Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2018

Το χώμα είναι δικό τους και δικό μας; Τη Ρωμιοσύνη σαν την κλαις, ω Μίκη!

#Συλλαλητηριο  
Σώπα, ὅπου νἄναι θὰ σημάνουν οἱ καμπάνες.
Αὐτὸ τὸ χῶμα εἶναι δικό τους καὶ δικό μας.
Γ.Ρίτσος


Η 'Ρωμιοσύνη' από μεγάφωνα χθες; Τι επιλογή αλήθεια.
Συλλαλητήριο και να επιλέγεις να ακουστεί ένα 'Σώπα (όπου να 'ναι..)'. Διεκδίκηση εθνικιστική και να επιλέγεις να ακουστεί ότι «αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας».
Όσοι γνωρίζουμε το ποίημα απορήσαμε. Δεν είμαι μόνη σ΄αυτό, η κόρη του ποιητή το ίδιο σκέφτηκε: «Εκτός και αν η χρήση από πλευράς διοργανωτών είναι μια συμβολική χειρονομία συμφιλίωσης με τη γείτονα χώρα. Επί μακεδονικού εδάφους όλοι μαζί, το χώμα της Μακεδονίας είναι δικό τους και δικό μας! Οπότε, πάσο!».

Η μάζα είναι συναισθηματική, έλεγε ο πιο μεγάλος λαοπλάνος που με εθνικιστικά φούμαρα ξελόγιασε ένα λαό και πυρπόλησε τον κόσμο.

Η μάζα είναι συναισθηματική. Γι' αυτό φτιάχνονται τα συνθήματα. Δεν είναι για τη σκέψη αλλά για το θυμικό. Έτσι νόμιζα. Χθες όμως μου φάνηκε και κουφή όταν ακούστηκε η Ρωμιοσύνη μπροστά στους Χρυσαυγίτες που, μην τα ξαναλέμε, συμφωνώ, όλοι οι συλλαλούντες δεν είναι γραμμένοι στη ΧΑ όμως δεν είδαμε και να ενοχλούνται από την παρουσία της, όπως κι ο Μίκης Θεοδωράκης που δε μπορεί να μην καταλαβαίνει ότι άλλο να εκφράζεις άποψη για 'αριστερόστροφη τρομοκρατία' όταν συζητάς στο σαλόνι σου κι άλλο από εξέδρα καθώς σε επευφημούν Χρυσαυγίτες δολοφόνοι. Οι οποίοι, alas, καθόλου δεν εκώφευσαν μα με 'τουί του πρωτοπαλίκαρου, άπλωσαν τη σκοτεινή φτερούγα και αγκάλιασαν ως πρόβατο απολωλός τον ομιλητή. Όχι στα τυφλά όμως αλλά με πονηρή αναφορά στις κωλοτούμπες του, έτσι για να τα μαζέψουν αν τους τα γυρίσει.

Σας φέρνω την ομιλία, το 'τουί', φέρνω και αντίβαρο τη δήλωση της Έρης Ρίτσου.
Επίσης ― κατά τη συνήθεια του blog― φέρνω και όλο το ποίημα για ανάγνωση + απαγγελία του ποιητή + το απόσπασμα περί χώματος τραγουδισμένο από το Μπιθικώτση.
Κι ακόμα, κατά τη συνήθεια του blog (για να ξέρουμε πού ζούμε), σταχυολογώ σχόλια διαδικτυακά:
Θλιβερή (ψηφοθηρική;) Ζωή Κωνσταντοπούλου,

γιος δεσμοφύλακα της Μακρονήσου συγκινημένος που με το Μίκη θα χαμογελά στον τάφο ο πατέρας του,
και άλλα τέτοια, αν αντέχετε.




 Ερη Ριτσου 
Μαθαίνω πως στο συλλαλητήριο ακούστηκε η Ρωμιοσύνη: "Τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας". Βέβαια ο Ρίτσος όταν έγραφε τους στίχους αυτούς δεν είχε υπ' όψιν του τη συγκεκριμένη σημερινή χρήση από τα πάσης φύσεως παλληκάρια που γίνανε μαλλιά κουβάρια... (Εκτός και αν η χρήση από πλευράς διοργανωτών είναι μια συμβολική χειρονομία συμφιλίωσης με τη γείτονα χώρα. Επί μακεδονικού εδάφους όλοι μαζί, το χώμα της Μακεδονίας είναι δικό τους και δικό μας! Οπότε, πάσο!)

Μίκης Θεοδωράκης: 
Μάχομαι το φασισμό σε όλες του τις μορφές. Και προπαντώς στην πιο απατηλή επικίνδυνη μορφή του, την αριστερόστροφη. 

Ο Μίκης ξεκίνησε από την Ε.Ο.Ν. του Ιωάννου Μεταξά και έκλεισε τον κύκλο του στο #Συλλαλητηριο πλάι σε Πατριώτες και Εθνικιστές! Οι ενδιάμεσες στάσεις/κυβιστήσεις παραγράφονται...


 Ερη Ριτσου 
Η Ρωμιοσύνη γράφτηκε από τον Γιάννη Ρίτσο αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, μεταξύ 1945-47, μέσα στον εμφύλιο, και είναι μια εποποιία της Αντίστασης του Ελληνικού λαού κατά των Ναζί.
Η Ρωμιοσύνη μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη, μετά τον ξυλοδαρμό του καθώς και άλλων αριστερών από τους χωροφύλακες στον Πειραιά, ανήμερα των Φώτων το 1966. Μέσα στα αίματα ο Μίκης επιστρέφει σπίτι του και βρίσκει ένα αντίτυπο της Ρωμιοσύνης που μελοποιεί μέσα σε λίγες ώρες.
Είτε φασίστες την τραγουδήσουν, είτε πατριδολάγνοι, είτε πατριδοκάπηλοι, είτε δωσίλογοι, είτε άσχετοι, είτε ανύποπτοι, η Ρωμιοσύνη είναι το ποίημα που είναι, γράφτηκε για το λόγο που γράφτηκε και αυτό ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΕΙ.
Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. Ὅλοι μασᾶνε μία μπουκιὰ οὐρανὸ πάνου ἀπ᾿ τὴν πίκρα τους. 
Τὰ μάτια τους εἶναι κόκκινα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια, 
μία βαθειὰ χαρακιὰ σφηνωμένη ἀνάμεσα στὰ φρύδια τους 
σὰν ἕνα κυπαρίσσι ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνὰ τὸ λιόγερμα.
Τὸ χέρι τους εἶναι κολλημένο στὸ ντουφέκι 
τὸ ντουφέκι εἶναι συνέχεια τοῦ χεριοῦ τους 
τὸ χέρι τους εἶναι συνέχεια τῆς ψυχῆς τους - 
ἔχουν στὰ χείλια τους ἀπάνου τὸ θυμὸ 
κ᾿ ἔχουνε τὸν καημὸ βαθιὰ-βαθιὰ στὰ μάτια τους 
σὰν ἕνα ἀστέρι σὲ μία γοῦβα ἁλάτι.

Ὅταν σφίγγουν τὸ χέρι, ὁ ἥλιος εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο 
ὅταν χαμογελᾶνε, ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένειά τους 
ὅταν κοιμοῦνται, δώδεκα ἄστρα πέφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους 
ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα.


Σχόλια 


ΑΠΟΚΑΘΉΛΩΣΗ ΙΕΡΏΝ ΑΓΕΛΆΔΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΉΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ (2)
Βγήκε χθες σε ένα εξαιρετικό του άρθρο ο Καλαμουκης από την Ελληνοφρενεια και έγραψε όλους τους λόγους για τους οποίους ο Μίκυ πέθανε στο Σύνταγμα.
Μόνο που έκανε ένα μικρό λαθάκι γιατί ο Θεοδωράκης δεν πέθανε προχθές στο Σύνταγμα αλλά είναι ήδη ηθικά νεκρός για κάποιους από το '74 με εκείνο το επικό "Η Καραμανλής ή τανκς", για εμένα από το' 90 που ανέλαβε υπουργός στη σκληρή νεοφιλελευθερη κυβέρνηση του "Εσείς είστε το κράτος" Μητσοτάκη και ειδικότερα από το '91, όταν έκανε την ΕΜΕΤΙΚΉ δήλωση που παραθέτω για τη δολοφονία Τεμπονερα.
Τι μας είχε πει λοιπόν τότε ο πολύς Μίκης ;
Ούτε λίγο, ούτε πολύ ότι το κράτος κρατούσε ...υποχωρητικη στάση, "απέναντι στις αυθαιρεσίες μικρών ομάδων που με καταχρηστικες απεργίες, καταλήψεις, εμπρησμούς και κάθε είδους εκδηλώσεις, ταλαιπωρούν τον ελληνικό λαό "!!!
Επί λέξει! Ο αριστερός! Που τον έχουν ακόμα θεο κάτι βόδια και αναμασουν το τροπάρι ότι "πρέπει να φας πολλά ψωμιά ακόμα για να φτάσεις το Θεοδωράκη "!
Αν είναι να εννοούν τα ψωμιά του πολιτικαντισμου και της προτροπής για ακόμα περισσότερη καταστολή (που έτσι κι αλλιώς ήταν ιδιαίτερα ΑΓΡΙΑ εκείνη την περίοδο με δολοφονίες από την αστυνομία, βασανισμους σε τμήματα, άγριο ξύλο σε διαδηλώσεις- γήπεδα - Εξάρχεια και οπουδήποτε εκδηλωνονταν ο κοινωνικος ανταγωνισμός), ευχαριστώ πολύ που δεν τα έχω φάει.
Με το κερασάκι στην τούρτα ή μάλλον καλύτερα ΤΟΝ ΠΆΤΟ ΤΟΥ ΒΟΘΡΟΥ να είναι το τέλος των δηλώσεων του, όπου ΤΑΥΤΙΖΟΜΕΝΟΣ με τον συνήγορο υπεράσπισης του Καλαμποκα και μετέπειτα βουλευτή της χρυσής αυγής Μιχάλη Αρβανίτη, λέει επί λέξει ότι "οι ανακρίσεις βρίσκονται σε εξέλιξη και θα πρέπει να περιμένουμε την ολοκλήρωση τους, ώστε να βγάλουμε τα συμπεράσματα μας, τότε που θα αποκαλυφθεί πλήρως η αλήθεια, η οποία είμαι βέβαιος ότι θα κρύβει πολλές εκπλήξεις"!!!
Είναι ΑΚΡΙΒΏΣ η υπερασπιστικη γραμμή του ακροδεξιού (και βάλε) δικηγόρου, ο οποίος στην απελπισμένη προσπάθεια να αθωώσει τον πελάτη του, έριχνε την ευθύνη για τη δολοφονία του καθηγητή στον Μαραγκό, αφήνοντας παράλληλα και κάποιες σπόντες ότι μπορεί να χτυπήθηκε κατά λάθος από πίσω...
Και κάπως έτσι ο ΚΆΠΟΤΕ Μακρονησιωτης και εξόριστος μα τώρα Υπουργός Επικράτειας Μίκυ, συμπορευεται ανερυθριαστα ΉΔΗ από τότε με έναν ακόμα "εριστικο πατριώτη". Ο Σκαλουμπακας ήταν απλά η φυσική συνέχεια...



