Ο Niko Ago έφυγε.
Οι διαμαρτυρίες των λίγων που διαβάζουν δε μπόρεσαν να νικήσουν τη γραφειοκρατική αδικία, ειδικά στο δύσκολο καιρό που ζούμε, σε τούτο το αναπάντεχο πισωγύρισμα της Ιστορίας.
Η προηγούμενη ανάρτηση δεν περίμενα να έχει τόση ανταπόκριση. Και δε μιλώ μόνο για τα σχόλια διαμαρτυρίας (που με αιφνιδίασαν με τα παράπονά τους για όλα τα τριγύρω εκτός του θέματος) αλλά και για τις επαναναρτήσεις. Και τα τηλέφωνα και mails τα υβριστικά και εκνευριστικά αλλά και το ένα κωμικό που δεν κρατιέμαι, θα σας το διηγηθώ.
Φίλη με πήρε να ρωτήσει αν μιλάμε.
― Βεβαίως, απάντησε η Μαντάμ, γιατί, συνέβη κάτι;...
― Έμαθα πως με βρίζεις στο Facebook.
― Τι κάνω;
Πρώτον, όπως γνωρίζει όποιος με γνωρίζει ποτέ δε βρίζω. ΠΟΤΕ.
Δεύτερον δεν είμαι, ούτε ήμουν ποτέ, μαθητριούλα που δίνει στο status της πληροφορίες για τους φίλους ή τα αισθηματικά της.
Τρίτον, πάλι όπως γνωρίζει όποιος ισχυρίζεται πως με διαβάζει, στο Facebook αναρτώ:
ή α) αποσπάσματα-με link κειμένων που μου άρεσαν για να τα μοιραστώ
ή β) αποσπάσματα - με link κειμένων από τα blogs μου για να πληροφορήσω όποιον τυχόν ενδιαφέρεται.
― Διάβασες το κείμενο, χρυσή μου; ρώτησα τη θιγμένη Φίλη.
― Όχι, όχι... ήθελα να σε ρωτήσω πρώτα.
Δεν έχει όνομα, δε φωτογραφίζει. Περιγράφω ένα περιστατικό που ο καλοθελητής μάλλον αναγνώρισε.
― Ποιο περιστατικό;
― Τότε που είπες πως δε θέλεις να μπει το παιδί σου σε πισίνα με αλβανάκια.
― Εγώ ΟΧΙ, κάνεις μεγάλο λάθος. Εγώ δεν είπα τέτοιο πράγμα.
― Τότε γιατί πιστεύεις πως μιλώ για σένα;
Αν φωνάξω 'Ρατσιστή!' κι από το πλήθος έρθει ένας να μου πει ' Γιατί με βρίζεις' τι απάντηση αρμόζει άλλη από το ΄Συ είπας';
Μα είπαμε, η λογική κι ο ρατσισμός ποτέ δεν ταίριαξαν.
Λέει ο Εμίρ Κουστουρίτσα στη θαυμάσια αυτοβιογραφία του, που φέτος κάνει θραύση στη Γαλλία, πως μόνο μια είναι η πρέπουσα τιμωρία για το ρατσιστή. Η υποχρεωτική ανάγνωση καλών συγγραφέων. Για να μάθει από πρώτο χέρι Ιστορία και να του καλλιεργηθεί το 'empathy', η συναισθηματική φαντασία κι η ικανότητα ταυτιζόμενοι να κατανοούμε τον πόνο του άλλου― ιδιότητες που μόνο δια της Τέχνης αναπτύσσουμε. Μα διαπιστώνω δυστυχώς ότι η τιμωρία αυτή είναι ανεφάρμοστη αφού ακόμα κι οργισμένη 'κολλητή' δεν έκανε τον κόπο να διαβάσει ούτε εμένα που... καλή συγγραφεύς ίσως και να πιστεύει πως δεν είμαι αλλά είμαι η φίλη της που ως προχθές έλεγε πως θαυμάζει και εγώ η φίλη που θαυμάζει έγραψα (υποτίθεται) για εκείνη.
Ο Niko Ago που έφυγε λέει σήμερα: «Τα δικά μου "όπλα" είναι από λόγια και την εποχή ετούτη, τα λόγια, δυστυχώς, δεν έχουν και μεγάλη σημασία. Τουλάχιστον τα δικά μου.» και κάπως έτσι σκέπτομαι κι εγώ όταν πικραίνομαι που οι επαναναρτήσεις και η επισκεψιμότητα δεν κατάφεραν τη θιγμένη Φίλη να ξοδέψει δυό λεπτά για να μάθει τι ήθελα να πω.
