Μια σκοτεινή δροσερή δίοδος ανάμεσα σε δυό στενά μέσα στην κάψα καλοκαιρινού
ήλιου ή λάμψη και μυρωδιά φωτιάς τις γκρίζες μέρες με ψιλόβροχο, ο
πολυφωτογραφημένος φούρνος του Γιώρα ήταν αξιοθέατο αγαπημένο για ντόπιους και
τουρίστες, μια εμπειρία εικαστική για όλες τις αισθήσεις.
Πέτρινος πλατύς διάδρομος στα βάθη της Πόλης, από τη μια άκρη η περσεφόνια κάθοδος από το φως στο ημίφως κι από την άλλη η πόρτα η ισόγεια αγαπημένη
σε λαλάδες και παππούδες που κάθονταν μετά την εκκλησία να χαιρετηθούν και να
ανταλλάξουν νέα. Ένα μουλάρι ή ένα γαϊδουράκι συχνά στεκόταν εκεί, στη στάση
την αναγκαία των χωριανών που αγόραζαν το ψωμί της εβδομάδας και έβρισκαν
ευκαιρία να 'σαλιαρίσουν' πριν 'πάνε για το χωριό'.
Ήταν οι φλόγες που τρεμόπαιζαν φτιάχνοντας σκιές στους ασβεστωμένους τοίχους,
ήταν οι πόρτες που έριχναν λίγα μέτρα καδραρισμένο φως, ήταν κι η μυρωδιά ψωμιού
φρεσκοψημένου που σαν της φρέσκιας βροχής στη γη ή σαν φουρτουνιασμένης θάλασσας
ξυπνά μέσα μας μνήμες αταβιστικές και σκεπασμένες με άλλα μα άγρια ζωντανές κι
οξύτατες όποτε εμφανιστούν.
Κλείνει ο φούρνος του Γιώρα και δε νομίζω να είναι κανείς μας που δε λυπάται.
Προσωπικά για τον Κύριο Νίκο και το
Γιώρη τον νεότερο που ζήσαμε να το παλεύουν με διάφορες προσπάθειες, ζήσαμε τα
ξενύχτια στον ξυλόφουρνο την ώρα που γύρω τους άλλοι γλεντούσαν ή πλούτιζαν με
σαμπάνιες κι αχινούς.
Κλείνει ο φούρνος και μαζί του κλείνει κι άλλο ένα κομμάτι της Μυκόνου που άξιζε
να αγαπηθεί όχι μονάχα σαν τόπος για διακοπές βαθύπλουτων ίδιος με μια σουίτα
στο Ντουμπάι ή στο Λας Βέγκας αλλά σαν τόπος έμπνευσης, ταξίδι αληθινό που σημαδεύει,
επαναπροσδιορίζει ώστε ο άνθρωπος να βλέπει τη ζωή του από μακριά και να αλλάζει
ρώτα.
Το είχε αυτό η Ελλάδα και το χάνει.
Το είχε η Μύκονος.
Αφότου μάθαμε το νέο, βλέπω, ως συνηθίζεται, πένθος και θλίψη και τα αιώνια ότι
φταίμε εμείς που δεν τον στηρίξαμε, φταίνε οι Μυκονιάτες που δοκίμαζαν ψωμιά
απ' αλλού.
Αστεία πράγματα βεβαίως, αν και καλοπροαίρετα.
Αν κλείνει ο Φούρνος του Γιώρα, αν κλείνουν κάθε λίγο μαγαζιά ιστορικά, ζωγραφισμένα και τραγουδισμένα είναι επειδή ο σχεδιασμός της σύγχρονης Ελλάδας
είναι τέτοιος που δεν υπολογίζει τη συντήρηση, δε μετρά την τοπική ιστορία.
Διατηρητέα δεν έπρεπε να ήταν μόνο τα αρχαία ή τα αναγνωρισμένα αρχαιοπρεπή
(όπως τα νεοκλασικά) αλλά και τα τούρκικα και τα ιστορικά τζαμιά που τα κάναμε
σινεμά και αγορές. Διατηρητέο και επιδοτούμενο με χρήμα αλλά και συμβούλους και
κάθε υποστήριξη, έπρεπε να είναι κάθε τι που σημάδεψε ή απέμεινε από την
κληρονομιά ενός τόπου. Διατηρητέο είναι ένα ελαιοτριβείο, ένα εργοστάσιο, μια
μηχανή, μια γειτονιά, ένας χώρος λατρείας ή διασκέδασης.