ΣΛ
Όλη η χώρα να φωνάζει ότι χτες δεν ηταν εθνικιστικό τοσυλλαλητήριο,όλο το σύμπαν να ωρύεται ότι ο Μίκης δε ξέπλυνε τους φασίστες,εγώ θα εχω τη γνωμη μου για το αντίθετο.
Και δε πα να κοπανιέστε για τα ιερά και τα όσια,δε με πείθετε.

Σ.Α. Ενάντια στον αριστερό φασισμό και την κυβέρνηση της μειοψηφίας , τα είπε όλα . Αριστεροί σας φτύνουν δε βρέχει . Εύγε στον Μέγα Μικη !!!!
Ε...ς Α...ογλου Τους αριστερούς έδωσε ..όχι τους κουμουνιστες..έχει διαφορά

Jim Kir
Να είναι ο Μίκης στην εξέδρα και από κατω ο Κασιδιαρης με την συμμορία του να τον χειροκροτεί.
Η παρακαταθήκη του Μίκη για το μέλλον. Όχι δεν είναι όλοι φασίστες και ακροδεξιοί όσοι θα πάνε στο συλλαλητήριο...όμως όλοι οι φασίστες και οι ακροδεξιοι θα είναι εκεί.

Κοίτα τη θυμήθηκα τώρα......... 


Konstantinos Poulis‏ 
Όταν λέμε "Συλλαλητήριο για τη Μακεδονία" ποια απ' όλες εννοούμε;


Thepressproject
Φευ, ένα μεγαλειώδες συλλαλητήριο, μια ιστορική στιγμή
Συμφωνώ με όσους έκριναν ότι το συλλαλητήριο της 4ης Φεβρουαρίου ήταν μεγάλης, ιστορικής σημασίας. Στο σημείο αυτό χωρίζουν οι δρόμοι μας με όσους συμμετείχαν. Η στιγμή εκτιμώ ότι είναι όντως ιστορική για έναν λόγο θλιβερό: Αφού η κυβέρνηση απέτυχε να αναστρέψει την πορεία της καταρράκωσης του φρονήματος των απλών ανθρώπων που ζουν σαν πατημένες τσίχλες, συμβαίνει ως φυσική συνέπεια αυτό που θα φοβόταν κανείς στα χειρότερα όνειρά του: τα ηνία παίρνει ο εθνικισμός για να αποκαταστήσει την περηφάνια όλων αυτών των πληγωμένων εγώ.


Δεν χρειάζεται να μας εξηγούν πόσο δεν είναι φασίστες όσοι κατέβηκαν στο συλλαλητήριο. Και βέβαια δεν είναι. Ούτε θέλω να επιμείνω στο επιχείρημα που ακούστηκε όλες αυτές τις μέρες, ότι ανέχθηκαν τους φασίστες δίπλα τους. Προφανώς πιστεύω ότι αυτά ισχύουν. Το σημαντικότερο όμως πρόβλημα, που με ουρανομήκη μυωπία αντιμετώπισαν η Πλεύση Ελευθερίας και η Λαϊκή Ενότητα, είναι πως όταν επιχειρήσεις να θέσεις το κοινωνικό πρόβλημα ως πρόβλημα εθνικό, αυτή τη δουλειά θα την κάνει χίλιες φορές καλύτερα από σένα ο αυθεντικός εθνικιστής. Ακούσατε προσεκτικά τους ανθρώπους που έλεγαν ότι μπορεί να χάσαμε το εισόδημά μας, αλλά δεν θα μας πάρουν την πατρίδα μας; Έχουν ξανακουστεί αυτά, όταν φτωχοί άνθρωποι έμεναν χωρίς φαΐ για να αγοράσουν ζωστήρες για την παραστρατιωτική στολή τους.
Αυτές τις μέρες, με τις ευλογίες ενός κομματιού της Αριστεράς, καταφέραμε να ξαναβγάλουμε τους φασίστες από τη θέση άμυνας και να τους δώσουμε το προνομιακό πεδίο που ζητούν, για να εκφράσουν την κοινωνία: να πουν ότι δεν είμαστε χωρισμένοι με βάση κανένα συμφέρον, υπάρχουν κακοί ξένοι και καλοί Έλληνες, ενωμένοι και ακομμάτιστοι. Και μαζί να κάψουν τη Libertatia, να επιτεθούν στο Εμπρός και ποιος ξέρει τι άλλο, στις ώρες που θα ακολουθήσουν.


Ο Παναγιώτης Σκαλούμπακας, ήταν ο διοικητής του τάγματος της Μακρονήσου. Ήταν ο ενορχηστρωτής των φρικτών βασανιστηρίων της Μακρονήσου. Στην ιστορία έχει μείνει η φράση του, κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων: «δεν βλέπω αίμα, δεν βλέπω αίμα» 






Μπορεί ο Μίκης να μην κατάλαβε (;) πού ακριβώς πήγε σήμερα, αλλά τα φασιστοειδή κατάλαβαν και μάλιστα πολύ καλά το βάρος και τη σημασία της κίνησής του.
Απόδειξη ένα τιτίβισμα του χρυσαυγίτη, Ηλία Κασιδιάρη, που έπιασε αμέσως το νήμα για να αξιοποιήσει πολιτικά την παρουσία και το λόγο του Θεοδωράκη.
Ο Μίκης ξεκίνησε από την Ε.Ο.Ν. του Ιωάννου Μεταξά και έκλεισε τον κύκλο του στο #Συλλαλητήριο πλάι σε Πατριώτες και Εθνικιστές! Οι ενδιάμεσες στάσεις/κυβερνήσεις παραγράφονται…
λέει ο φασίστας και καμαρώνει γιατί “τα στερνά του Μίκη τίμησαν τα πρώτα”. Όλα τα ενδιάμεσα παραγράφονται σαν κυβιστήσεις και θεωρούνται κάτι σαν τις κωλοτούμπες του Σύριζα…
Από κοντά κι ο “σοβαρός φασίστας” Θάνος Τζήμερος, που βρήκε “συνήγορο” στα εμέσματά του για “αριστερό φασισμό”.
Ποιοι είναι όμως οι όψιμοι θαυμαστές του Θεοδωράκη; Κι είχαν πάντα την ίδια άποψη για αυτόν και τη μουσική του;
Προφανώς και όχι. Το αποδεικνύει η περίπτωση του στελέχους του συνδικαλιστή του ΠΑΜΕ, Δημήτρη Ζαμπέλη, που είχαν χτυπήσει τα φασισταριά στην Ανάβυσσο, επειδή άκουγε τη μουσική του Θεοδωράκη και το “Αρνιέμαι” με τους μελοποιημένους στίχους του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Κι αυτό δεν έγινε στα χρόνια της χούντας -που νοσταλγούν οι χρυσαυγίτες- αλλά το πρόσφατο 2013.
Ας δούμε τι ανέφερε σχετικά τότε το ρεπορτάζ της εφημερίδας “Έθνος”, όπως το βρήκαμε εδώ, στη σελίδα της Πολιτικής Αγωγής στη Δίκη της Χρυσής Αυγής.
«Αρνιέμαι αρνιέμαι αρνιέμαι/οι άλλοι να βαστάνε τα σκοινιά/αρνιέμαι να με κάνουν ό,τι θένε/αρνιέμαι να πνιγώ στην καταχνιά».
Οι στίχοι του Ιάκωβου Καμπανέλλη, αλλά και η δυναμική μελωδία του Μίκη Θεοδωράκη, «ερέθισαν» τους χρυσαυγίτες που ήταν συγκεντρωμένοι το βράδυ της Τρίτης στα γραφεία της τοπικής οργάνωσης Αναβύσσου.
Οταν ένας διερχόμενος οδηγός άκουγε το τραγούδι στο αυτοκίνητό του, τα μέλη της Χρυσής Αυγής τον κυνήγησαν για να τον προπηλακίσουν.
Την ώρα που ο Δημήτρης Ζαμπέλης, «γείτονας» των γραφείων της τοπικής οργάνωσης, πάρκαρε το ΙΧ του, δέχθηκε την απρόκλητη επίθεση 10 μελών της Χρυσής Αυγής, ένας εκ των οποίων μάλιστα τον χτύπησε στο πρόσωπο.
Για καλή του τύχη, από το σημείο περνούσε ένα περιπολικό που είδε το περιστατικό και παρενέβη, με αποτέλεσμα οι «φουσκωτοί» να τρέξουν για να βρουν καταφύγιο στα γραφεία της οργάνωσης.
«Μου έλεγαν ότι δεν πρέπει να ακούω τέτοια τραγούδια. Οταν τους απάντησα ότι θα ακούω ό,τι θέλω, ένας με χτύπησε στο πρόσωπο», δηλώνει στο «Εθνος» ο Δημήτρης Ζαμπέλης, που είναι μέλος του ΠΑΜΕ, μέλος του ΔΣ του Εργατικού Κέντρου Λαυρίου και γενικός γραμματέας του Σωματείου Ιδιωτικών Υπαλλήλων της περιοχής. «Πήγα στο αστυνομικό τμήμα και κατήγγειλα το περιστατικό στον διοικητή Αναβύσσου, έχοντας μάρτυρες τους αστυνομικούς του περιπολικού», διηγείται.
Εμπλοκή «Καιάδα»
Μετά την καταγγελία του, ο επικεφαλής του Α.Τ. αποφάσισε να πάει συνοδεία του συνδικαλιστή στα γραφεία της Χρυσής Αυγής προκειμένου ο παθών να αναγνωρίσει το άτομο που χειροδίκησε σε βάρος του.
«Οταν φτάσαμε εκεί, σταθήκαμε έξω από την είσοδο και ο διοικητής ζήτησε να μιλήσει με κάποιον εκπρόσωπο. Τότε, κατέβηκε ένα άτομο που συστήθηκε ως ο βουλευτής Γερμενής, υπεύθυνος της εκδήλωσης. Στον σύντομο διάλογο που είχαμε, εκείνος φέρθηκε σαν να μην ήξερε τίποτα για τον προπηλακισμό μου και είπε ότι «δεν έπρεπε να βάζω τέτοια τραγούδια, αλλά το περιστατικό να θεωρηθεί λήξαν». Εγώ αρνήθηκα να υποχωρήσω, λέγοντας ότι θέλω να αναγνωρίσω τον άνθρωπο που με χτύπησε και εκείνος τότε απάντησε αρνητικά.
Μετά την άρνηση του «Καιάδα» για συνεργασία με τις Αρχές, στο σημείο έφτασαν δύο διμοιρίες των ΜΑΤ. Από τα 25 άτομα που βγήκαν τελικά έξω, ο συνδικαλιστής αναγνώρισε ένα άτομο από την ομάδα των 10, το οποίο και προσήχθη. Ο συνδικαλιστής δήλωσε ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του συγκεκριμένου, παρά μόνο του δράστη που τον χαστούκισε.
Και ενώ το περιστατικό θα θεωρούνταν λήξαν, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της ίδιας βραδιάς, ο Ηλίας Κασιδιάρης πήγε στο ΑΤ της περιοχής και υπέβαλε μήνυση σε βάρος των αστυνομικών για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος. Για όλα τα παραπάνω ενημερώθηκε ο εισαγγελέας Ποινικής Δίωξης, ο οποίος έδωσε εντολή να του σταλούν οι μηνύσεις για να τις μελετήσει.
«Το γεγονός αυτό μου έδωσε δύναμη και κουράγιο να μη σκύβω το κεφάλι και να μην κλείνω το στόμα μου στους τραμπουκισμούς και τη βία της Χρυσής Αυγής», καταλήγει ο Δημήτρης Ζαμπέλης.
Τον συνδικαλιστή στήριξε η ίδια η γενική γραμματέας του ΚΚΕ Αλέκα Παπαρήγα, ενώ ανακοινώσεις συμπαράστασης έχουν εκδώσει κόμματα, παρατάξεις και συλλογικότητες.
Τότε η μουσική του Μίκη ήταν “κόκκινο πανί” για τους εκάστοτε φασίστες. Σήμερα τον χειροκρότησαν, δεν είχαν κανένα πρόβλημα με τα τραγούδια του, κι έσπευσαν να τον “υποδεχτούν ξανά” στις τάξεις τους.
Προφανώς κάτι έχει πάει στραβά, για να έρθουν τα πάνω-κάτω. Και δεν είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς τι είναι αυτό…
Αλλά τα τραγούδια του Μίκη αυτονομούνται από τη δική του μεταγενέστερη επιλογή και θα ενοχλούν πάντα τους φασίστες. Οι οποίοι -παρεμπιπτόντως- δεν ήταν ποτέ τους αριστεροί, όπως ακούσαμε σήμερα…




