Η κατάξανθη μικρή Μαρία, η οικογένειά μας και το «Χαμόγελο… ποιων άραγε;»
Πολύ συνειδητά αποφεύγω να μιλώ δημόσια για λάθη ανθρώπων και οργανώσεων που δραστηριοποιούνται εθελοντικά στο πεδίο της κοινωνικής αλληλεγγύης. Είναι τόσο μικρός ο αριθμός τους στη χώρα μας και τόσο αντίξοες οι συνθήκες μέσα στις οποίες καλούνται να αναπτύξουν τη δράση τους ώστε η δημόσια επίπληξη λανθασμένων ενεργειών τους να αποτελεί αδικία εάν ξεχνιέται το συνολικό έργο τους, και αποτελεί, επίσης, νερό στο μύλο όσων γενικά απαξιώνουν τέτοιες προσπάθειες. Πάγια επιλογή μου είναι σε τέτοιες περιπτώσεις να υποδεικνύω κατ’ ιδίαν τις, κατά τη γνώμη μου, σωστές λύσεις, στην πραγμάτωση των οποίων θεωρώ αυτονόητη υποχρέωσή μου να συμμετέχω προσωπικά στο βαθμό που είμαι ικανός και στο πλαίσιο αμοιβαίου σεβασμού. Σήμερα αισθάνομαι την υποχρέωση να παραβώ τον κανόνα που έθεσα ο ίδιος στον εαυτό μου και ακολούθησα τόσα χρόνια, καθώς διαπίστωσα ότι η τήρησή του αυτή τη φορά ισούται με προσωπική μου ολιγωρία απέναντι στο δράμα ενός παιδιού. Αφορά την υπόθεση της «μικρής ξανθής Μαρίας», όπως έγινε γνωστή όχι μόνο στο Πανελλήνιο, και την ανακοίνωση της οργάνωσης «το χαμόγελο του παιδιού» ότι περνώντας τα Χριστούγεννα στο ίδρυμα το παιδί «είναι πολύ καλά στην υγεία του και πιο ευτυχισμένο από ποτέ». Για την οίηση και τη σκληρότητα που φανερώνει η φράση αυτή αισθάνομαι τραγικά υπεύθυνος. Θα εξιστορήσω γιατί νοιώθω έτσι και πως προτίθεμαι να διορθώσω την ολιγωρία μου.
Παρακολούθησα την υπόθεση αυτή όπως όλοι και όλες. Δημοσίευσα στον «Αγγελιοφόρο της Κυριακής» ένα μικρό κείμενο με τίτλο «Το χαμόγελο του Ναζισμού» για τους κινδύνους που περικλείει ο τρόπος προσέγγισης του όλου θέματος από ορισμένα ΜΜΕ, και διαπίστωσα την άγνοια πολλών ανθρώπων -ακόμη και κάποιων που κατέχουν θέσεις ευθύνης- για τον αναγκαίο τρόπο αντιμετώπισης του παιδιού. Δεν έκρινα δημόσια –παρά τις σχετικές εκκλήσεις προσώπων και προτάσεις κάποιων ΜΜΕ- την πράξη της μεταφοράς του παιδιού σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης χωρίς διερμηνέα στην αρχή, το βίαιο χωρισμό του απ’ αυτούς που γνώριζε ως γονείς του, τον εγκλεισμό του σε ίδρυμα. Δεν έκρινα δημόσια ούτε κι όσα άλλα ματαιόδοξα, υπερφίαλα και προφανώς λανθασμένα ακούστηκαν αργότερα. Ως οικογένεια, όμως, κάναμε κάτι άλλο: Μετά από σοβαρή διαβούλευση αποφασίσαμε να ζητήσουμε και να πάρουμε τη Μαρία στο σπίτι μας για όσο καιρό χρειάζεται –είτε αυτό είναι για μερικές ημέρες είτε για ολόκληρη τη ζωή.
Είχαμε μακρά εμπειρία ως ανάδοχη οικογένεια στη Γερμανία, πάντα –και επίσημα- στη διάθεση των αρμόδιων αρχών της Βρέμης, όταν ένα παιδί βρισκόταν στην ανάγκη να αποχωριστεί τους γονείς του. Είναι σημαντικό σ’ αυτές τις περιπτώσεις να υπάρχουν άνθρωποι που αποδέχονται ν’ αλλάξουν από τη μια στιγμή στην άλλη τις καθημερινές τους συνήθειες και (οι οποίοι) ταυτόχρονα έχουν τις απαραίτητες γνώσεις και ικανότητες για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα ενός παιδιού που βρίσκεται σε έκτακτη κατάσταση ανάγκης. Ως ζευγάρι πληρούμε αυτές τις προϋποθέσεις, ιδιαίτερα με τη Ζίγκριντ που είναι παιδαγωγός για παιδιά με προβλήματα συμπεριφοράς.
