Αφίχθη. Η Καγκέλω του Δημήτρη Μανιάτη.
Δώδεκα διηγήματα κι ένα τραγούδι.
«Χάρε μαύρε και μπινέ που φρενάρεις παλικάρια...»
12 εσωτερικοί μονόλογοι σε πρώτο αυτοβιογραφούμενο πρόσωπο, σε γλώσσα λιτή και πυκνή, στη γλώσσα της μαγκιάς που, ταυτόχρονα, σπαστή και με υπονοούμενα, είναι κι η γλώσσα των νοερών μονόλογων, η γλώσσα που μιλάμε εντός στο μόνο πρόσωπο επί γης που δε ζητά εξηγήσεις.
Πορτραίτα ανδρών, πορτραίτα του ποτού, του ξενυχτιού, των χαμένων στα μπαρ της Αθήνας μα και Μυκόνου βέβαια.
Στιγμές.
Να πας στο μπάνιο «την ώρα που δυό κωλαράκηδες ναύτες χόρευαν.. ένα χασαποσέρβικο» και βγαίνοντας να έχεις μεταμορφωθεί σε Ανδρέα Παπανδρέου και να χαιρετάς «Ελληνικέ λαέ» τραπέζια ως το δικό σου.
Να είσαι «εξηνταπέντε, εκείνη πενήντα επτά» αλλά ίδια ολόιδια σαν τότε στην παραλία του Άγιου Σώστη στη Μύκονο, τώρα ξενοδοχείο Κάρλτον χωρίς λόγια, «ένας σάρκινος ανεξόφλητος λογαριασμός».
Και «η Καγκέλω, ρε», παλιά ιστορία (κάποιοι ακόμα κάτι θυμόμαστε), «οικοδόμος και πρώτη γκόμενα στη Χαβάη» που στηνόταν στα κάγκελα στο Σταθμό Πελοποννήσου «και την παίρνανε τα κωλόπαιδα στο όρθιο».
Και ντρόγκες, τριπάκια στο νησί που «έχει μπει ο διάβολος στο σπίτι και θα με σκοτώσει» λέει ο φίλος και τρέχει το Δελό απ’ την Άνω Μερά, παρατά τη δουλειά και καταριέται ο Μάρκος πίσω του «Κακό χρόνο νάχεις» (για μας που θυμόμαστε) μα «έτρεμε σαν το ψάρι» ο άλλος στο σπίτι στο Μαράθι και «φόραγε μια κελεμπία μπορντώ- καλέ, τι φοράει ο ζαβός;».
Και με όλα αυτά, τραγούδι, πάντα. Τραγούδια λαϊκά, «αυτός ο άνθρωπος αυτός», παλαμάκια να βαράει ο Κατσιφάρας. Και ο Στέλιος πάντα διαποτίζει διαπερνά. «Στα δέκα χρόνια απ’ το θάνατο του Στέλιου Καζαντζίδη, πήγα στο νεκροταφείο..» και χόρευε ο χοντρούλης ο παπάς «Μη μου λέτε γι’ αυτή». Αφού ως γνωστόν «οι οπαδοί του Καζαντζίδη έχουν καλύτερη φωνή από τους σημερινούς τραγουδιστές».
Άλλα δε λέω, διαβάστε το.
Δημήτρης Μανιάτης είναι αυτός.
_______________________________________________
'Η ΚΑΓΚΕΛΩ' του Δημήτρη Μανιάτη, Διηγήματα, Μετρονόμος