Είχα μια αγαπημένη γάτα. Όχι μια δηλαδή, είχα πάντα από μια, αλλά για τη μια την Άλεφ Catus θα σας πω. Ήταν όμορφη σα σύννεφο. Σιαμέζα blue point. Το γκρι των άκρων όταν είχε συννεφιά γινόταν μωβ.
Τη λάτρευα. Μα ήμουν πολύ νέα. Όχι άπειρη από γατιά μα νέα.
Οι σιαμέζες λέμε ότι μοιάζουν με σκυλιά διότι είναι φύλακες. Αλλά δε δένονται με το σπίτι, δένονται με την οικογένεια. Την έβαζα στη μαλακή της τσάντα και ταξιδεύαμε. Με ΚΤΕΛ στη διαδρομή για τη Σκιάθο, με πλοία στην Αίγινα, με αυτοκίνητο και δύο νύχτες πλοίο για την Ιταλία. Σε ξενοδοχεία και σπίτια που μας καλούσαν ήταν πάντα άψογη.
Τη λάτρευα σας το είπα. Της είχα γράψει κι ένα ποίημα (άρεσε πολύ όταν εκδόθηκε το βιβλίο).
Κι ωστόσο η βασίλισσά μου, η Catus, η Άλεφ, το γατί μου, το χαϊβάνι μου είχε φρικτά γεράματα.
Στην αρχή έπαθε στοματικά. Φούσκωναν τα ούλα της και μύριζαν. Μόνο όποιος ξέρει την αγάπη της γάτας για την καθαριότητα θα φανταστεί το μαρτύριό της. Τα δόντια της κιτρίνισαν κι έσπαγαν. Άρχισαν οι κυστίτιδες κι η αιματουρία.
Εκεί που καθόταν στην αγκαλιά μου την έπιανε ο πόνος. Κι έτρεχε κι έσκαβε το χώμα αλλά έβγαινε μόνο μιά πορτοκαλί σταγόνα. Κι έτρεχε πάνω κάτω κύκλους στο σπίτι φωνάζοντας και κοιτάζοντάς με να τη σώσω.
Είχε κάνει ήδη μιά εγχείριση και με εμπιστευόταν απόλυτα. Τα φάρμακα τα έπαιρνε όπως άλλος παίρνει λιχουδιές.
Φώναζε τρέχοντας λοιπόν κι έσκαβε στο χώμα κι έτρεχα να σπάσω ένα αντιβιοτικό να της δώσω αντιβίωση να αντιμετωπιστεί η κυστίτιδα. Κι έτρεμα τι περνά όταν λείπω.
Σιγά-σιγά τα δόντια της έπεσαν, τα ούλα της την πονούσαν. Δεν έτρωγε, δεν έπινε. Μόνο ξάπλωνε στο υγρό μπάνιο πάνω από σωλήνες θέρμανσης για να ενυδατώνεται.
Ήμασταν στην Πελοπόννησο όταν ήρθε το τέλος. Το σπίτι είχε σκάλες κι ήταν αδύναμη. Γάτα και δεν κατάφερνε να ανέβει ούτε σε καναπέ. Μόνο στο υγρό μπάνιο ξάπλωνε κι ύστερα άκουγα ένα ταπεινό μιουά και την έβλεπα ξαπλωμένη στο χαμηλότερο σκαλί να περιμένει. Την ανέβαζα και με κοίταζε με ολοστρόγγυλα στωικά γαλάζια μάτια δίχως έκφραση.
Της ζήτησα να μην πεθάνει εκεί, ήθελα να τη θάψω στον κήπο μας. Στο αυτοκίνητο της επιστροφής μύριζε απαίσια, το στόμα της ήταν όλο πύον.
Η γιατρός της έβαλε ορό για την αφυδάτωση αλλά κατάλαβα πως την κρατούσα ζωντανή για μένα και πήρα τη σπαραχτική απόφαση της ευθανασίας.
Πέθανε στα χέρια μου και στον τάφο της φυτέψαμε μιά τριανταφυλλιά σπάνια, με λουλούδια βιολετί σαν τα μάτια της. Άνθισε μιά φορά· μου έδωσε ένα μεγάλο απαλό τριαντάφυλλο και πέθανε κι αυτή.