Η μεγαλύτερη ειρωνεία με το κείμενο του Μπογιόπουλου για τον Μίκη Θεοδωράκη, που βάλαμε στο πρες, είναι ότι υπερασπίζονται τον Θεοδωράκη μόνο φασίστες, οπότε το κείμενο δικαιώνεται ανεξαρτήτως του τι μπινελίκι θα κατεβάσει ο καθένας.



Τελικά οι μόνοι που προσπάθησαν να προστατέψουν το Θεοδωράκη είναι εκείνοι που έγραψαν στον τοίχο του σπιτιού του.




_________________________________________

Η ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ (γραμμένη το 1945-47 και τυπωμένη πρώτη φορά το 1954 μέσα στην ευρύτερη συλλογή Αγρύπνια που περιέχει το έργο του ποιητή από το 1941 ως το 1953) είναι μια μεγάλη ποιητική σύνθεση χωρισμένη σε επτά μέρη-ενότητες

Γιάννης Ρίτσος - Ρωμιοσύνη

(ἀπὸ τὰ Ποιήματα 1930-1960, B´, Κέδρος 1961)
I - II - III - IV - V - VI - VII

I

Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.
Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,
σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.
Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια κ᾿ οἱ φωνὲς μὲς στὸν ἀσβέστη τοῦ ἥλιου.
Ἡ ρίζα σκοντάφτει στὸ μάρμαρο. Τὰ σκονισμένα σκοίνα.
Τὸ μουλάρι κι ὁ βράχος. Λαχανιάζουν. Δὲν ὑπάρχει νερό.
Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. Ὅλοι μασᾶνε μία μπουκιὰ οὐρανὸ πάνου ἀπ᾿ τὴν πίκρα τους.
Τὰ μάτια τους εἶναι κόκκινα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια,
μία βαθειὰ χαρακιὰ σφηνωμένη ἀνάμεσα στὰ φρύδια τους
σὰν ἕνα κυπαρίσσι ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνὰ τὸ λιόγερμα.
Τὸ χέρι τους εἶναι κολλημένο στὸ ντουφέκι
τὸ ντουφέκι εἶναι συνέχεια τοῦ χεριοῦ τους
τὸ χέρι τους εἶναι συνέχεια τῆς ψυχῆς τους -
ἔχουν στὰ χείλια τους ἀπάνου τὸ θυμὸ
κ᾿ ἔχουνε τὸν καημὸ βαθιὰ-βαθιὰ στὰ μάτια τους
σὰν ἕνα ἀστέρι σὲ μία γοῦβα ἁλάτι.
Ὅταν σφίγγουν τὸ χέρι, ὁ ἥλιος εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο
ὅταν χαμογελᾶνε, ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένειά τους
ὅταν κοιμοῦνται, δώδεκα ἄστρα πέφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους
ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα.
Τόσα χρόνια ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι διψᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα,
ἔφαγε ἡ κάψα τὰ χωράφια τους κ᾿ ἡ ἁρμύρα πότισε τὰ σπίτια τους
ὁ ἀγέρας ἔριξε τὶς πόρτες τους καὶ τὶς λίγες πασχαλιὲς τῆς πλατείας
ἀπὸ τὶς τρῦπες τοῦ πανωφοριοῦ τους μπαινοβγαίνει ὁ θάνατος
ἡ γλῶσσα τους εἶναι στυφὴ σὰν τὸ κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τὰ σκυλιά τους τυλιγμένα στὸν ἴσκιο τους
ἡ βροχὴ χτυπάει στὰ κόκκαλά τους.
Πάνου στὰ καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τὴ σβουνιὰ καὶ τὴ νύχτα
βιγλίζοντας τὸ μανιασμένο πέλαγο ὅπου βούλιαξε
τὸ σπασμένο κατάρτι τοῦ φεγγαριοῦ.
Τo ψωμὶ σώθηκε, τὰ βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τὰ κανόνια τους μόνο μὲ τὴν καρδιά τους.
Τόσα χρόνια πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα
ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται καὶ κανένας δὲν πέθανε -
πάνου στὰ καραούλια λάμπουνε τὰ μάτια τους,
μία μεγάλη σημαία, μία μεγάλη φωτιὰ κατακόκκινη
καὶ κάθε αὐγὴ χιλιάδες περιστέρια φεύγουν ἀπ᾿ τὰ χέρια τους
γιὰ τὶς τέσσερις πόρτες τοῦ ὁρίζοντα.