Στο:
άρθρο 24 παρ. 6 του
Συντάγματος, σαφώς επιτάσσεται ότι: « Tα μνημεία, oι παραδoσιακές περιoχές και
τα παραδoσιακά στoιχεία πρoστατεύoνται από τo Kράτoς.Nόμoς θα oρίσει τα
αναγκαία για την πραγματoπoίηση της πρoστασίας αυτής περιoριστικά μέτρα της
ιδιoκτησίας, καθώς και τoν τρόπo και τo είδoς της απoζημίωσης των ιδιoκτητών».
Δηλαδή:
«Από αυτήν την συνταγματική επιταγή διαφαίνεται το αυξημένο
ενδιαφέρον της Πολιτείας να προστατευθεί το πολιτιστικό περιβάλλον, που αφορά
στην ιστορική, καλλιτεχνική,τεχνολογική και εν γένει πολιτιστική μας
κληρονομιά. Μάλιστα η προστασία αυτή πρέπει να είναι συνεχής και κατάλληλη για
αυτόν τον σκοπό, για αυτό δίνεται η δυνατότητα στην Διοίκηση επιβολής
ιδιαίτερων μέτρων, που αποσκοπούν στην αποφυγή βλάβης αλλοιώσεως ή υποβαθμίσεως
του πολιτιστικού περιβάλλοντος .
Και
είναι φυσικά το μόνο σίγουρο, ότι η πολιτιστική μας κληρονομιά δεν
καθρεφτίζεται μόνο σε αρχαιολογικούς χώρους, σε μουσεία ή μνημεία, αλλά ακόμα
και σε μεμονωμένα κτήρια ή σε σύνολα οικισμών.»* Νομική Εφημερίδα CURIA.GR
Σκοπός μας όμως δεν είναι να ζήσουμε σε ένα Μουσείο αλλά να διατηρούμε σε
λειτουργία όσα πιο πολλά μπορούμε από την ιστορική μας κληρονομιά. Μιλάμε για
Φούρνο που, με λίγη βοήθεια πιστεύω θα μπορούσε να είναι μια επικερδής επιχείρηση,
επικερδής και πολιτιστικά, ποιοτικά εννοώ, διότι θα πλούτιζε και τουριστικά και
εκπαιδευτικά το νησί.
Αλλού, κουράστηκα να το θυμίζω, το καταλαβαίνουν. Όσοι ταξιδεύουμε γνωρίζουμε
ότι μπορείς ακόμα να πιεις τη μπύρα σου εκεί που έπινε μια μπύρα ο Σαίξπηρ ή ο
Μαρξ κι ο Ντίκενς, να φας μια μικρή 'μαντλέν' στη μικρή πόλη που περιγράφει ο
Προυστ ή, μια ομελέτα στο Café
de Flore** όπου έγραφαν ο Σαρτρ με τη Σιμόν ντε Μπωβουάρ και το σεβόμαστε
ως εν λειτουργία ιστορικό μνημείο που περιγράφεται από συγγραφείς Γάλλους ή περαστικούς
παρότι δεν είναι παλιό όσο ο Φούρνος του Γιώρα. Όπως,παράδειγμα πολύ σχετικό μ'
εμάς εδώ, μπορούμε να πιούμε πάντα ένα ποτό στο γνωστό μας από τη λογοτεχνία Harry's Bar στη Βενετία που
όχι μόνο παραμένει ζωντανό και αναλλοίωτο αλλά και για να μη χαλάσει η θέα του
εμπόδισε ο Δήμος να ανοίξουν Mac
Donalds στην πλατεία και, συχνά, δίνει οδηγίες με πρόστιμα για το
ντύσιμο των τουριστών που υποβιβάζει την περιοχή.
