Μ’ επισκέφθηκε σπίτι μου αυτό το νεαρό περδικάκι και στάθηκε στο βράχο για ώρα πολλή.
Με ξάφνιασε, καιρό είχα να δω πέρδικα τόσο κοντά μου. Παιδί της πόλης είμαι, δεν τα ξέρω τα πουλιά όσο θα ήθελα, αλλά την περδικούλα μιά να τη δει κανείς πάντα θα τη γνωρίζει από το βήμα της το «λεβέντικο», καμαρωτό και ρυθμικό, που τόσο υμνήθηκε στα Δημοτικά και στη βουκολική Ποίηση στην οποία η αγαπημένη συχνότατα είναι «περδικοπερπατούσα» όπως και «περδικόστηθη» ή «περδικομάτα».
«Πού ήσουν πέρδικα γραμμένη κι ήρθες το πρωί βρεγμένη;
…..
Έτρωγα το Μάη χορτάρι και τον Αλωνάρη στάρι
Και τον Τρυγητή σταφύλι να είμαι κόκκινη στα χείλη»
(μνεία και του χαρακτηριστικού κόκκινου ράμφους)
Θυμήθηκα στη Δήλο, μια αλησμόνητη βραδιά που είχα την τιμή με ειδική άδεια να την περάσω ανάμεσα στα αρχαία, όπου πριν καλά-καλά δύσει το αυγουστιάτικο φεγγάρι, διέκρινα στο πρώτο αμυδρό φως της αυγής κάτι σκιές που πηδούσαν σκαλί -σκαλί στις κερκίδες του αρχαίου θεάτρου. ―Πέρδικες! μου είπαν.
Αναρωτιέμαι αν υπάρχουν πια τόσο πολλές ή αν τις αποδεκάτισαν οι φωταψίες και τα τσιμεντώματα όπως έγινε και με τα αγριοκούνελα που, όταν πρωτοαγάπησα τη Μύκονο, λίγο πριν δύσει ο ήλιος τα καμάρωνα από μακριά να χοροπηδούν μικρές χαρούμενες σκιές στις παραγκεριές.
«..πέταξε περδικούλα μου, πέταξε πέρδικά μου
πέταξε από τα έλατα κι έλα στην αγκαλιά μου..»
Το ‘χουν οι κυνηγοί για μεγάλη γρουσουζιά να «σταυρώσει» το δρόμο σου πέρδικα αλλά τα βράχια μου δεν είναι τρίστρατο, ούτε ποτέ σκοτώνω ζώα και πουλιά οπότε το έχω για μεγάλη τύχη και παρηγοριά μου όταν τα άγρια μ’ εμπιστεύονται.
Κι ωστόσο, σ' αυτή την ωραία νύφη (κι ακριβό έδεσμα που αναφέρεται στους Δειπνοσοφιστές), είναι (φεμινιστικώς) διασκεδαστικότατο που, από την αρχαιότητα μαζί με τους επαίνους, της προσδίδονται και χαρακτηριστικά με τα οποία η κοινωνία των ανδρών στολίζει την άπιαστη. «Πονηρή» χαρακτηρίζεται κατά αρχαίους συγγραφείς αλλά και σύγχρονους κυνηγούς που λένε ότι ξέρει να παραπλανεί αλλάζοντας τη φωνή της ή αναποδογυρίζοντας έτσι που δεν τη βλέπουν. Κι ακόμα, την περιγράφουν τόσο ερωτιάρα κι ακόρεστη που τη γομιμοποιεί, έφτασαν λένε, ακόμα κι ο άνεμος.
Χαρακτηριστική επίσης η αυταρέσκεια του θηρευτή που όπως π.χ. στις κάτωθι στις μαντινάδες, είναι σίγουρος ότι η πέρδικα τον προκαλεί επειδή άλλο δεν ποθεί παρά να σκλαβωθεί από αυτόν:
Το γένος Πέρδιξ η Αλεκτορίς που ανήκει στην οικογένεια των Φασιανιδών και στην τάξη των Ορνιθόμορφων το πτηνό.Απ’ τη γενιά του Ερεχθέα ήταν η Πέρδικα η Πολυκάστη, αδελφή του Δαίδαλου και μάνα του Τάλω που μαθήτευε πλάι στο θείο του το Δαίδαλο και μάλιστα έλεγαν ότι αυτός ήταν που εφηύρε το πριόνι παρατηρώντας τα δόντια των ζώων. Όταν ο Τάλως έπεσε από την Ακρόπολη μια πέρδικα πέταξε καθώς έβγαινε η ψυχή του άτυχου ανιψιού που κατά μια εκδοχή ο Δαίδαλος τον είχε σπρώξει στο γκρεμό από ζήλεια. Μελετητές παρατηρούν ότι ο όνομα Πολυκάστη, πολύς κασσίτερος, παραπέμπει στην εποχή του Χαλκού, είναι δηλαδή αυτοί οι μύθοι πολύ παλιότεροι (όπως εξ άλλοι και ο Μινόταυρος)― άρα, λέω, παλιά ιστορία ήταν και οι πέρδικες της Αττικής που παρέμειναν σε επόμενους καιρούς, όπως μας λέει ο καλός μου Παυσανίας που είδε ναό στην Πέρδικα πλάι στον Παρθενώνα.
