'Κάθε πουτάνα ήταν κάποτε παρθένα..' έτσι
αρχίζει το ποίημα που έγραψα χθες το βράδυ για το βιβλίο που έχω τελειώσει κι όλο
αναβάλλω την παράδοση γιατί όλο και κάτι αφαιρώ ή προσθέτω. Ο Χρόνος (είπαμε)
για τον καλλιτέχνη είναι ελαστικός ή, πιο σωστά, ελαστικός είναι για το έργο διότι
ο καλλιτέχνης, φευ, είναι θνητός.
Νοτιάς με συννεφιά κι έχω πολλά να γράψω, που επείγουν και έχω υποσχεθεί. Μα, το είπαμε κι αυτό ξανά, δύσκολα ο νους μου πειθαρχεί
κι ας αγωνίστηκα πολύ να πειθαρχεί το σώμα.
Κοιτώ τη θάλασσα κι επιθυμώ να περπατήσω,
κοιτώ τον κήπο και γνωρίζω πως θα έπρεπε να έσκαβα, να ξεχορτάριαζα να κάνω χώρο
για τα σπόρια που σας έλεγα κι ελπίζω να βλασταίνουν ήδη. Τα αρνία με κοιτούν σαν
αξιοπερίεργη και οι γλάροι πετούν χαμηλά πάνω από τα βράχια κράζοντας όπως όταν
συναντούν ψοφίμια. Και το μυαλό, ως συνήθως, τρέχει σε όσα δεν έκανα.
Ημέρα του Θεάτρου σήμερα (ό,τι και αν σημαίνουν
κάτι τέτοια) και το βράδυ θα πάω στην Πόλη στη γιορτή για το Θέατρο με την ομάδα
που ασχολείται αλλά και με μουσικούς και άλλα (που ακόμα δε γνωρίζω). Προσκλήσεις
καθημερινές, τηλέφωνα κι όσα μαζεύονται όταν περάσουν μέρες με χαρτιά και με
βιβλία και, δυνατότερο, το κάλεσμα της Φύσης για βόλτες σε ερημιά.
Θα πάρω τα χαρτιά μου, σκέπτομαι, και
θα μεταφερθώ να γράψω τρώγοντας μόνη μου ψάρια. Φτάνει πια εδώ, το σπίτι σήμερα
με πνίγει.
____________
Εικόνα: Το λιμάνι προχθες, Παρασκευή, 7.00 παρά κάτι το απόγευμα, καθώς πήγαινα στο Μάθημα.