Σίγουρα όποιος έζησε κι αγάπησε τα ζώα του έχει πολλές τέτοιες ιστορίες να πει. Γιατί σας τη λέω;
Γιατί τη γάτα μου εγώ τη σκότωσα. Από λάθος. Από ηλίθια πίστη στους γιατρούς.
Το όπλο; Κρο-κέ-τες.
Η Catus δεν έτρωγε ποτέ τίποτε άλλο. Δεν ήθελε, τις συνήθισε επειδή ο πρώτος κτηνίατρός μας (όπως κι οι δικοί σας) επέμενε. Της άρεσε πολύ ο κιμάς, ωμός. Ήταν το μόνο πράγμα που έκλεβε αυτή που όσο τρώγαμε ήταν (όπως πάντα τα γατιά μου) ξαπλωμένη στο τραπέζι και ποτέ-ποτέ-ποτέ δεν είχε αγγίξει φαγητό που δεν της πρόσφερα. Έκλεβε όμως από τις κουζίνες τον ωμό κιμά και μιά φορά, φιλοξενούμενη, άρπαξε μιά ωμή μπριζόλα κι έτρεχε σαν αδέσποτη.
Τι είπε ο κτηνίατρος;
―Ποτέ, ποτέ, κάνει σκουλήκια.
―Μα της δίνω droncit/drontal, είναι εμβολιασμένη για τα σκουλήκια, επέμενα αλλά ήτα ανένδοτος.
Σας είπα ήμουν πολύ νέα. Ακόμα τότε εμπιστευόμουν τους γιατρούς. Κι ύστερα, ομολογώ, οι κροκέτες είναι πολύ πρακτικές.
Δε θα σας πω για την επόμενη, μόνο πως επειδή μεσολάβησε η Γνώση, από την πρώτη μέρα της μαγείρευα. Σιγά το δύσκολο, οι γάτες δε θέλουν σάλτσες και μπαχαρικά. Στήθος κοτόπουλο έπαιρνα ή στην ανάγκη έτοιμο από σουβλατζίδικο και από τα εστιατόρια έφερνα πάντα ό,τι ψάρι έμενε στα πιάτα. Κι έζησε η Αυγούστα μου γερή κι ώσπου πέθανε από γεράματα στην αγκαλιά μου σκαρφάλωνε στην πέργκολα να δει στην Ανατολή κι έτρεχε ως την εξώπορτα του κήπου να με υποδεχθεί. Κι είχε, όταν πέθανε στην αγκαλιά μου στο κρεβάτι μου, όλα της τα δόντια.
Τι μεσολάβησε; Ο λόγος που σας γράφω.
Κατ' αρχήν ένα υπονοούμενο της δακρυσμένης κτηνιάτρου μετά από τα επίμονα γιατί μου.
Κι ύστερα διάβασα μιά πολύ σοβαρή αγγλική μελέτη μετά από μεγάλη έρευνα χρηματοδοτημένη από εκτροφείς για το τι πρέπει να τρώνε τα σκυλιά μας.
Παρεμπιπτόντως (δοκιμασμένο και αυτό) τα σκυλιά θέλουν κόκαλα. Παίρνουν έτσι ασβέστιο και πρωτεΐνη, και θερμίδες και λίπη για τη γούνα από το μεδούλι. Κόκαλα (πάντα με πολύ νερό στο πλάι όμως ) και μια–δύο φορές την εβδομάδα ό,τι τρώτε. Διότι το σκυλί είναι παμφάγο. Βέβαια όταν λέω ό,τι τρώτε δεν εννοώ γλυκά και λιχουδιές του περιπτέρου που είναι βλαβερές και για σας, εννοώ μαγειρεμένο φαγητό. Με δύο σοβαρότατες εξαιρέσεις: Τη σοκολάτα και το κρεμμύδι. Και τα δύο αυτά γίνονται τοξίνες όταν χωνευτούν από το σκύλο και σε μεγάλη ποσότητα είναι θανατηφόρα― ένα κιλό κρεμμύδα σκοτώνει ένα σκυλί (μα μην το μάθει αυτό ο φονιάς της γειτονιάς).