Πριν από χρόνια καταπιάστηκα να γράψω μερικές σκέψεις για ένα από τα πολυτιμότερα ενδημικά μας θηράματα. Για να το κάνω πολλοί ήταν οι λόγοι που με παρακίνησαν. Κυρίως όμως επειδή λίγα είδη από αυτά του φτερωτού μας κόσμου έχουν περάσει στην ιστορία μέσω των αιώνων με ιδιαίτερη γοητεία, με δοξασίες, θρύλους και τραγούδια, με μύθους και λογοτεχνήματα. Ανάμεσα σ' αυτά τα λίγα, λοιπόν, δεν θα 'ταν παράδοξο ένα να έχει την πρωτιά η πέρδικα..
Η πέρδικα προσέλκυσε τους ερευνητές, αλλά και τους φιλοσόφους της εποχής, στη μελέτη όχι μόνο των συνηθειών της, αλλά και της βιολογίας της, με τόσο μεγάλη προσοχή και επιτυχία μάλιστα, ώστε χιλιάδες χρόνια αργότερα οι επιστήμονες να στηρίζονται με σεβασμό σ' αυτές τις μοναδικές παρατηρήσεις.
Ο Αριστοτέλης, στο έργο του «ΑΙ ΠΕΡΙ ΤΑ Ζ?Α ΙΣΤΟΡΙΑΙ», κάνει εκτεταμένη αναφορά στις πέρδικες, για να τον επιβεβαιώσουν αρκετοί σύγχρονοί του, αλλά και μεταγενέστεροι, μεταξύ των οποίων Θεόφραστος ο Αιλιανός και ο Αριστοφάνης Βυζάντιος.Αναφερόμενος, λοιπόν, ο Αριστοτέλης στην πέρδικα, τη χαρακτηρίζει ως ιδιαίτερα φιλήδονο πουλί, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στα αρσενικά, τα οποία περιγράφει ως «ένθερμους εραστές», οι οποίοι δεν άφηναν τις θηλυκές να κλωσήσουν. Παρατήρησε δε πως αρκετές φορές τα αρσενικά κατέστρεφαν τα αυγά στις φωλιές, για να μπορούν να συνεχίσουν τις ερωτοτροπίες με τις θηλυκές. Κάπου εκεί ο Αριστοτέλης μέμφεται «της ηθικής» των αρσενικών περδικών, αναφέροντας αρκετές λεπτομέρειες για την ερωτική συμπεριφορά μεταξύ τους, όταν οι θηλυκές αναγκάζονταν να απομακρυνθούν από κοντά τους, για να μπορέσουν να εκκολάψουν τα αυγά τους.
Ωστόσο, και οι νεότεροι ερευνητές και φυσιοδίφες χαρακτήρισαν αρκετές φορές τις αρσενικές πέρδικες «ασελγή πουλιά», επιβεβαιώνοντας κατά τον πλέον περίτρανο τρόπο τις παρατηρήσεις του μεγάλου αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου. Παρατηρήθηκε επίσης πως τα αρσενικά, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της αναπαραγωγής, και μόνο στο άκουσμα της φωνής της θηλυκιάς έφταναν σε ερωτικό οργασμό. Ίσως γι' αυτόν το λόγο και ο Αιλιανός, επιβεβαιώνοντας τον Αριστοτέλη, αναφέρει: «Πέρδικα θήλυν, όταν κατ' άνεμονγένηται του άρρενος, εγκύμονα γίνεσθαι φύσει τινί απορρήτω!» («Περί ζώων ιστορίας» βιβλ. XVII, κεφ. XV). Δηλαδή, η θηλυκιά πέρδικα γονιμοποιείται ακόμη και με την πνοή του ανέμου που έρχεται από το μέρος της αρσενικής πέρδικας, με κάποιο ανεξήγητο τρόπο.