Αλλά δε λέω να φτάσουμε ως εκεί, λέω να διδαχθούμε.
Και αν υπάρχει τρόπος να μη θρηνούμε κάθε χρόνο μνημεία μας που ισοπεδώνονται
κι αν θέλουμε όντως να βρεθούν οι ένοχοι για να αλλάξουμε στο μέλλον ας πάψουμε
να τα πενθούμε κατόπιν εορτής κι ας ψάξουμε τα αίτια και τους αληθινούς υπαίτιους.
__Για να μην παρεξηγηθώ, θέλω να το ξεκαθαρίσω πως αυτό που προτείνω δεν είναι
οι διαμαρτυρίες 'πού είναι το κράτος;' ή η κομματική ρίψη ευθυνών· αυτά δε βγάζουν
πουθενά.
Αυτό που προτείνω είναι, όσοι νοιαζόμαστε, να μιλήσουμε ανοιχτά για το
γεγονός ότι πεθαίνει η Πόλη αφότου η πρόσβαση είναι ελεύθερη μόνο σε νέους και
αρτιμελείς τουρίστες ενώ παραμένει κλειστή για εμάς τους κατοίκους οπότε και βέβαια
κλείνουν παλιά μπακάλικα (θυμίζω τον Πάπορα) και φούρνοι όπως φεύγουν οι γιατροί
και οι κάτοικοι.
Αν φταίμε όλοι, δεν είναι επειδή δε αγοράζουμε ψωμί από την Πόλη αλλά επειδή
με λανθασμένη πολιτική και αγκυλώσεις φτάσαμε να μην είναι δυνατόν να το κάνουμε
όπως προτιμάμε να στήνουμε προτομές νεκρών αντί να διασώζουμε τα ζωντανά μνημεία
του τόπου.
___________
Φέρνω φωτογραφίες του φούρνου και των ακούραστων ιδιοκτητών Κυρίου Νίκου και του φίλου μου Γιώρη, ποστ του Δημήτρη Ρουσουνέλου με φωτογραφία το τελευταίο 'πουλαράκι' (για μάς που ξέρουμε)
+ νομική εφημερίδα περί διατηρητέων.
Dimitris Rousounelos
Αυτός είναι ο τελευταίος μισόκιλος πούλος που βγήκε από τον Φούρνο του Γιώρα.
Όσοι ξέρουμε να διαβάζουμε το ταμπάνι είχαμε από καιρό πάρει το μήνυμα.
Αύριο δεν θα βγει ψωμί. Ούτε μεθαύριο. Ούτε από βδομάδα.
Ψωμί από τον ξυλόφουρνο του Γιώρα τέλος. Εκτός κι αν στη Μύκονο που σαρώνει και σαρώνεται, κάτι αλλάξει και η ανάγκη μια άλλης ποιότητας, ισορροπίας και ανθρώπινης διαβίωσης σηκώσει μπαϊράκι.
Το πραγματικό πριγκηπάτο είχε σήμερα μια απώλεια στη μάχη με την αλλοτρίωση του νησιού.
Ως τότε είναι δύσκολοι οι καιροί για πρίγκηπες.
Όσοι ξέρουμε να διαβάζουμε το ταμπάνι είχαμε από καιρό πάρει το μήνυμα.
Αύριο δεν θα βγει ψωμί. Ούτε μεθαύριο. Ούτε από βδομάδα.
Ψωμί από τον ξυλόφουρνο του Γιώρα τέλος. Εκτός κι αν στη Μύκονο που σαρώνει και σαρώνεται, κάτι αλλάξει και η ανάγκη μια άλλης ποιότητας, ισορροπίας και ανθρώπινης διαβίωσης σηκώσει μπαϊράκι.
Το πραγματικό πριγκηπάτο είχε σήμερα μια απώλεια στη μάχη με την αλλοτρίωση του νησιού.
Ως τότε είναι δύσκολοι οι καιροί για πρίγκηπες.