Αφού ανακάλυψαν λοιπόν ότι οι σκύλοι που τρώνε κόκαλα και ανθρώπινα μαγειρευτά ζουν πιο καλά και πιο πολύ, το επόμενο βήμα ήταν οι Κτηνίατροι. Να πληροφορηθούν βέβαια αλλά και να ερωτηθούν εκείνοι τι προτείνουν και γιατί.
Όλοι, όπως θα γνωρίζετε, προτείνουν τις κροκέτες. Κι ο λόγος είναι ελεεινός. Ναι, κάποιοι έχουν ποσοστό διότι έχουν μαγαζί και άλλοι παίρνουν δωράκια από τις εταιρίες, μα ο κύριος λόγος που (το παραδέχθηκαν) είναι η στρατηγική: μ' ένα σμπάρο δυό τρυγόνια. Το ζωάκι που πήγατε για εμβολιασμό θα παραμείνει ασθενής τους και δε θα ζήσει για πολύ, θα πάρετε άλλο (ίσως από αυτούς ή από γνωστούς τους) το οποίο επίσης θα ασθενήσει.
Γιατί οι κροκέτες είναι τόσο βλαβερές; Έχουν πολύ μεγάλη συγκέντρωση μετάλλων και βιταμινών που ίσως να κάνουν καλό στη γούνα κ.λ. αλλά βαραίνουν τα νεφρά διότι δε διαλύονται εύκολα από το σώμα. Το λέω απλά, ένας γιατρός (αν ήθελε) θα το εξηγούσε πιο καλά.
Νεφροπαθής ήταν γάτα μου, ξέρω.
Και επειδή ίσως με βρείτε παρανοϊκή θα σας συστήσω να προσέξετε μια εγκληματική διαφήμιση που παίζεται αυτό τον καιρό στην τηλεόραση. Με φώναξαν και δεν το πίστευα και όταν το ξαναείδα αισθάνθηκα πως αφού κανένας Φιλοζωικός Οργανισμός δεν κάνει κάτι θα προσπαθήσω από εδώ με το δικό μου το σπαθί (την πένα, δηλαδή το πληκτρολόγιο).
Θα την πετύχετε πιστεύω (κι αν την ξαναδώ και σιγουρευτώ θα σας πω τη μάρκα):
Λέει το παιδάκι πόσο αγαπά το κουταβάκι του.
―Γιατί κάνει αυτό κι εκείνο.
―Γιατί η γούνα του είναι απαλή.
―Γιατί "τα κακάκια του είναι στεγνά".
Το φαντάζεστε; Να άλλος ένας λόγος για κροκέτες. Με τη δυσκοιλιότητα λύθηκε το πρόβλημα της βόλτας.
Μήπως, λέω μήπως, να επιβάλουμε τις σκυλοκροκέτες και στις μαμάδες ώστε να μην ταλαιπωρούνται με αλλάγματα οι νηπιαγωγοί;
Ή μάλλον, για δοκιμάστε να προτείνετε κάτι τέτοιο για τα ανθρωπάκια κι ίσως η κατακραυγή που θα σηκωθεί, ίσως, σώσει κανένα σκυλί ή κανένα γατί από τα βάσανα που πέρασε το συννεφάκι μου.
__________________
Δε σας έπεισα; O.k., σκεφθείτε κι αυτό: σε μιά εποχή που η παχυσαρκία κι η καλή διατροφή αποτελούν την ακριβέστερη ταξική διάκριση, σε μιά εποχή που σεφ σαν τον Jamie Oliver αφιερώνουν τη ζωή τους στο να διδάξουν πώς να τρέφεται το λαό μιας ολόκληρης Κοινοπολιτείας, εσείς πήρατε αυτό το πλασματάκι για να το καταδικάσετε να ζει με κονσέρβες και προκάτ βιομηχανικά κατασκευάσματα; Ή, για να το πω με εικόνες, εσείς για σάς κι αυτούς που αγαπάτε θα προτιμούσατε ...
αυτό;
με αυτό
.....ή.....
αυτά
με αυτά;;;
____________________