II

Κάθε ποὺ βραδιάζει μὲ τὸ θυμάρι τσουρουφλισμένο στὸν κόρφο τῆς πέτρας
εἶναι μία σταγόνα νερὸ ποὺ σκάβει ἀπὸ παλιὰ τὴ σιωπὴ ὡς τὸ μεδούλι
εἶναι μία καμπάνα κρεμασμένη στὸ γέρο-πλάτανο ποὺ φωνάζει τὰ χρόνια.
Σπίθες λαγοκοιμοῦνται στὴ χόβολη τῆς ἐρημιᾶς
κ᾿ οἱ στέγες συλλογιοῦνται τὸ μαλαματένιο χνούδι στὸ πάνω χείλι τοῦ Ἁλωνάρη
- κίτρινο χνούδι σὰν τὴ φούντα τοῦ καλαμποκιοῦ καπνισμένο ἀπ᾿ τὸν καημὸ τῆς δύσης.
Ἡ Παναγία πλαγιάζει στὶς μυρτιὲς μὲ τὴ φαρδειά της φοῦστα λεκιασμένη ἀπ᾿ τὰ σταφύλια.
Στὸ δρόμο κλαίει ἕνα παιδὶ καὶ τοῦ ἀποκρίνεται ἀπ᾿ τὸν κάμπο ἡ προβατίνα ποὔχει χάσει τὰ παιδιά της.
Ἴσκιος στὴ βρύση. Παγωμένο τὸ βαρέλι.
Ἡ κόρη τοῦ πεταλωτῆ μὲ μουσκεμένα πόδια.
Ἀπάνου στὸ τραπέζι τὸ ψωμὶ κ᾿ ἡ ἐλιά,
μὲς στὴν κληματαριὰ ὁ λύχνος τοῦ ἀποσπερίτη
καὶ κεῖ ψηλά, γυρίζοντας στὴ σοῦβλα του, εὐωδάει ὁ γαλαξίας
καμένο ξύγκι, σκόρδο καὶ πιπέρι.
Ἅ, τί μπρισίμι ἀστέρι ἀκόμα θὰ χρειαστεῖ
γιὰ νὰ κεντήσουν οἱ πευκοβελόνες στὴν καψαλισμένη μάντρα τοῦ καλοκαιριοῦ «κι αὐτὸ θὰ περάσει»
πόσο θὰ στίψει ἀκόμα ἡ μάνα τὴν καρδιὰ τῆς πάνου ἀπ᾿ τὰ ἑφτὰ σφαγμένα παλληκάρια της
ὥσπου νὰ βρεῖ τὸ φῶς τὸ δρόμο του στὴν ἀνηφόρα τῆς ψυχῆς της.
Τοῦτο τὸ κόκκαλο ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴ γῆς
μετράει ὀργιὰ-ὀργιὰ τὴ γῆς καὶ τὶς κόρδες τοῦ λαγούτου
καὶ τὸ λαγοῦτο ἀποσπερὶς μὲ τὸ βιολὶ ὡς τὸ χάραμα
καημό-καημὸ τὸ λὲν στὰ δυοσμαρίνια καὶ στοὺς πεύκους
καὶ ντιντινίζουν στὰ καράβια τὰ σκοινιὰ σὰν κόρδες
κι ὁ ναύτης πίνει πικροθάλασσα στὴν κοῦπα τοῦ Ὀδυσσέα.
Ἅ, ποιὸς θὰ φράξει τότες τὴ μπασιὰ καὶ ποιὸ σπαθὶ θὰ κόψει τὸ κουράγιο
καὶ ποιὸ κλειδὶ θὰ σοῦ κλειδώσει τὴν καρδιὰ ποὺ μὲ τὰ δυὸ θυρόφυλλά της διάπλατα
κοιτάει τοῦ Θεοῦ τ᾿ ἀστροπερίχυτα περβόλια;
Ὥρα μεγάλη σὰν τὰ Σαββατόβραδα τοῦ Μάη στὴ ναυτικὴ ταβέρνα
νύχτα μεγάλη σὰν ταψὶ στοῦ γανωτζῆ τὸν τοῖχο
μεγάλο τὸ τραγούδι σὰν ψωμὶ στοῦ σφουγγαρᾶ τὸ δεῖπνο.
Καὶ νὰ ποὺ ροβολάει τὰ τρόχαλα τὸ κρητικὸ φεγγάρι
γκάπ, γκάπ, μὲ εἴκοσι ἀράδες προκαδούρα στὰ στιβάλια του,
καὶ νάτοι αὐτοὶ ποὺ ἀνεβοκατεβαίνουνε τὴ σκάλα τοῦ Ἀναπλιοῦ
γεμίζοντας τὴν πίπα τους χοντροκομμένα φύλλα ἀπὸ σκοτάδι,
μὲ τὸ μουστάκι τους θυμάρι ρουμελιώτικο πασπαλισμένο ἀστέρι
καὶ μὲ τὸ δόντι τους πευκόρριζα στοῦ Αἰγαίου τὸ βράχο καὶ τὸ ἁλάτι.
Μπῆκαν στὰ σίδερα καὶ στὴ φωτιά, κουβέντιασαν μὲ τὰ λιθάρια,
κεράσανε ρακὶ τὸ θάνατο στὸ καύκαλο τοῦ παππουλῆ τους,
στ᾿ Ἁλώνια τὰ ἴδια ἀντάμωσαν τὸ Διγενῆ καὶ στρώθηκαν στὸ δεῖπνο
κόβοντας τὸν καημὸ στὰ δυὸ ἔτσι ποὺ κόβανε στὸ γόνατο τὸ κριθαρένιο τους καρβέλι.
Ἔλα κυρὰ μὲ τ᾿ ἁρμυρὰ ματόκλαδα, μὲ φλωροκαπνισμένο χέρι
ἀπὸ τὴν ἔγνοια τοῦ φτωχοῦ κι ἀπ᾿ τὰ πολλὰ τὰ χρόνια -
ἡ ἀγάπη σὲ περμένει μὲς στὰ σκοῖνα,
μὲς στὴ σπηλιά του ὁ γλάρος σου κρεμάει τὸ μαῦρο κόνισμά σου
κι ὁ πικραμένος ἀχινιός σου ἀσπάζεται τὸ νύχι τοῦ ποδιοῦ σου.
Μέσα στὴ μαύρη ρῶγα τοῦ ἀμπελιοῦ κοχλάζει ὁ μοῦστος κατακόκκινος,
κοχλάζει τὸ ροδάμι στὸν καμένο πρῖνο,
στὸ χῶμα ἡ ρίζα τοῦ νεκροῦ ζητάει νερὸ γιὰ νὰ τινάξει ἐλάτι
κ᾿ ἡ μάνα κάτου ἀπ᾿ τὴ ρυτίδα της κρατάει γερὰ μαχαῖρι.
Ἔλα κυρὰ ποὺ τὰ χρυσὰ κλωσσᾶς αὐγὰ τοῦ κεραυνοῦ -
πότε μία μέρα θαλασσιὰ θὰ βγάλεις τὸ τσεμπέρι καὶ θὰ πάρεις πάλι τ᾿ ἄρματα
νὰ σὲ χτυπήσει κατακούτελα μαγιάτικο χαλάζι
νὰ σπάσει ρόιδι ὁ ἥλιος στὴν ἀλατζαδένια σου ποδιὰ
νὰ τὸν μοιράσεις μόνη σου σπυρί-σπυρὶ στὰ δώδεκα ὀρφανά σου,
νὰ λάμψει ὁλόγυρα ὁ γιαλὸς ὡς λάμπει ἡ κόψη τοῦ σπαθιοῦ καὶ τ᾿ Ἀπριλιοῦ τὸ χιόνι
καὶ νάβγει στὰ χαλίκια ὁ κάβουρας γιὰ νὰ λιαστεῖ καὶ νὰ σταυρώσει τὶς δαγκάνες του.

III

Δῶ πέρα ὁ οὐρανὸς δὲ λιγοστεύει οὔτε στιγμὴ τὸ λάδι τοῦ ματιοῦ μας
δῶ πέρα ὁ ἥλιος παίρνει πάνω του τὸ μισὸ βάρος τῆς πέτρας ποὺ σηκώνουμε πάντα στὴ ράχη μας
σπᾶνε τὰ κεραμίδια δίχως ἂχ κάτου ἀπ᾿ τὸ γόνα τοῦ μεσημεριοῦ
οἱ ἄνθρωποι πᾶν μπροστὰ ἀπ᾿ τὸν ἴσκιο τους σὰν τὰ δελφίνια μπρὸς ἀπ᾿ τὰ σκιαθίτικα καΐκια
ὕστερα ὁ ἴσκιος τους γίνεται ἕνας ἀϊτὸς ποὺ βάφει τὰ φτερά του στὸ λιόγερμα
καὶ πιὸ ὕστερα κουρνιάζει στὸ κεφάλι τους καὶ συλλογιέται τ᾿ ἄστρα
ὅταν αὐτοὶ πλαγιάζουνε στὸ λιακωτὸ μὲ τὴ μαύρη σταφίδα.
Δῶ πέρα ἡ κάθε πόρτα ἔχει πελεκημένο ἕνα ὄνομα κάπου ἀπὸ τρεῖς χιλιάδες τόσα χρόνια
κάθε λιθάρι ἔχει ζωγραφισμένον ἕναν ἅγιο μ᾿ ἄγρια μάτια καὶ μαλλιὰ σκοινένια
κάθε ἄντρας ἔχει στὸ ζερβί του χέρι χαραγμένη βελονιὰ τὴ βελονιὰ μία κόκκινη γοργόνα
κάθε κοπέλα ἔχει μία φοῦχτα ἁλατισμένο φῶς κάτου ἀπ᾿ τὴ φοῦστα της
καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν πέντε-ἕξι σταυρουλάκια πίκρα πάνου στὴν καρδιά τους
σὰν τὰ χνάρια ἀπ᾿ τὸ βῆμα τῶν γλάρων στὴν ἀμμουδιὰ τὸ ἀπόγευμα.
Δὲ χρειάζεται νὰ θυμηθεῖς. Τὸ ξέρουμε.
Ὅλα τὰ μονοπάτια βγάζουνε στὰ Ψηλαλώνια. O ἀγέρας εἶναι ἁψὺς κεῖ πάνου.
Ὅταν ξεφτάει ἀπόμακρα ἡ μινωικὴ τοιχογραφία τῆς δύσης
καὶ σβήνει ἡ πυρκαϊὰ στὸν ἀχερῶνα τῆς ἀκρογιαλιᾶς
ἀνηφορίζουν ὡς ἐδῶ οἱ γριὲς ἀπ᾿ τὰ σκαμμένα στὸ βράχο σκαλοπάτια
κάθουνται στὴ Μεγάλη Πέτρα γνέθοντας μὲ τὰ μάτια τὴ θάλασσα
κάθουνται καὶ μετρᾶν τ᾿ ἀστέρια ὡς νὰ μετρᾶνε τὰ προγονικὰ ἀσημένια τους κουταλοπήρουνα
κι ἀργὰ κατηφορᾶνε νὰ ταΐσουνε τὰ ἐγγόνια τους μὲ τὸ μεσολογγίτικο μπαροῦτι.
Ναί, ἀλήθεια, ὁ Ἑλκόμενος ἔχει δυὸ χέρια τόσο λυπημένα μέσα στὴ θηλειά τους
ὅμως τὸ φρύδι του σαλεύει σὰν τὸ βράχο ποὺ ὅλο πάει νὰ ξεκολλήσει πάνου ἀπ᾿ τὸ πικρό του μάτι.
Ἀπὸ βαθιὰ ἀνεβαίνει αὐτὸ τὸ κῦμα ποὺ δὲν ξέρει παρακάλια
ἀπὸ ψηλὰ κυλάει αὐτὸς ὁ ἀγέρας μὲ ρετσίνι φλέβα καὶ πλεμόνι ἀλισφακιά.
Ἄχ, θὰ φυσήξει μία νὰ πάρει σβάρνα τὶς πορτοκαλιές της θύμησης
Ἄχ, θὰ φυσήξει δυὸ νὰ βγάλει σπίθα ἡ σιδερένια πέτρα σὰν καψοῦλι
Ἄχ, θὰ φυσήξει τρεῖς καὶ θὰ τρελλάνει τὰ ἐλατόδασα στὴ Λιάκουρα
θὰ δώσει μία μὲ τὴ γροθιά του νὰ τινάξει τὴν τυράγνια στὸν ἀγέρα
καὶ θὰ τραβήξει τῆς ἀρκούδας νύχτας τὸ χαλκὰ νὰ μᾶς χορέψει τσάμικο καταμεσὶς στὴν τάπια
καὶ ντέφι τὸ φεγγάρι θὰ χτυπάει ποὺ νὰ γεμίσουν τὰ νησιώτικα μπαλκόνια
ἀγουροξυπνημένο παιδολόι καὶ σουλιώτισσες μανάδες.
Ἕνας μαντατοφόρος φτάνει ἀπ᾿ τὴ Μεγάλη Λαγκαδιὰ κάθε πρωινὸ
στὸ πρόσωπό του λάμπει ὁ ἱδρωμένος ἥλιος
κάτου ἀπὸ τὴ μασκάλη του κρατεῖ σφιχτὰ τὴ ρωμιοσύνη
ὅπως κρατάει ὁ ἐργάτης τὴν τραγιάσκα του μέσα στὴν ἐκκλησία.
Ἦρθε ἡ ὥρα, λέει. Νάμαστε ἕτοιμοι.
Κάθε ὥρα εἶναι ἡ δικιά μας ὥρα.