Κύριε Νίκο, φίλε Γιώρη, για όσα κάνατε κι όσα προσφέρατε στην κοινωνία και τους φίλους του νησιού μας, για το πολύ που αντέξατε, που ήταν πέρα από τις δυνάμεις σας -και το ξέρουμε καλά, όλοι εμείς που σχεδόν καθημερινά και κάποιοι όπως εγώ από τον καιρό που γεννηθήκαμε- πολύ σας ευχαριστούμε.
Το ψωμί σας και ο κόπος που βάζατε καθημερινά για να βγει θα μείνουν για πάντα στην καρδιά μας.
Το ψωμί σας και ο κόπος που βάζατε καθημερινά για να βγει θα μείνουν για πάντα στην καρδιά μας.
1954:
Το ζύμωμα (που τότε έκαναν οι νοικοκυρές).
Φωτ. του Φραγκή από το αρχείο
του Δημήτρη Κουτσούκου.
Τη Μεγάλη Εβδομάδα φτιάχνουν στα
σπίτια και στους φούρνους. Λαμπροκουλούρες με περίτεχνα σχήματα και τις
στολίζουν με κόκκινα αuγά.. Τις μοιράζουν και τις βάζουν στο τραπέζι το Μεγάλο
Σάββατο.
Την Μεγάλη Πέμπτη και την Μεγάλη
Παρασκευή, οι φούρνοι δίνουνστο ψωμί το σχήμα του Σταυρού και συμβολικά το
κόβουν με το χέρι μη θέλοντας λόγω της ημέρας να χρησιμοποιήσουν μαχαίρι.
'Ήθη, έθιμα και παραδόσεις της
Μυκόνου' της Όλγας Μάρκαρη,
Μέλος του Πολιτιστικού Λαογραφικού Πολιτιστικού Συλλόγου Γυναικών Μυκόνου
Μέλος του Πολιτιστικού Λαογραφικού Πολιτιστικού Συλλόγου Γυναικών Μυκόνου
Νίκος με το Γιώρη και χαμογελαστή βοηθά η μαμά, η Φανή
Ο φούρνος του Γιώρα χρονολογείται
από τον 17ο αιώνα. Τον δουλεύει εδώ και δυό αιώνες η ίδια οικογένεια.Το όνομά
του το πήρε από το Γιώρα Βαμβακούρη, παππού του σημερινού Γιώρη που, με μεγάλο σεβασμό ανακαίνισε το 2015.
______________________________
Σημείωση
To Café de flore είναι ένα σπουδαίο παράδειγμα. Άνοιξε το 1880 και ακόμα έχει τη χαρακτηριστική Art Deco διακόσμηση ενώ από το 1994 έχει θεσπιστεί και το Prix de Flore λογοτεχνικο βραβείο στο όνομά του, το οποίο δίνεται εκεί. Σύχναζαν πάντα συγγραφείς, φιλοσοφοι και πολιτικοί αλλά λόγω του ότι παραμένει αναλλοίωτο προσελκύει πολλούς τουρίστες και το βλέπουμε σε ταινίες, τηλεοπτικές εκπομπές κ.λ.
Τι συγκρίνω, ίσως πείτε. Όχι με το Φούρνο μα, έτσι για μια στιγμή, σκεφθείτε πόσο επικερδή θα ήταν σήμερα το 'Μπραζίλιαν' ή Βυζάντιο' στα οποία σύχναζαν ποιητές και ηθοποιοί.