Δεν είναι εύκολη εποχή για συγγραφείς. Και, διπλή ατυχία, ποτέ δεν ήταν εύκολο για Έλληνες που γράφουμε για ένα μικρό κοινό μιας χώρας δίχως σεβασμό για Σκέψη ή για Τέχνη.
Πικραίνομαι βλέπετε, όπως ο Νίκος Άγκο. Κι ύστερα σκέπτομαι τον Κουστουρίτσα, Ερζεγοβίνο γιο άθεου Μουσουλμάνου Κομμουνιστή που πίστευε στην ένωση ηθών κι εθίμων που ονομάστηκε ένωση της Γιουγκοσλαβίας. Που έζησε τον εμφύλιο, τους φιλικούς αμερικάνικους βομβαρδισμούς, έζησε τον εκπατρισμό, την προσφυγιά και την κατάρρευση των αξιών και του πατέρα που αγάπησε με πάθος.
Ώστε σήμερα, μετά από την περιπλάνηση, μετά από ταινίες, βραβεία, καυγάδες και μεταναστεύσεις πού καταλήγει; Πως μόνο η γραμμένη λέξη σώζει από τη βαρβαρότητα.
Γνωρίζετε πως συμφωνώ. Κι έχω κι ένα παλιότερο παράδειγμα γι αυτό. Με λέξεις πάλι, όμως μιας άλλης εποχής που η βία του σήμερα την έκανε επίκαιρη. Είναι η αυτοβιογραφία του Αυστριακού Στέφαν Τσβάιχ, το τελευταίο του βιβλίο πριν αυτοκτονήσει στο Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μιλά ο Τσβάιχ για την Αυστρία του πολιτισμού και της φιλοσοφίας, χώρα της μουσικής και της ανοχής. Και περιγράφει τους πρώτους Nαζί, πώς εμφανίστηκαν με σούπες του λαού και οχήματα γυαλιστερά και πώς έγινε εντός ολίγου επικίνδυνο να μιλήσεις εναντίον τους, έγινε ρίσκο να χαιρετάς μπροστά τους τον Εβραίο Καθηγητή σου, έγινε ρίσκο να μιλάς, να γράφεις, να κυκλοφορείς δίχως ταυτότητα και σοβαρή δικαιολογία. Και, λόγω φτώχειας και του αισθήματος της ήττας, λόγω αδιαφορίας και εγωισμού πολλοί δε μίλησαν εξ αρχής, όταν ακόμα ήταν δυνατό ίσως να εμποδιστεί η προέλαση της τρομοκρατίας. Διότι εξ άλλου δε φαινόταν να έχει σημασία όλο αυτό. Ένας γελοίος αμόρφωτος ήταν ο Χίτλερ κι η νεολαία του αποβράσματα, μπράβοι κι απόστρατοι άνεργοι κι ανύπανδροι που τους φιλοξενούσαν οι γονείς τους και τριγυρνούσαν νταηλίδικα στις γειτονιές με μηχανές για να μοιράζουν άλλοτε κλωτσιές κι άλλοτε σούπες.
Ο Τσβάιχ δεν έζησε το τέλος του πολέμου, δεν έμαθε ποιος νίκησε, ούτε είδε τα ντοκιμαντέρ του Άουσβιτς ή το βιασμό των Γερμανίδων από το Ρώσικο στρατό όταν νίκησαν οι σύμμαχοι. Πέθανε ηττημένος αλλά συνεπής, αρνούμενος να συμμετέχει στην αποκτήνωση που έθρεψε ο φόβος στον οποίο οδήγησε η αδιαφορία.
Έχουμε όμως τα λόγια του. Όπως έχουμε τη συμβουλή του Κουστουρίτσα. Και όπως έχουμε γραπτή την περιπέτεια που στέρησε τη φτωχή μας χώρα από το Νίκο Άγκο που την πλούτιζε κι όπως.. αν ήθελε, αν ήξερε και αν μπορούσε, θα είχε η Φίλη σα καθρέφτη την περιγραφή της συμπεριφοράς της στην ανάρτηση και αντί να τρομάζει από θιγμένο εγωισμό να αντιμετώπιζε το τέρας που θεριεύει όσο αρνιόμαστε την ύπαρξή του.
Δε συνηθίζω όπως ξέρετε να αναρτώ συνεχόμενα για το ίδιο θέμα. Αλλά η ανταπόκριση που περιγράφω με εγκλώβισε σ' αυτές τις σκέψεις και δεν ήθελα να παραλείψω να σας συστήσω τα δύο αυτά επίκαιρα και εξαιρετικά βιβλία: τις αυτοβιογραφίες του Εμίρ Κουστουρίτσα και του Στέφαν Τσβάιχ. Διότι είναι μύθος ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται σα Κωμωδία κι η τραγωδία που έρχεται ελπίζω πως με το διάβασμα θα αποφευχθεί.