IV

Τράβηξαν ὁλόισια στὴν αὐγὴ μὲ τὴν ἀκαταδεξιὰ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ πεινάει,
μέσα στ᾿ ἀσάλευτα μάτια τους εἶχε πήξει ἕνα ἄστρο
στὸν ὦμο τους κουβάλαγαν τὸ λαβωμένο καλοκαῖρι.
Ἀπὸ δῶ πέρασε ὁ στρατὸς μὲ τὰ φλάμπουρα κατάσαρκα
μὲ τὸ πεῖσμα δαγκωμένο στὰ δόντια τους σὰν ἄγουρο γκόρτσι
μὲ τὸν ἄμμο τοῦ φεγγαριοῦ μὲς στὶς ἀρβύλες τους
καὶ μὲ τὴν καρβουνόσκονη τῆς νύχτας κολλημένη μέσα στὰ ρουθούνια καὶ στ᾿ αὐτιά τους.
Δέντρο τὸ δέντρο, πέτρα-πέτρα πέρασαν τὸν κόσμο,
μ᾿ ἀγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τὸν ὕπνο.
Φέρναν τὴ ζωὴ στὰ δυὸ στεγνά τους χέρια σὰν ποτάμι.
Σὲ κάθε βῆμα κέρδιζαν μία ὀργιὰ οὐρανὸ - γιὰ νὰ τὸν δώσουν.
Πάνου στὰ καραούλια πέτρωναν σὰν τὰ καψαλιασμένα δέντρα,
κι ὅταν χορεῦαν στὴν πλατεῖα,
μέσα στὰ σπίτια τρέμαν τὰ ταβάνια καὶ κουδούνιζαν τὰ γυαλικὰ στὰ ράφια.
Ἄ, τί τραγούδι τράνταξε τὰ κορφοβούνια -
ἀνάμεσα στὰ γόνατά τους κράταγαν τὸ σκουτέλι τοῦ φεγγαριοῦ καὶ δειπνοῦσαν,
καὶ σπάγαν τὸ ἂχ μέσα στὰ φυλλοκάρδια τους
σὰ νάσπαγαν μία ψείρα ἀνάμεσα στὰ δυὸ χοντρά τους νύχια.
Ποιὸς θὰ σοῦ φέρει τώρα τὸ ζεστὸ καρβέλι μὲς στὴ νύχτα νὰ ταΐσεις τὰ ὄνειρα;
Ποιὸς θὰ σταθεῖ στὸν ἴσκιο τῆς ἐλιᾶς παρέα μὲ τὸ τζιτζίκι μὴ σωπάσει τὸ τζιτζίκι,
τώρα ποὺ ἀσβέστης τοῦ μεσημεριοῦ βάφει τὴ μάντρα ὁλόγυρα τοῦ ὁρίζοντα
σβήνοντας τὰ μεγάλα ἀντρίκια ὀνόματά τους;
Τὸ χῶμα τοῦτο ποὺ μοσκοβολοῦσε τὰ χαράματα
τὸ χῶμα ποὺ εἴτανε δικό τους καὶ δικό μας - αἷμα τους - πὼς μύριζε τὸ χῶμα -
καὶ τώρα πὼς κλειδώσανε τὴν πόρτα τους τ᾿ ἀμπέλια μας
πῶς λίγνεψε τὸ φῶς στὶς στέγες καὶ στὰ δέντρα
ποιὸς νὰ τὸ πεῖ πὼς βρίσκονται οἱ μισοὶ κάτου ἀπ᾿ τὸ χῶμα
κ᾿ οἱ ἄλλοι μισοὶ στὰ σίδερα;
Μὲ τόσα φύλλα νὰ σοῦ γνέφει ὁ ἥλιος καλημέρα
μὲ τόσα φλάμπουρα νὰ λάμπει ὁ οὐρανὸς
καὶ τοῦτοι μὲς στὰ σίδερα καὶ κεῖνοι μὲς στὸ χῶμα.
Σώπα, ὅπου νἄναι θὰ σημάνουν οἱ καμπάνες.
Αὐτὸ τὸ χῶμα εἶναι δικό τους καὶ δικό μας.
Κάτου ἀπ᾿ τὸ χῶμα, μὲς στὰ σταυρωμένα χέρια τους
κρατᾶνε τῆς καμπάνας τὸ σκοινὶ - περμένουνε τὴν ὥρα, δὲν κοιμοῦνται,
περμένουν νὰ σημάνουν τὴν ἀνάσταση. Τοῦτο τὸ χῶμα
εἶναι δικό τους καὶ δικό μας - δὲ μπορεῖ κανεὶς νὰ μᾶς τὸ πάρει.