Παραδείγματα
(που πρόλαβα όπως και η ΄Βεγγέρα' της Μυκόνου)
Ο γνώστης του καφέ Ευάγγελος Σαραβάνος, μετά από χρόνια στη Βραζιλία και στην Αλεξάνδρεια, αποφάσισε να ανοίξει καφενείο και στην Αθήνα. Το «Μπραζίλιαν» της οδού Βουκουρεστίου είχε ως σήμα κατατεθέν την εξαιρετικής ποιότητας καφέ (εδώ πρωτοήπιαν οι Αθηναίοι espresso), και τα εξαιρετικά γλυκά. Το Μπραζίλιαν κατά τις δεκαετίας του ’50 και του ’60 παραγκωνίζει σταδιακά άλλα λογοτεχνικά στέκια, όπως το «Πατάρι του Λουμίδη». Στην καθιέρωση του «Μπραζίλιαν» ως λογοτεχνικού στεκιού συνέβαλε και η γειτνίασή του με το βιβλιοπωλείο «Πυρσός». Την ακμή του Μπραζίλιαν ανέκοψε η δικτατορία του 1967, καθώς αρκετοί από τους επιφανείς θαμώνες του είτε μετακόμισαν στο εξωτερικό είτε απλώς σταμάτησαν να το επισκέπτονται. Συχνός θαμώνας του Μπραζίλιαν ήταν ο Κώστας Ταχτσής, το ποίημα του οποίου «Η συμφωνία του Μπραζίλιαν», εικονογραφημένο από τον Γιάννη Τσαρούχη, κοσμεί τον τοίχο του σημερινού Μπραζίλιαν στον αριθμό 10 της οδού Βαλαωρίτου, όπου μεταφέρθηκε το 2007. Το σημερινό Μπραζίλιαν διατηρεί στους τοίχους του τις 45 φωτογραφίες του Αλέκου Φασιανού, στις οποίες μπορεί κανείς να διακρίνει πολλούς από τους λογοτέχνες και καλλιτέχνες που σύχναζαν εδώ, όπως τους περιγράφει ο Κώστας Ταχτσής:
"Το 48-49, μια σταλιά μαγαζάκι ήταν – είναι ακόμα – μα ανάμεσα στους θαμώνες που συνωθούντο στα λίγα τετραγωνικά του μέτρα ήταν και καμιά δεκαριά άνθρωποι που, ακόμα κι αν δεν υπήρχε κανένας άλλος, θα μπορούσαν να εκπροσωπήσουν άνετα την πνευματική Ελλάδα, με όλα της τα ελαττώματα αλλά και με όλες της τις αρετές: ο Μόραλης, ο Ελύτης, ο Τσαρούχης, ο Εγγονόπουλος, ο Σαχτούρης, ο Βαλαωρίτης, ο Χατζιδάκις και άλλοι, που περιττεύει να αναφέρω."
«Όταν η ποίηση χάνει ένα από τα καταφύγιά της, σημαίνει ότι όλα πάνε στραβά σε µια πόλη»
"Το 48-49, μια σταλιά μαγαζάκι ήταν – είναι ακόμα – μα ανάμεσα στους θαμώνες που συνωθούντο στα λίγα τετραγωνικά του μέτρα ήταν και καμιά δεκαριά άνθρωποι που, ακόμα κι αν δεν υπήρχε κανένας άλλος, θα μπορούσαν να εκπροσωπήσουν άνετα την πνευματική Ελλάδα, με όλα της τα ελαττώματα αλλά και με όλες της τις αρετές: ο Μόραλης, ο Ελύτης, ο Τσαρούχης, ο Εγγονόπουλος, ο Σαχτούρης, ο Βαλαωρίτης, ο Χατζιδάκις και άλλοι, που περιττεύει να αναφέρω."
«Όταν η ποίηση χάνει ένα από τα καταφύγιά της, σημαίνει ότι όλα πάνε στραβά σε µια πόλη»
Το θρυλικό ουζερί του Απότσου ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1897 και αρχικά βρισκόταν στην οδό Σταδίου 5Α, Το 1969 μεταφέρθηκε στην οδό Βουκουρεστίου για να καταλήξει το 1971 στη στοά επί της οδού Πανεπιστημίου 10. Την πολυετή του ιστορία πρόδιδαν οι τοίχοι του, τους οποίους διακοσμούσαν προπολεμικές διαφημίσεις ευρωπαϊκών και ελληνικών ποτών. Στους επώνυμους θαμώνες του συγκαταλέγονταν οι Μιλιτιάδης Μαλακάσης, Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Δημοσθένης Βουτυράς, Γ. Κατσίµπαλης, Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Σεφέρης, Ανδρέας Καραντώνης κ.ά. Από τον «Απότσο» ξεπήδησαν και πολλά λογοτεχνικά περιοδικά, με γνωστότερο όλων το «Τετράδιο», του οποίου τα στοιχεία επικοινωνίας ήταν ταυτόσημα με του ουζερί. --> theartfoundation
____________________________________________________________________