Η ελληνική πέρδικα αναφέρεται σε πολυάριθμους πληθυσμούς μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Λέγεται δε πως με ειδικές μεθόδους συλλαμβανόταν και σε συγκεντρωτικούς αριθμούς γινόταν η εξαγωγή της για τον εμπλουτισμό των βιοτόπων άλλων ευρωπαϊκών χωρών.Αν οι συνήθειές της, η βιολογία και η πονηριά της μνημονεύονται από τους φυσιοδίφες και τους ερευνητές, η νεότερη λαϊκή ποίηση αλλά και η λογοτεχνία αφιερώνουν αμέτρητους στίχους και διηγήματα με προσωποποιημένη την πέρδικα ή αντίστροφα. Μαζί της όμως ασχολήθηκε και ο Αθήναιος, σοφιστής από τη Ναυκράτη της Αιγύπτου, ο οποίος έζησε το 2ο μ.Χ. αιώνα. Υποστήριζε πως οι πέρδικες «μετανάστευαν» από την Αττική στη Βοιωτία, όπου και άλλαζαν το κακάρισμα. Αυτό όμως έρχεται σε αντίθεση με τις βιολογικές συνήθειες του πουλιού, που το καθιστούν μη μεταναστευτικό ή μετακινούμενο σε πολύ μεγάλες αποστάσεις, τουλάχιστον τέτοιες που καθορίζονται από τα όρια μεγάλων νομών, όπως η Αττική και η Βοιωτία.
Στο έργο του Αθήναιου «ΔΕΙΠΝΟΣΟΦΙΣΤΑΙ», μεταξύ των άλλων, περιγράφονται και οι αρχαίοι τρόποι μαγειρέματος του πουλιού, με τέτοιες λεπτομέρειες μάλιστα, ώστε να ωχριούν μπροστά στις περιγραφές αυτές αρκετοί ίσως από τους σύγχρονους σεφ, ως προς την εκλεπτυσμένη γαστριμαργική τέχνη των αρχαίων. Αλλά και σε νεότερα χρόνια -τότε που η Ελλάδα ήταν ακόμη υπόδουλη στον τουρκικό ζυγό- έχουν αναφερθεί αρκετά περιστατικά με πρωταγωνιστές ήρωες της εθνικής μας Επανάστασης και την πέρδικα. Κι αυτό δεν είναι καθόλου παράδοξο, αφού σε αναφορές ιστορικών της εποχής καταγράφεται η έντονη κυνηγετική δραστηριότητα των Ελλήνων της εποχής εκείνης, αλλά και η ιδιαίτερη σχέση τους με διάφορα ζώα και θηράματα.
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος π.χ. αγαπούσε γενικά το κυνήγι τόσο των φτερωτών όσο και των τριχωτών θηραμάτων και ιδιαίτερα αυτό της πέρδικας και του λαγού. Χαρακτηριστικό όμως είναι το επεισόδιο που συνέβη με πρωταγωνιστές τον Καραϊσκάκη και μια πέρδικα. Ο Καραϊσκάκης επιθεωρούσε την εμπροσθοφυλακή του στο Δαφνοβούνι στο σημερινό Δαφνί και κάποια στιγμή βρέθηκε με τους επιτελείς του σ' ένα μισογκρεμισμένο χαμόσπιτο. Εκεί που συζητούσαν, μια πέρδικα πέταξε μέσα και κάθισε στον ώμο του αρχηγού. Ολοι ταράχτηκαν και ξαφνιασμένοι τινάχτηκαν όρθιοι. Τρόμαξε και η πέρδικα κι έκανε φτερό.Ο Καραϊσκάκης θεώρησε το συμβάν καλό οιωνό και εμψύχωσε τα παλικάρια του, λέγοντάς τους πως αυτό ήταν σημάδι νίκης, σταλμένο από τον Θεό.Και δεν ήταν μοναδικό το συμβάν, αφού πλήθος από λαϊκές καταγραφές εξιστορούν θρύλους και δεισιδαιμονίες, με πρωταγωνιστές θηράματα και ανθρώπους, σε μια σχέση αναμφίβολα τρυφερή και πολλές φορές συγκινησιακά μυσταγωγική.