V

Κάτσανε κάτου ἀπ᾿ τὶς ἐλιὲς τὸ ἀπομεσήμερο
κοσκινίζοντας τὸ σταχτὶ φῶς μὲ τὰ χοντρά τους δάχτυλα
βγάλανε τὶς μπαλάσκες τους καὶ λογαριᾶζαν πόσος μόχτος χώρεσε στὸ μονοπάτι τῆς νύχτας
πόση πίκρα στὸν κόμπο τῆς ἀγριομολόχας
πόσο κουράγιο μὲς στὰ μάτια τοῦ ξυπόλυτου παιδιοῦ ποὺ κράταε τὴ σημαία.
Εἶχε ἀπομείνει πάρωρα στὸν κάμπο τὸ στερνὸ χελιδόνι
ζυγιαζόταν στὸν ἀέρα σὰ μία μαύρη λουρίδα στὸ μανίκι τοῦ φθινοπώρου.
Τίποτ᾿ ἄλλο δὲν ἔμενε. Μονάχα κάπνιζαν ἀκόμα τὰ καμένα σπίτια.
Οἱ ἄλλοι μας ἄφησαν ἀπὸ καιρὸ κάτου ἀπ᾿ τὶς πέτρες
μὲ τὸ σκισμένο τους πουκάμισο καὶ μὲ τὸν ὅρκο τους γραμμένο στὴν πεσμένη πόρτα.
Δὲν ἔκλαψε κανείς. Δὲν εἴχαμε καιρό. Μόνο ποὺ ἡ σιγαλιὰ μεγάλωνε πολὺ
κ᾿ εἴταν τὸ φῶς συγυρισμένο κάτου στὸ γιαλὸ σὰν τὸ νοικοκυριὸ τῆς σκοτωμένης.
Τί θὰ γίνουν τώρα ὅταν θάρθει ἡ βροχὴ μὲς στὸ χῶμα μὲ τὰ σάπια πλατανόφυλλα
τί θὰ γίνουν ὅταν ὁ ἥλιος στεγνώσει στὸ χράμι τῆς συγνεφιᾶς σᾶ σπασμένος κοριὸς στὸ χωριάτικο κρεββάτι
ὅταν σταθεῖ στὴν καμινάδα τοῦ ἀπόβραδου μπαλσαμωμένο τὸ λελέκι τοῦ χιονιοῦ;
Ρίχνουνε ἁλάτι οἱ γριὲς μανάδες στὴ φωτιά, ρίχνουνε χῶμα στὰ μαλλιά τους
ξερρίζωσαν τ᾿ ἀμπέλια τῆς Μονοβασιᾶς μὴ καὶ γλυκάνει μαύρη ρώγα τῶν ἐχτρῶν τὸ στόμα,
βάλαν σ᾿ ἕνα σακκούλι τῶν παππούδων τους τὰ κόκκαλα μαζὶ μὲ τὰ μαχαιροπήρουνα
καὶ τριγυρνᾶνε ἔξω ἀπ᾿ τὰ τείχη τῆς πατρίδας τους ψάχνοντας τόπο νὰ ριζώσουνε στὴ νύχτα.
Θάναι δύσκολο τώρα νὰ βροῦμε μία γλῶσσα πιὸ τῆς κερασιᾶς, λιγότερο δυνατή, λιγότερο πέτρινη -
τὰ χέρια ἐκεῖνα ποὺ ἀπομεῖναν στὰ χωράφια ἢ ἀπάνου στὰ βουνὰ ἢ κάτου ἀπ᾿ τὴ θάλασσα, δὲν ξεχνᾶνε -
θάναι δύσκολο νὰ ξεχάσουμε τὰ χέρια τους
θάναι δύσκολο τὰ χέρια πούβγαλαν κάλους στὴ σκανδάλη νὰ ρωτήσουν μία μαργαρίτα
νὰ ποῦν εὐχαριστῶ πάνου στὸ γόνατό τους, πάνου στὸ βιβλίο ἢ μὲς στὸ μποῦστο τῆς ἀστροφεγγιᾶς.
Θὰ χρειαστεῖ καιρός. Καὶ πρέπει νὰ μιλήσουμε. Ὥσπου νὰ βροῦν τὸ ψωμὶ καὶ τὸ δίκιο τους.
Δυὸ κουπιὰ καρφωμένα στὸν ἄμμο τὰ χαράματα μὲ τὴ φουρτοῦνα. Πούναι ἡ βάρκα;
Ἕνα ἀλέτρι μπηγμένο στὸ χῶμα, κι ὁ ἀγέρας νὰ φυσάει. Καμένο τὸ χῶμα. Πούναι ὁ ζευγολάτης;
Στάχτη ἡ ἐλιά, τ᾿ ἀμπέλι καὶ τὸ σπίτι.
Βραδιὰ σπαγγοραμμένη μὲ τ᾿ ἀστέρια της μὲς στὸ τσουράπι.
Δάφνη ξερὴ καὶ ρίγανη στὸ μεσοντούλαπο τοῦ τοίχου. Δὲν τ᾿ ἄγγιξε ἡ φωτιά.
Καπνισμένο τσουκάλι στὸ τζάκι - καὶ νὰ κοχλάζει μόνο τὸ νερὸ στὸ κλειδωμένο σπίτι. Δὲν πρόφτασαν νὰ φᾶνε.
Ἀπάνω στὸ καμένο τους πορτόφυλλο οἱ φλέβες τοῦ δάσους - τρέχει τὸ αἷμα μὲς στὶς φλέβες.
Καὶ νὰ τὸ βῆμα γνώριμο. Ποιὸς εἶναι;
Γνώριμο βῆμα μὲ τὶς πρόκες στὸν ἀνήφορο.
Τὸ σύρσιμο τῆς ρίζας μὲς στὴν πέτρα. Κάποιος ἔρχεται.
Τὸ σύνθημα, τὸ παρασύνθημα. Ἀδελφός. Καλησπέρα.
Θὰ βρεῖ λοιπὸν τὸ φῶς τὰ δέντρα του, θὰ βρεῖ μία μέρα καὶ τὸ δέντρο τὸν καρπό του.
Τοῦ σκοτωμένου τὸ παγοῦρι ἔχει νερὸ καὶ φῶς ἀκόμα.
Καλησπέρα, ἀδερφέ μου. Τὸ ξέρεις. Καλησπέρα.
Στὴν ξύλινη παράγκα τῆς πουλάει μπαχαρικὰ καὶ ντεμισέδες ἡ γριὰ δύση.
Κανεὶς δὲν ἀγοράζει. Τράβηξαν ψηλά.
Δύσκολο πιὰ νὰ χαμηλώσουν.
Δύσκολο καὶ νὰ ποῦν τὸ μπόι τους.
Μέσα στ᾿ ἁλῶνι ὅπου δειπνῆσαν μία νυχτιὰ τὰ παλληκάρια
μένουνε τὰ λιοκούκουτσα καὶ τὸ αἷμα τὸ ξερό του φεγγαριοῦ
κι ὁ δεκαπεντασύλλαβος ἀπ᾿ τ᾿ ἅρματά τους.
Τὴν ἄλλη μέρα τὰ σπουργίτια φάγανε τὰ ψίχουλα τῆς κουραμάνας τους,
τὰ παιδιὰ φτιάξανε παιχνίδια μὲ τὰ σπίρτα τους ποὺ ἀνάψαν τὰ τσιγάρα τους καὶ τ᾿ ἀγκάθια τῶν ἄστρων.
Κ᾿ ἡ πέτρα ὅπου καθῆσαν κάτου ἀπ᾿ τὶς ἐλιὲς τὸ ἀπομεσήμερο ἀντικρὺ στὴ θάλασσα
αὔριο θὰ γίνει ἀσβέστης στὸ καμίνι
μεθαύριο θ᾿ ἀσβεστώσουμε τὰ σπίτια μας καὶ τὸ πεζοῦλι τῆς Ἁγιὰ-Σωτῆρας
ἀντιμεθαύριο θὰ φυτέψουμε τὸ σπόρο ἐκεῖ ποὺ ἀποκοιμήθηκαν
κ᾿ ἕνα μπουμποῦκι τῆς ροδιᾶς θὰ σκάσει πρῶτο γέλιο τοῦ μωροῦ στὸν κόρφο τῆς λιακάδας.
Κ᾿ ὕστερα πιὰ θὰ κάτσουμε στὴν πέτρα νὰ διαβάσουμε ὅλη τὴν καρδιά τους
σὰ νὰ διαβάζουμε πρώτη φορὰ τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου.

VI

Ἔτσι μὲ τὸν ἥλιο κατάστηθα στὸ πέλαγο ποὺ ἀσβεστώνει τὴν ἀντικρυνὴ πλαγιὰ τῆς μέρας
λογαριάζεται διπλὰ καὶ τρίδιπλα τὸ μαντάλωμα καὶ τὸ βάσανο τῆς δίψας
λογαριάζεται ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ ἡ παλιὰ λαβωματιὰ
κ᾿ ἡ καρδιὰ ξεροψήνεται στὴν κάψα σὰν τὰ βατικιώτικα κρεμμύδια μπρὸς στὶς πόρτες.
Ὅσο πᾶνε τὰ χέρια τους μοιάζουνε πιότερο τὸ χῶμα
ὅσο πᾶνε τὰ μάτια τους μοιάζουνε πιότερο τὸν οὐρανό.
Ἀδείασε τὸ κιοῦπι μὲ τὸ λάδι. Λίγη μοῦργα στὸν πάτο. Κι ὁ ψόφιος ποντικός.
Ἀδείασε τὸ κουράγιο τῆς μάνας μαζὶ μὲ τὸ πήλινο κανάτι καὶ τὴ στέρνα.
Στυφίζουν τὰ οὖλα της ἐρμιᾶς ἀπ᾿ τὸ μπαροῦτι.
Ποῦ λάδι τώρα πιὰ γιὰ τὸ καντῆλι τῆς Ἁγιὰ-Βαρβάρας
ποῦ δυόσμος πιὰ νὰ λιβανίσει τὸ μαλαματένιο κόνισμα τοῦ δειλινοῦ
ποῦ μία μπουκιὰ ψωμὶ γιὰ τὴ βραδιά-ζητιάνα νὰ σοῦ παίξει τὴν ἀστρομαντινάδα της στὴ λύρα.
Στὸ πάνου κάστρο τοῦ νησιοῦ στοιχειῶσαν οἱ φραγκοσυκιὲς καὶ τὰ σπερδούκλια.
Τὸ χῶμα ἀνασκαμμένο ἀπὸ τὸ κανονίδι καὶ τοὺς τάφους.
Τὸ γκρεμισμένο Διοικητήριο μπαλωμένο μὲ οὐρανό. Δὲν ἔχει πιὰ καθόλου τόπο
γιὰ ἄλλους νεκρούς. Δὲν ἔχει τόπο ἡ λύπη νὰ σταθεῖ νὰ πλέξει τὰ μαλλιά της.
Σπίτια καμένα ποὺ ἀγναντεύουν μὲ βγαλμένα μάτια τὸ μαρμαρωμένο πέλαγο
κ᾿ οἱ σφαῖρες σφηνωμένες στὰ τειχιὰ
σὰν τὰ μαχαίρια στὰ παΐδια τοῦ Ἁγίου ποὺ τὸν δέσανε στὸ κυπαρίσσι.
Ὅλη τὴ μέρα οἱ σκοτωμένοι λιάζονται ἀνάσκελα στὸν ἥλιο.
Καὶ μόνο σὰ βραδιάζει οἱ στρατιῶτες σέρνονται μὲ τὴν κοιλιὰ στὶς καπνισμένες πέτρες
ψάχνουν μὲ τὰ ρουθούνια τὸν ἀγέρα ἔξω ἀπ᾿ τὸ θάνατο
ψάχνουνε τὰ παπούτσια τοῦ φεγγαριοῦ μασουλώντας ἕνα κομμάτι μεντζεσόλα
χτυπᾶν μὲ τὴ γροθιὰ τὸ βράχο μήπως τρέξει ὁ κόμπος τοῦ νεροῦ
μὰ ἀπ᾿ τὴν ἄλλη μεριὰ ὁ τοῖχος εἶναι κούφιος
καὶ ξανακοῦν τὸ χτύπημα μὲ τοὺς πολλοὺς γύρους ποὺ κάνει ἡ ὀβίδα πέφτοντας στὴ θάλασσα
κι ἀκοῦν ἀκόμα μία φορὰ τὸ σκούξιμο τῶν λαβωμένων μπρὸς στὴν πύλη.
Ποῦ νὰ τραβήξεις; Σὲ φωνάζει ὁ ἀδερφός σου.
Χτισμένη ἡ νύχτα ὁλόγυρα ἀπ᾿ τοὺς ἴσκιους ξένων καραβιῶν.
Κλεισμένοι οἱ δρόμοι ἀπ᾿ τὰ ντουβάρια.
Μόνο γιὰ τὰ ψηλὰ εἶναι ἀκόμα δρόμος.
Κι αὐτοὶ μουντζώνουν τὰ καράβια καὶ δαγκώνουνε τὴ γλῶσσα τους
ν᾿ ἀκούσουνε τὸν πόνο τους ποὺ δὲν ἔγινε κόκκαλο.
Ἀπάνω στὰ μεντένια οἱ σκοτωμένοι καπετάνιοι ὀρθοὶ φρουροῦν τὸ κάστρο.
Κάτου ἀπ᾿ τὰ ροῦχα τους λυώνουν τὰ κρέατά τους. Ἐι, ἀδέρφι, δὲν ἀπόστασες;
Μπουμπούκιασε τὸ βόλι μέσα στὴν καρδιά σου
πέντε ζουμπούλια ξεμυτίσαν στὴ μασκάλη τοῦ ξερόβραχου,
ἀνάσα-ἀνάσα ἡ μοσκοβόλια λέει τὸ παραμύθι - δὲ θυμᾶσαι;
δοντιὰ-δοντιὰ ἡ λαβωματιά σου λέει τὴ ζωή,
τὸ χαμομήλι φυτρωμένο μὲς στὴ λίγδα τοῦ νυχιοῦ σου στὸ μεγάλο δάχτυλο τοῦ ποδαριοῦ
σοῦ λέει τὴν ὀμορφιὰ τοῦ κόσμου.
Πιάνεις τὸ χέρι. Εἶναι δικό σου. Νοτισμένο ἀπ᾿ τὴν ἁρμύρα.
Δικιά σου ἡ θάλασσα. Σὰν ξερριζώνεις τρίχα ἀπ᾿ τὸ κεφάλι τῆς σιωπῆς
στάζει πικρὸ τὸ γάλα τῆς συκιᾶς. Ὅπου καὶ νᾶσαι ὁ οὐρανὸς σὲ βλέπει.
Στρίβει στὰ δάχτυλά του ὁ ἀποσπερίτης τὴν ψυχή σου σὰν τσιγάρο
ἔτσι νὰ τὴ φουμάρεις τὴν ψυχή σου ἀνάσκελα
βρέχοντας τὸ ζερβί σου χέρι μὲς στὴν ξαστεριὰ
καὶ στὸ δεξί σου κολλημένο τὸ ντουφέκι-ἀρραβωνιαστικιά σου
νὰ θυμηθεῖς πὼς ὁ οὐρανὸς ποτέ του δὲ σὲ ξέχασε
ὅταν θὰ βγάζεις ἀπ᾿ τὴ μέσα τσέπη τὸ παλιό του γράμμα
καὶ ξεδιπλώνοντας μὲ δάχτυλα καμένα τὸ φεγγάρι θὰ διαβάζεις λεβεντιὰ καὶ δόξα.
Ὕστερα θ᾿ ἀνεβεῖς στὸ ψηλὸ καραοῦλι τοῦ νησιοῦ σου
καὶ βάζοντας καψοῦλι τὸ ἄστρο θὰ τραβήξεις μία στὸν ἀέρα
πάνου ἀπὸ τὰ τειχιὰ καὶ τὰ κατάρτια
πάνου ἀπὸ τὰ βουνὰ ποὺ σκύβουν σὰ φαντάροι πληγωμένοι
ἔτσι μόνο καὶ μόνο νὰ χουγιάξεις τὰ στοιχειὰ καὶ νὰ τρυπώσουν στὴν κουβέρτα τοῦ ἴσκιου -
θὰ ρίξεις μίαν ἴσα στὸν κόρφο τ᾿ οὐρανοῦ νὰ βρεῖς τὸ γαλανὸ σημάδι
σάμπως νὰ βρίσκεις πάνου ἀπ᾿ τὸ πουκάμισο τὴ ρώγα τῆς γυναίκας ποὺ αὔριο θὰ βυζαίνει τὸ παιδί σου
σάμπως νὰ βρίσκεις ὕστερ᾿ ἀπὸ χρόνια τὸ χεροῦλι τῆς ἐξώπορτας τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ σου.

