Φέτος ταξίδεψαν μακριά κι οι δυό, αλλά αναπολώ άλλα ταξίδια.
Για χρόνια ο πατέρας μου πήγαινε κάθε
χειμώνα στο Λονδίνο να δει παραστάσεις. Όχι μόνος, με το φίλο του Εύη Γαβριηλίδη,
ομότιμό του δηλαδή σκηνοθέτη και διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Κύπρου.
Ο Εύης νομίζω είχε ζήσει εκεί γιατί όπως όλοι που κάπου περάσαμε τα νιάτα μας, επέμενε να οργανώνει εκείνος το ταξίδι σα να ήταν
ακόμα φοιτητές. Νοίκιαζαν δηλαδή επιπλωμένο διαμερισματάκι στο κυπριακό Queensway
όπου τα μαγαζάκια πουλούν ελληνικές εφημερίδες και τις ζεστές
Κυριακές ακούς ελληνικά στην περατζάδα-νυφοπάζαρο κι έξω από τα pubs.
Έτυχε να είμαι στο Λονδίνο σε κάποια ταξίδια
τους και βέβαια συναντιόμασταν. Όχι
για Θέατρο― αυτό το έκαναν μόνοι δίχως περισπασμούς, δυό ή και τρεις παραστάσεις την
ημέρα, αλλά μετά, αργά καθώς ο πατέρας μου, προς μεγάλη ενόχληση του Εύη, επέμενε
να τρώνε έξω και να πίνουν κάθε βράδυ.
―Άκου να θέλει να μείνουμε μέσα με
«μια σαλατούλα» έλεγε ειρωνικά και πειράζονταν, τσιγκούνη ο ένας, σπάταλε ο άλλος
καθώς μας έσερναν άλλοτε στα κοσμικά ακριβά του Διαγόρα κι άλλοτε στα φθηνά ινδικά
και κινέζικα που νοσταλγούσε ο Εύης, όπως όλοι που περάσαμε από εκεί.
―Να πάρω απ' το delicatessen χούμους για αύριο το μεσημέρι; πρότεινε ο Εύης.
―Θα είμαστε έξω το μεσημέρι, έλεγε ο Διαγόρας,
κοιτάζοντάς με με νόημα.
― Μα σου αρέσει ο χούμους, επέμενε ο Εύης.
―Δεν είναι «ο» είναι «το χούμους, Κύπριε» διόρθωνε
ο Διαγόρας.
Και έτσι προχωρούσε η βραδιά μ΄αυτά αλλά
κι άλλα για τις ερωτικές τους επιδόσεις κι αγωνίες τα οποία δε θα μεταφέρω, ούτε
και τα πολλά αστεία τους.
Μα ήταν κι ένα άλλο αστείο, το δικό μας, που δεν το
'πιαναν. Έτσι που έρχονταν κάθε χρόνο στο ίδιο διαμερισματάκι, δυό ευκατάστατοι συνομήλικοι
κύριοι με τα μουστάκια, τα καυγαδάκια και τα σιδερωμένα τους πουλόβερ, η Αγγλίδα σπιτονοικοκυρά
ήταν σίγουρη ότι επρόκειτο για gay couple.
―Κυρίως είναι τα μουστάκια, τους έλεγα.
―Κι η «σαλατούλα» σου Εύη. Δε θα ξαναφάω, απαντούσε ο πατέρας
μου κι άρχιζαν πάλι.
Αρρώστησαν μαζί και μαζί έφυγαν, πρώτος
ο ένας και στο επόμενο βαρκάκι ο άλλος. Κι είναι ίσως ενδεικτικό που στα πολύ δύσκολα,
στιγμές που τα 'χανε, ο πατέρας μου νόμιζε πως είναι στην Κύπρο.
Ο Εύης τηλεφωνούσε: «Πώς είναι ο Έλλην
ασθενής; Όταν ξυπνήσει πείτε του ότι ο Κύπριος ασθενής τον ακολουθεί κατά πόδας»
Ποτέ πια δε θα πάρει για να
μου ευχηθεί με την αλλαγή του χρόνου όπως έκανε πάντα όπου κι αν ήταν, ποτέ ξανά δε θα χτυπήσει το τηλέφωνο μετά τα μεσάνυχτα για να μου πει «σ' αγαπώ» και «έτσι πήρα να δω τι κάνεις».
Ούτε ο Εύης
Γαβριηλίδης πια θα είναι εδώ.
________________________________________
Εικόνα
Διαγόρας Χρονόπουλος και Εύης Γαβριηλίδης στην Επίδαυρο, 2013