Μπαίνω στο σπίτι στην
Αθήνα κι είναι σα να ανοίγουν πύλες του μουσείου της ζωής μου. Στον τοίχο μια
ακουαρέλα, από τον αγαπημένο φίλο
Κωνσταντίνο Κακανιά του οποίου ουκ ολίγα τα πορτραίτα μου και ουκ ολίγες οι
αναμνήσεις και συνεργασίες αφού ως πρόσφατα εκείνος έφτιαχνε τα πολύ
χαρακτηριστικά εξώφυλλα των βιβλίων μου –'βιβλίων ΜΑΣ' όπως έλεγε.
Εδώ, εγώ, στον
αθηναϊκό μου κήπο στο Λυκαβηττό, στη Ρωμανού Μελωδού 5 για την οποία εκτός πολλών ανέκδοτων έχω και δυο ποιήματα στα '40 Του Θανάτου'.
Ο παλιός μου φίλος πια
δε μου κάνει τα εξώφυλλα,
η μεγάλη ελιά κι οι
λεμονιές του κήπου ξεριζώθηκαν
κι έγινε το παλιό μας
σπίτι πολυκατοικία,
μα εγώ
είμαι ακόμα ζωντανή
εδώ
στο μουσείο της ζωής μου.
____________________________________________
Κωνσταντίνος Κακανιάς:
Ρωμανού Μελωδού 5
Τα ποιήματα (εικονογραφημένα με νεκρές φύσεις του εκεί γραφείου μου από τον κ Kastell:
Μνήμη Ναπολέοντα Λαπαθιώτη
αφιερωμένο στο Νίκο Αϊβαλή
‘Kαί οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι
και ήταν άσπρα τα σεντόνια’
μα ποιος να νιώσει τη συμπόνια
για ό,τι δεν έχει αισθανθεί.
Ναι, οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι
κι ήταν ερείπιο το σπίτι
και τον περίμενε το θύτη
γιατί είχε πια παραδοθεί.
Μα οι λεμονιές μας πάντα ανθίζανε
και στη βροχή έλαμπαν λεμόνια
σα να μην πέρναγαν τα χρόνια,
σα να μην ήταν να χαθεί.
Aπό τις γρίλιες μας που έτριζαν
περνούσαν το πρωί οι ακτίδες
και έδιναν φρούδες ελπίδες
ότι το σπίτι θα σωθεί.
Σα χρόνια πέρναγαν οι μέρες μας
σαν ώρες έφυγαν τα χρόνια
μα ποιος να νιώσει τη συμπόνια
για ό,τι δεν έχει αισθανθεί.
Σαν τα παιδιά είναι τα σπίτια μας
―δεν είναι ανάγκη να το λέμε―
μιά ζωή δε φτάνει να τα κλαίμε
αν πριν χαθούμε έχουν χαθεί.
Aυτοί οι μπερντέδες που ήταν κόκκινοι
κρέμονταν πριν να γεννηθούμε
μα ήρθε η ώρα που πενθούμε
ό,τι ήταν για να μας πενθεί.
Ποιος θα θυμάται πια το γέλιο μας
ποιος την απελπισία, το δάκρυ
όταν δε βρίσκαμε την Άκρη
κι οι φίλοι έμοιαζαν εχθροί;
T’ άσπρα σεντόνια ήταν οι μάρτυρες
στο ηλιοβασίλεμα ροδίζαν,
και τα άνθη λεμονιάς θυμίζαν
πως Άνοιξη ξανά θα ’ρθεί.
Mιά ακρίδα κάποτε κοιμήθηκε
και ξεχειμώνιασε στην πόρτα
που του χειμώνα άγρια χόρτα
την έδειχναν πάντα κλειστή.
Και οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι
και ήταν άσπρα τα σεντόνια,
μα ποιος να νιώσει τη συμπόνια
για ό,τι δεν έχει αισθανθεί.
Ναι οι λεμονιές μας πάντα ανθίζανε
και στη βροχή έλαμπαν λεμόνια
κι όταν γκρεμίστηκαν τα χρόνια
πέθανε κι η παλιά ζωή.
και
___________________________