεύει εντός μας η ματιά του και υπό το πρίσμα του θα δούμε τη δική μας τη ζωή.
Τότε θα λειτουργήσει― και με τις δύο έννοιες: την πρακτική μα και τη μεταφυσική τη θεία με το δημιουργό δεσπότη μας και μύστη.
Του Γιώργου Δρίτσα η Ποίηση είναι συγγενική μου. Κοινές αγάπες και αναφορές αμέσως με καθήλωσαν- το ρόδο, ο Κορινθιακός κι η Φύση, ο Γιώργος Χρονάς και ο Καρυωτάκης― ένας βαθύς σεβασμός για άλλων έργα, των προκατόχων και των σύγχρονών μας, είναι τα πρώτα που με άγγιξαν, πρώτες μου μολυβιές. Και πήρε θέση πλάι στο καλαθάκι μου με παρεό και αντιηλιακά της μέρας και πλάι στο κρεβάτι μου στης νύχτας τα καμώματα, για αϋπνία κι έμπνευση.
Ακόμα είναι νωρίς, δουλεύει μέσα μου. Όμως κάτι πολύ ιδιαίτερο, χαρακτηριστικό του είναι ίναι που μιλά συγκεκριμένα. Δίνει οδό και αριθμό, δίνει ακόμα και οδηγίες πώς θα τον βρω εγώ ο αναγνώστης: π.χ. δεν του αρκεί ο Σταθμός Λαρίσης αλλά με οδηγεί να πάρω τη «Γραμμή 8». Δεν είναι λίγοι οι ποιητές που απατημένοι ότι έτσι πλησιάζουν το πανανθρώπινο πέφτουν σε μια χαωτική αψτρέ ασάφεια. Όχι εδώ. «Εσύ τολμάς, ξέρεις για τι μιλάς και θέλεις να το μοιραστείς μαζί μου, με τον αναγνώστη», του γράφω.
«Εδμόνδου Ροστάν 52 και Βασιλίσσης Όλγας 159» τον συναντάμε και καθόλου «άσκοπα» δεν είναι τα δικά του μηνύματα, «μιμήματα» από μνήματα «ευτυχισμένης» ή όχι ζωής.
«……
Τα αγνά ερωτικά τραγούδια,
χρώματος ασημί- τα άκουσα
στην Εδμόνδου Ροστάν 52,
και στη Βασιλίσσης Όλγας 159.
Άσκοπα μιμήματα
ευτυχισμένης ζωής.
»Στην Αριστοτέλους
το τελευταίο γεύμα.
Αλλά η παρουσία του
παρέμεινε εκεί.
Είχε στοιχειώσει το σώμα μου.
Το στερνό αντίο έδωσα
στην Αλεξάνδρειας 103….
…..
» Ξάφνου όλη η πόλη είχε,
μετασχηματιστεί
σε ένα τεράστιο μαύρο μάτι.
Με κύκλωνε,
Ο Ελπήνορας ζούσε ακόμα
σακατεμένος
από τον Κύκλωπα,
ζητιανεύοντας απεγνωσμένα
στην άκρη του πεζοδρομίου.
(12/3-28/6/ 22 Θεσσαλονίκη)»
Ο Ελπήνορας ακόμα ζει και πλέον όποτε τον ξαναδώ να ζητιανεύει «στην άκρη του πεζοδρομίου» το Δρίτσα θα θυμάμαι. Δεν τα φοβάται τα ονόματα, και δι’ αυτών μπαίνει βαθιά, καρφώνεται στο νου μας. Το Γαλαξείδι, το λεωφορείο, ξενάγηση.
Λόγος λιτός, λόγος σεμνός και ακριβής, με την κομψότητα όσων ξέρουν τι θέλουν να πουν. Δε γράφει για να γράφει. Στίχοι δίχως φανφάρες και προσποίηση. Θα τον μοιράζομαι, το ξέρω. Κι όπως τις μολυβιές μου ακολουθούσα μια λύπη με έσφιξε που δεν έχω εκπομπή για να σας τα διαβάσω να μοιραστούμε «το ματωμένο όνειρο».
Σ’ αυτό το στάδιο είμαι, σημαδεύω ακόμα τις σελίδες για να μη χαθώ όταν θα ξανάρθω, και θέλησα μαζί σας να τον μοιραστώ διότι αξίζει― όπως σπανίως και προσεκτικά το λέω:
ΣΥΣΤΗΝΩ.