Τέλη
1960, αρχές '70, ο πατέρας μου ήταν γύρω στα 30 (από λίγο πριν ως λίγο μετά) και νοίκιαζε ένα
διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας.
Όλη
μέρα στο γραφείο, όλη νύχτα έξω ως ξημερώματα. Έτσι έκανε πάντα σε όλη του τη ζωή.
Οι γείτονες που ενοχλήθηκαν από το θόρυβο; Αλλά δε
βγήκαν να το πουν. Κρυφοκοίταξαν τις «κοπέλες» από ματάκια εξώπορτας και μπαλκόνια,
και ύστερα συνεδρίασαν κι αποφάσισαν να «ιδοποιήσουν» τον εργένη κύριο ότι «τέτοια πράγματα»
δε θα τα ανεχθούν.
Έτσι ήταν τότε. Εργένης λεγόταν ο άνδρας που νοίκιαζε μόνος κι αν ήταν κοπέλα μπορεί και να μην της είχαν δώσει το διαμέρισμα εκτός κι αν ήταν ηλικιωμένη, χήρα και εξοπλισμένη με δακρύβρεκτο αφήγημα που θα δικαιολογούσε γιατί δεν τη θέλουν τα παιδιά της ή γιατι δεν έχει -η κακομοίρα- αν, φτούφτουφτου μακριαπομάς, είναι άτεκνη.
Σα
να τη βλέπω τη συνεδρίαση σε κάποιο από τα, συνήθως κλειδωμένα σαλονάκια, με υπερλουστραρισμένο
τραπέζι για το νερό και το γλυκό που θα έβγαλε η σπιτονοικοκυρά από το «μπουφέ»―
τότε δεν «έψηναν» καφέ στους ξένους μόνο νερό «έβγαζαν» κι ένα γλυκό του κουταλιού
από το ντουλάπι που, όποιος σιχαινόταν, το απέφευγε δείχνοντας με γκριμάτσα
το μάγουλό του και μουρμουρίζοντας συνωμοτικά «το δόντι μου!», διότι ήταν τα χρόνια που, ακόμα, κάποιοι καμάρωναν τα χρυσά και που ο μπεκρής μπορούσε να δικαιολογηθεί ότι μύριζε
ούζα επειδή είχε πονόδοντο.
Κι
ύστερα, αφού πήραν την απόφαση για «το εκατό», θα επιφόρτισαν τον πιο εγγράμματο με
τη συγγραφή του επιστολαρίου, που σημαίνει ότι έστειλαν ίσως το μικρό (κεφάλι γλόμπος-παντελονάκι ως αστράγαλο επειδή ψηλώνει γρήγορα) να
αγοράσει χαρτί «από τη γωνία». Περίπτερα και ψιλικατζίδικα (τα «στη γωνία») πουλούσαν
τότε αυτά τα δίφυλλα «ριγωτά» επιστολόχαρτα και οι άνθρωποι που τα χρησιμοποιούσαν
έγραφαν τόσο σπάνια που κανείς τους ποτέ δεν είχε στοο σπίτι χαρτί ούτε αγόραζε πάνω
από το ένα που χρειαζόταν.
Τα μεγεθών Α3 και Α4 ήταν για ανώτερες
τάξεις, των εγγράμματων, όπως και τα άλλα τα μεγέθους Α4 μα λεπτότατα,
τα επονομαζόμενα 'αεροπορικά, διότι κόστιζε πιο ακριβά να πάει το γράμμα αεροπορικώς
οπότε έκαναν οικονομία γραμμαρίων. Το Α4 για
τα επίσημα μας θα μας έρχεται νομίζω από την Αμερική όπου ονομάζεται και
'legal' αλλά πριν γίνουν κανόνας οι γραφομηχανές, τα χειρόγραφα επίσημα έγγραφα
ήταν σε «κόλλες» «ριγωτές» δίφυλλες αλλά μεγάλου μεγέθους και στενόμακρου σχήματος.
Σ' αυτές έγραφε όλη μέρα ο «γραφεύς» με τα μεγάλα σκούρα μανίκια που στερέωνε
πάνω από τα δικά του για να μη λερωθεί το πουκάμισο με μελάνι.
Όμως
αυτά είναι πιο παλιά, εδώ –για να επιστρέψουμε στο ανωτέρω έγγραφο― έβγαιναν
σε σύνταξη οι τελευταίοι γραφείς (άνδρες) κι όλοι οι μοντέρνοι εργοδότες αναζητούσαν
να προσλάβουν (κοπέλα) δακτυλογράφο.
Είναι
τα χρόνια που οι νεότεροι βλέπω να νοσταλγούν επειδή τα ξέρουν από τον επιφανειακό
και υπερλογοκριμένο Ελληνικό Κινηματογράφο που, με διασκεδάζει πολύ, κάποιοι τον
μεταχειρίζονται και για αναφορές λες και ήταν ντοκιμαντέρ με ντοκουμέντα τα ωραιοποιημένα εύπεπτα παραμυθάκια.
Η
αλήθεια είναι σ' αυτό το σημείωμα. Η επέμβαση στην προσωπική ζωή του γείτονα ή του
ενοικιαστή κι η απειλή του «100» που θα κληθεί να επαναφέρει τον ξεστρατισμένο
νέο στα Χρηστά μας Ήθη.
Αυτά,
όπως και η ανορθογραφία (που, σαν να τον βλέπω) πάντα τον νευρίαζε, είναι που έκαναν
τον Κύριο μου να το κρατήσει για να το βρω εγώ μετά από τόσα χρόνια.
Να κατάφεραν να
τον συνετίσουν; Δε νομίζω. Η προσωπική ζωή του αλλά και η εξέλιξη της Κοινωνίας
άλλα δείχνουν. Εξ άλλου λέξη δε θα είπε ούτε θα μετακόμισε διότι, όπως δε θα δείτε
στις ελληνικές ταινίες, παντού έτσι θα ήταν, μπορεί και χειρότερα.
_______________________________