'Ελεγε ο Προυστ πως μέρος της χαράς του
ταξιδιού είναι η επιστροφή, εκείνη η ώρα που πια δε σκεπτόμαστε παρά
το σπίτι και τις συνήθειές μας κι όσα θα φέρουμε γυρνώντας.
Για μένα η Αθήνα δεν είναι ταξίδι αλλά
η αρρώστια είναι. Ταλαιπωρήθηκα πολύ λόγω εκείνης μου της εμμονής να μην αφήσω τον Κύριο Kastell να με συνοδεύσει διότι δε μπορώ
τα σόγια στα νοσοκομεία. Μου φαίνεται άθλια ακαλαίσθητο να σέρνονται οικογένειες
στους γιατρούς― και, καθώς το έχω ξαναπεί, η Αισθητική ως δικαιολογία είναι πάντα
ύποπτη, γνωρίζω ότι πίσω από την επιμονή μου να πηγαίνω μόνη σε εγχειρίσεις κρύβονται
βαρύτατα ψυχολογικά (που δεν θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας).
Έτσι για άλλη μια φορά εγχειρίστηκα μόνη
και βρέθηκα μόνη στην ανάρρωση που, ως συνήθως, οι γιατροί δεν προειδοποιούν
για το χρόνο που θα πάρει.
Δεν ήθελα μαζί μου τον Κύριο Kastell κι επειδή όμως δεν ήθελα να νιώσει ότι τον αποκλείω δε δέχθηκα
βοήθεια από τους φίλους που προσφέρθηκαν.
Και να 'μαι πίσω σπίτι μου. Δυό μήνες μετά την αναχώρηση, ένα μήνα
μετά την επέμβαση, επιστρέφω πανευτυχής που δεν πονάω όπως πονούσα τον τελευταίο
χρόνο μα και έκπληκτη με αυτό που αντίκρισα γυρνώντας.
Το σπίτι είναι σα να πέθανα και να έμεινε
εδώ μια Mις Χάβισαμ με τα λουλούδια να ξεραίνονται στα βάζα όπως τα άφησα, ένα βιβλίο, ένα κομπολόι, μια σημείωση σε ένα χαρτί σα να μην έλειψα λεπτό.
Άραγε έτσι θα φερθεί άμα πεθάνω; Έτσι θα ζει, σε μαυσωλείο
ανέγγιχτο; Ελπίζω όχι.
Μου έλεγαν ότι το πένθος στη γυναίκα κρατά χρόνια μα για τον
άνδρα είναι σαν το χτύπημα του αγκώνα, πόνος οξύς κι αφόρητος που όμως γρήγορα
περνάει και ξεχνιέται. Του το εύχομαι. Ω θεέ μου πώς το εύχομαι!
____________________________________________________________
εικόνα
Στο Α' Νεκροταφείο στην κηδεία του αυτόχειρα παλιού φίλου Κώστα Θεοφιλόπουλου με φωτογράφισε η αγαπημένη Θέκλα Τσελεπή μπροστά στην Κοιμωμένη του Χαλεπά που πάντα επισκέπτομαι.
Η Κοιμωμένη ήταν η Αθηναία δεσποινίς Αφεντάκη μα στο νου μου τη συγχέω με την άλλη νεαρή νεκρή, τη Φαρμακωμένη του Σολωμού
(που ονομαζοταν Μαρία Παπαγεωργοπούλου):
«Τα τραγούδια μου τα ’λεγες όλα,
Τούτο μόνον δε θέλει το πης,
Τούτο μόνον δε θέλει τ’ ακούσης·
Αχ! την πλάκα του τάφου κρατείς...»