VII

Τὸ σπίτι, ὁ δρόμος, ἡ φραγκοσυκιά, τὰ φλούδια τοῦ ἥλιου στὴν αὐλὴ ποὺ τὰ τσιμπολογᾶν οἱ κόττες.
Τὰ ξέρουμε, μᾶς ξέρουνε. Δῶ χάμου ἀνάμεσα στὰ βάτα
ἔχει ἡ δεντρογαλιὰ παρατημένο τὸ κίτρινο πουκάμισό της.
Δῶ χάμου εἶναι ἡ καλύβα τοῦ μερμηγκιοῦ κι ὁ πύργος τῆς σφήγκας μὲ τὶς πολλὲς πολεμίστρες,
στὴν ἴδια ἐλιὰ τὸ τσόφλι τοῦ περσινοῦ τζίτζικα κ᾿ ἡ φωνὴ τοῦ φετεινοῦ τζίτζικα,
στὰ σκοῖνα ὁ ἴσκιος σου ποὺ σὲ παίρνει ἀπὸ πίσω σὰ σκυλὶ ἀμίλητο, πολὺ βασανισμένο,
πιστὸ σκυλὶ - τὰ μεσημέρια κάθεται δίπλα στὸ χωματένιον ὕπνο σου μυρίζοντας τὶς πικροδάφνες
τὰ βράδια κουλουριάζεται στὰ πόδια σου κοιτάζοντας ἕνα ἄστρο.
Εἶναι μία σιγαλιὰ ἀπὸ ἀχλάδια ποὺ μεγαλώνουνε στὰ σκέλια τοῦ καλοκαιριοῦ
μία νύστα ἀπὸ νερὸ ποὺ χαζεύει στὶς ρίζες τῆς χαρουπιᾶς -
ἡ ἄνοιξη ἔχει τρία ὀρφανὰ κοιμισμένα στὴν ποδιά της
ἕναν ἀϊτὸ μισοπεθαμένο στὰ μάτια της
καὶ κεῖ ψηλὰ πίσω ἀπὸ τὸ πευκόδασο
στεγνώνει τὸ ξωκκλήσι τοῦ Ἅη-Γιαννιοῦ τοῦ Νηστευτῆ
σὰν ἄσπρη κουτσουλιὰ τοῦ σπουργιτιοῦ σ᾿ ἕνα πλατὺ φύλλο μουριᾶς ποὺ τὴν ξεραίνει ἡ κάψα.
Ἐτοῦτος ὁ τσοπάνος τυλιγμένος τὴν προβιά του
ἔχει σὲ κάθε τρίχα τοῦ κορμιοῦ ἕνα στεγνὸ ποτάμι
ἔχει ἕνα δάσος βελανιδιὲς σὲ κάθε τρῦπα τῆς φλογέρας του
καὶ τὸ ραβδί του ἔχει τοὺς ἴδιους ρόζους μὲ τὸ κουπὶ ποὺ πρωτοχτύπησε τὸ γαλάζιο του Ἑλλήσποντου.
Δὲ χρειάζεται νὰ θυμηθεῖς. Ἡ φλέβα τοῦ πλάτανου
ἔχει τὸ αἷμα σου. Καὶ τὸ σπερδοῦκλι τοῦ νησιοῦ κ᾿ ἡ κάπαρη.
Τὸ ἀμίλητο πηγάδι ἀνεβάζει στὸ καταμεσήμερο
μία στρογγυλὴ φωνὴ ἀπὸ μαῦρο γυαλὶ κι ἀπὸ ἄσπρο ἄνεμο
στρογγυλὴ σὰν τὰ παλιὰ πιθάρια - ἡ ἴδια πανάρχαιη φωνή.
Κάθε νύχτα τὸ φεγγάρι ἀναποδογυρίζει τοὺς σκοτωμένους
ψάχνει τὰ πρόσωπά τους μὲ παγωμένα δάχτυλα νὰ βρεῖ τὸ γιό του
ἀπ᾿ τὴν κοψιὰ τοῦ σαγονιοῦ κι ἀπ᾿ τὰ πέτρινα φρύδια,
ψάχνει τὶς τσέπες τους. Πάντα κάτι θὰ βρεῖ. Κάτι βρίσκουμε.
Ἕνα κλειδί, ἕνα γράμμα, ἕνα ρολόι σταματημένο στὶς ἑφτά. Κουρντίζουμε πάλι τὸ ρολόι. Περπατᾶνε οἱ ὧρες.
Ὅταν μεθαύριο λυώσουνε τὰ ροῦχα τους καὶ μείνουνε γυμνοὶ ἀνάμεσα στὰ στρατιωτικὰ κουμπιά τους
ἔτσι ποὺ μένουν τὰ κομμάτια τ᾿ οὐρανοῦ ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ καλοκαιριάτικα ἄστρα
τότε μπορεῖ νὰ βροῦμε τ᾿ ὄνομά τους καὶ μπορεῖ νὰ τὸ φωνάξουμε: ἀγαπῶ.
Τότε. Μὰ πάλι αὐτὰ τὰ πράγματα εἶναι λιγάκι σὰν πολὺ μακρινά.
Εἶναι λιγάκι σὰν πολὺ κοντινά, σὰν ὅταν πιάνεις στὸ σκοτάδι ἕνα χέρι καὶ λὲς καλησπέρα
μὲ τὴν πικρὴ καλογνωμιὰ τοῦ ξενητεμένου ὅταν γυρνάει στὸ πατρικό του
καὶ δὲν τὸν γνωρίζουνε μήτε οἱ δικοί του, γιατὶ αὐτὸς ἔχει γνωρίσει τὸ θάνατο
κ᾿ ἔχει γνωρίσει τὴ ζωὴ πρὶν ἀπ᾿ τὴ ζωὴ καὶ πάνου ἀπὸ τὸ θάνατο
καὶ τοὺς γνωρίζει. Δὲν πικραίνεται. Αὔριο, λέει. Κ᾿ εἶναι σίγουρος
πῶς ὁ δρόμος ὁ πιὸ μακρινὸς εἶναι ὁ πιὸ κοντινὸς στὴν καρδιὰ τοῦ Θεοῦ.
Καὶ τὴν ὥρα ποὺ τὸ φεγγάρι τὸν φιλάει στὸ λαιμὸ μὲ κάποια στεναχώρια,
τινάζοντας τὴ στάχτη τοῦ τσιγάρου του ἀπ᾿ τὰ κάγκελα τοῦ μπαλκονιοῦ, μπορεῖ νὰ κλάψει ἀπὸ τὴ σιγουριά του
μπορεῖ νὰ κλάψει ἀπὸ τὴ σιγουριὰ τῶν δέντρων καὶ τῶν ἄστρων καὶ τῶν ἀδελφῶν.










Και επειδή ακούσαμε ότι δεν είχε/δε θα είχε Χρυσαυγίτες. 
Κάποιοι παρουσιαστές μάλιστα δεν τους είδαν.




Ο άλλος ο παραολυμπιονίκης που χαιρετούσε ναζιστικά δίπλα στο Μίκη πήρε τηλέφωνο στον Παπαδάκη να πει ότι δεν είναι χρυσαυγίτης, κ κατέληξε να κράζει τους πρόσφυγες ότι είναι λαθρομετανάστες κ να σηκωθούν να φύγουν. Ευτυχώς που ξεκαθάρισε ότι δεν είναι χρυσαυγίτης.

-->
Δεν υπάρχουν χρυσαυγίτες στο συλλαλητήριο. Εκτός αν φτάσουμε στα όρια της παραφροσύνης και αρχίσουμε να λέμε χρυσαυγίτες ακόμα και τον Νίκο τον Μιχαλολιάκο ή τον Ηλία τον Κασιδιάρη.






 (κάπου έχουν κρυφτεί όλα τα τραγούδια του Μίκη και κλαίνε σιωπηλά)

Ακούω τον Μίκη Θεοδωράκη στο #Συλλαλητηριο και κλαίω. Κυριολεκτικά. Για τους αντίθετους λόγους που είχα κλαψει παιδί ακούγοντάς τον.


Αδέρφια μου φασίστες, αδέρφια μου ναζιστές είπε ο Μίκης στο συλλαλητηριο . Πάει το χελιδόνι Μίκη, ένα ήταν, το πέθανες κι αυτό.


Διαβάζω σημερινές δηλώσεις του κυρίου Μίκη Θεοδωρακη όπου στη φράση του συλλαλητηρίου «περιφρονώ και μάχομαι το φασισμό σε όλες του τις μορφές και προπαντός στην απατηλή μορφή του την αριστερόστροφη», συμπλήρωσε: «Θα μου πείτε γιατί όχι τη Χρυσή Αυγή που αγαπούν την πατρίδα; Ναι την αγαπούν την πατρίδα αλλά με έναν τρόπο εριστικό».
Οπότε, η σπορά των νικημένων του ‘45, όπως έχει δηλώσει ότι είναι οι Χρυσαυγίτες ο ίδιος ο Αρχηγός τους, είναι απλά η σπορά κάποιων εριστικών Γερμανών κατακτητών που ρήμαξαν τη Χώρα.
Οπότε, η ηγεσία της Χρυσής Αυγής πρέπει να δικάζεται ως εριστική και όχι ως τρομοκρατική οργάνωση.
Οπότε, η ηγεσία της Χρυσής Αυγής αναλαμβάνοντας την ηθική αυτουργία της δολοφονίας του Π. Φύσσα και του Σ. Λουκμάν, ανέλαβε τη τέλεση δυο εριστικών πράξεων.
Οπότε, στις μέρες μας η ηγεσία της Χρυσής Αυγής δεν δικάζεται για αδικήματα που περιγράφονται σε τουλάχιστον 45 δικογραφίες, αλλά για «τον εριστικό τρόπο» τους.
Οπότε οι μάχες που έδωσαν και οι πέτρες που έφαγαν οι συνάδελφοί μου της ΥΑΤ στη Πανεπιστημίου από Χρυσαυγίτες την ημέρα του συλλαλητηρίου της Αθήνας, ήταν ενέργειες εριστικές.
Ίσως είναι θρασύτητα να κριτικάρει κανείς λεγόμενα του Μεγάλου Μίκη Θεοδωράκη. Αλλά είναι τόσο τρομερά επικίνδυνες οι δηλώσεις του, που είναι αδύνατο να σωπάσω.
Ο ίδιος έχει νοιώσει τη βία στο πετσί του και είναι θλιβερό που αναγκάστηκε να ζήσει αυτό που έζησε από τους αναρχοφασίστες στο ίδιο του το σπίτι στα 92 του. Και για αυτό το λόγο θα έπρεπε να ήτανε ο πρώτος που θα καταδίκαζε τη βία, είτε από τα άκρα αριστερά, είτε από τα άκρα δεξιά.
Ειναι η πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια που οι εθνικιστές, οι χουντικοί, οι «θα πάρουμε τη Πόλη», οι «κάτω οι πολιτικοί, ζήτω ο στρατός», οι φονταμενταλιστές χριστιανοί βγήκανε από το περιθώριο και γίνανε μέινστριμ.
Είναι η πρώτη φορά που αρχίζω να φοβάμαι για το μέλλον...


______________________________________________
Videos-Σύνδεσμοι
Μίκης Θεοδωράκης (απόσπασμα): Μάχομαι το φασισμό σε όλες του τις μορφές. Και προπαντώς στην πιο απατηλή επικίνδυνη μορφή του, την αριστερόστροφη. https://goo.gl/pL3azb
Όλη η ομιλία με άνοδο Μίκη στο βήμα υπό το 'αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας' https://www.youtube.com/watch?v=et9evlc1ouE
Μπιθικώτσης Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας'; https://youtu.be/OW8YZNMz4r0
Γ. Ρίτσος απαγγέλλει 'Ρωμιοσύνη' https://youtu.be/4ODFtVqIzTo





Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

Αδέλφια Λακεδαιμόνιοι κι εσείς; ― #Συλλαλητήριο (με Καβάφη πάλι)


;


Ευλόγως θα μου πείτε «Για Λακεδαιμονίους θα μιλούμε τώρα;» σήμερα που το έλα να δεις κατέβηκε στο Σύνταγμα. 
Αλλά τέτοιες στιγμές, που η πατρίδα μας κραυγάζει, ατενίζουμε το παρελθόν με ελπίδα, οπότε στράφηκα κι εγώ στην Ιστορία και τα αγαπημένα.
Καβάφης πάλι με εκείνο τα εξαίσιο «για Λακεδαιμονίους θα μιλάμε τώρα» το εμπνευσμένο από τον ίδιο το Μεγαλέξανδρο που με το πνεύμα που τον χαρακτήριζε έγραψε εκείνο το λακωνικό κι ειρωνικό «πλην Λακεδαιμονίων».

Σας φέρνω τα σπαρτιάτικα, φέρνω και τον Καβάφη( +μια ανάλυση του Edmund Keeley διότι μάς αρέσει να καταλαβαίνουμε).




Dimitris Tsirkas
Αδέρφια Σπαρτιάτες, θα πάτε και σεις στο συλλαλητήριο; Θα προδώσετε τους αρχαίους προγόνους σας, τους περήφανους Λακεδαιμονίους που αρνήθηκαν να υποταχθούν στους Μακεδόνες και να τους ακολουθήσουν στον επεκτατικό σωβινισμό τους; Φίλοι Σπαρτιάτες, κρατήσατε ζωντανά τα ιδανικά της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας το 334 πΧ, μην τα απεμπολήσετε τώρα για χάρη των σύγχρονων οπαδών του ολοκληρωτισμού - των παοκτζήδων Νεομακεδόνων.



Κ.Π.Καβάφης
Στα 200 π.Χ.
«Aλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων—»
Μπορούμε κάλλιστα να φαντασθούμε
πως θ’ αδιαφόρησαν παντάπασι στην Σπάρτη
για την επιγραφήν αυτή. «Πλην Λακεδαιμονίων»,
μα φυσικά. Δεν ήσαν οι Σπαρτιάται
για να τους οδηγούν και για να τους προστάζουν
σαν πολυτίμους υπηρέτας. Άλλωστε
μια πανελλήνια εκστρατεία χωρίς
Σπαρτιάτη βασιλέα γι’ αρχηγό
δεν θα τους φαίνονταν πολλής περιωπής.
A βεβαιότατα «πλην Λακεδαιμονίων».
Είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται.
Έτσι, πλην Λακεδαιμονίων στον Γρανικό·
και στην Ισσό μετά· και στην τελειωτική
την μάχη, όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός
που στ’ Άρβηλα συγκέντρωσαν οι Πέρσαι:
που απ’ τ’ Άρβηλα ξεκίνησε για νίκην, κ’ εσαρώθη.
Κι απ’ την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία,
την νικηφόρα, την περίλαμπρη,
την περιλάλητη, την δοξασμένη
ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά,
την απαράμιλλη: βγήκαμ’ εμείς·
ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας.
Εμείς· οι Aλεξανδρείς, οι Aντιοχείς,
οι Σελευκείς, κ’ οι πολυάριθμοι
επίλοιποι Έλληνες Aιγύπτου και Συρίας,
κ’ οι εν Μηδία, κ’ οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.
Με τες εκτεταμένες επικράτειες,
με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά
ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς.
Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!

Edmund Keely: Η ΚΑΒΑΦΙΚΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ 
Μετά τη νίκη στο Γρανικό ποταμό, που ήταν η πρώτη νίκη του Μεγάλου Αλέξανδρου εναντίον των Περσών, ο Μακεδόνας βασιλιάς έστειλε από τα λάφυρα, 300 περσικές ασπίδες, όχι στην Πέλλα, αλλά στην Αθήνα, -οι Αθηναίοι τις κρέμασαν στον Παρθενώνα- με την επιγραφή «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των την Ασία κατοικούντων».
Ως γνωστόν οι Σπαρτιάτες δεν είχαν δεχτεί να ακολουθήσουν τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία του.

Ποια είναι όμως η σημασία της φράσης «για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα», με την οποία τελειώνει το ποίημα ο Καβάφης;
Εδώ οι απόψεις διχάζονται. Αρκετοί θεωρούν πως η φράση δείχνει το θαυμασμό του Καβάφη στα αποτελέσματα της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που έφερε τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού στα βάθη της Ασίας.
Υπάρχει όμως και η αντίθετη άποψη που ισχυρίζεται πως ο Καβάφης έγραψε τη φράση με ειρωνική διάθεση. Το εγκώμιο του ελληνιστικού κόσμου πλέκεται από τον αφηγητή του ποιήματος στα 200 π.Χ., τρία χρόνια δηλαδή πριν τη σαρωτική ήττα των Μακεδόνων από τους Ρωμαίους στις Κυνός Κεφαλές και δέκα χρόνια πριν την άλλη μεγάλη τους ήττα στη Μαγνησία. Είναι λοιπόν η εποχή που αρχίζει η παρακμή της ελληνιστικής εποχής. Ο Edmund Keely¹ θεωρεί πως ο Καβάφης γράφοντας το στίχο «για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα» εννοεί ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή: «πώς να μη μιλούμε για Λακεδαιμονίους τώρα!». Αφού η Σπάρτη, η μεγάλη και υπεροπτική, έχει ξεπέσει τώρα σε τόσο μεγάλο βαθμό, τι μπορεί να περιμένει τον καινούριο και μεγάλο κόσμο που εξυμνεί με τόση περηφάνια αλλά και αλαζονεία ο ομιλητής;