Εύκολο δεν ήταν ποτέ. Παιδιά που κάθε νύχτα ξυπνούσαν κι έκλαιγαν γοερά απαιτώντας μ’ αυτό τον τρόπο -κάθε νύχτα!- άλλη μια απόδειξη ότι είσαι εκεί κοντά τους όποτε σε χρειάζονται. Παιδιά που θεωρούν τους γονείς τους υπεύθυνους για το χωρισμό και τη νέα τους κατάσταση αλλά ταυτόχρονα με φοβερή ευαισθησία μήπως πει κανείς –έστω έμμεσα και άθελα- κάτι αρνητικό για εκείνους. Παιδιά που ακόμη και οι πιο χαρούμενες στιγμές τους στο νέο περιβάλλον συνοδεύονται από μια αίσθηση ανασφάλειας για το μέλλον και από τύψεις απέναντι στους γονείς και τα άλλα παιδιά της οικογένειάς τους. Χρειάζεται πολύς κόπος, μεγάλη υπομονή, ειδικές γνώσεις και μεγάλη ικανότητα για να μπορέσεις να μιλήσεις με τα παιδιά για όλα αυτά, ώστε να μπορέσεις να εμπνεύσεις εμπιστοσύνη και να χαρίσεις την ηρεμία που χρειάζονται για να μπορέσουν με τη σειρά τους να επεξεργαστούν τα νέα βιώματά τους.
Με όλα αυτά στο μυαλό κανείς και καμιά στην οικογένειά μας δεν πείστηκε από τις διαβεβαιώσεις που δόθηκαν μέσα σε ελάχιστες ώρες από το Χαμόγελο του Παιδιού ότι η Μαρία ήταν πια χαρούμενη κι ευτυχισμένη! Μακάρι να ήταν δυνατό κάτι τέτοιο, αλλά δυστυχώς τέτοια θαύματα δεν εμφανίζονται ούτε στις πιο τολμηρές βιογραφίες Αγίων, για να μη μιλήσουμε για τις πολυπληθείς επιστημονικές έρευνες που διαφορετικά πράγματα λένε. Τις διαβεβαιώσεις τις προσλάβαμε ως μια θεμιτή προσπάθεια να ειπωθεί στην κοινή γνώμη «κάνουμε ότι είναι δυνατόν για να περιορίσουμε τις αρνητικές επιπτώσεις του συμβάντος», που ήταν ο αποχωρισμός της Μαρίας από την οικογένειά της. Γι’ αυτό η απόφασή μας να ζητήσουμε τη μετακίνηση του παιδιού στο σπίτι μας.
Μίλησα στην αρχή με τη δικηγόρο των «θετών» γονιών, που μου υπέδειξε να περιμένω λίγο μέχρι να αποφασιστεί η αποφυλάκισή τους, που αναμενόταν να συμβεί γρήγορα. Όταν αυτό φάνηκε να κρατάει καιρό –και, τελικά, δεν έγινε ακόμη- αποφασίσαμε να προχωρήσουμε, καθώς κάθε μέρα ήταν σημαντική για το παιδί. Πρώτα απ’ όλα τηλεφώνησα στο Χαμόγελο του Παιδιού για να ενημερώσω σχετικά με τη διαθεσιμότητά μας. Ζήτησα τον κ. Γιαννόπουλο, ως το πιο γνωστό πρόσωπο από τις εμφανίσεις του στα ΜΜΕ, με συνέδεσαν με το γραφείο του, όπου η στενή συνεργάτιδά του (όπως η ίδια αυτοχαρακτηρίστηκε) μού δήλωσε ότι ο κ. Γιαννόπουλος δεν ήταν εκεί και ότι μπορούσα να μιλήσω μαζί της.
Της δήλωσα το σκοπό του τηλεφωνήματός μου, της περιέγραψα το επιστημονικό μου πεδίο (Παιδαγωγική και Παιδαγωγική Μειονοτήτων και ιδιαίτερα Ρομ) και το επιστημονικό πεδίο της Ζίγκριντ (Παιδαγωγική παιδιών με προβλήματα συμπεριφοράς και μακρόχρονη εργασία με παιδιά Ρομ), της διηγήθηκα τις εμπειρίες μας ως ανάδοχη οικογένεια, της μίλησα για την οικονομική μας κατάσταση που επιτρέπει χωρίς καμιά βοήθεια από οποιονδήποτε να αναλάβουμε το παιδί, συμπλήρωσα για τη γνωστή σε διεθνές επίπεδο επιστημονική μου δουλειά με Ρομά, αλλά και την κοινωνική και προσωπική σχέση μας με τις κοινότητες τους, υπέδειξα την ανάγκη του παιδιού να έχει τη δυνατότητα να μιλάει στη μητρική του γλώσσα και την προθυμία μας για το σκοπό αυτό να προσλάβουμε (με δικά μας έξοδα) σε καθημερινή βάση μια νεαρή κοπέλα από την εδώ κοινότητα, ώστε να μπορέσει το παιδί να χειριστεί καλύτερα τη νέα κατάσταση. Εξήγησα ότι είμαστε πρόθυμοι να αποδεχτούμε οποιαδήποτε νομική λύση, από τη φιλοξενία για μερικές ημέρες έως την αναδοχή για απεριόριστο χρόνο.
Δεν αποκόμισα την εντύπωση ότι η συνομιλήτριά μου κατανοούσε ποιο είναι το πρόβλημα και ποια η σημασία της πρότασης. Μου επανέλαβε απλώς ότι αυτά είναι υπόθεση του αρμόδιου εισαγγελέα. Με ευχαρίστησε, πάντως, ευγενικά για το ενδιαφέρον μου και διαβεβαίωσε ότι ο κ. Γιαννόπουλος θα μού τηλεφωνούσε οπωσδήποτε για να δούμε πως μπορώ να βοηθήσω. Της έδωσα και σημείωσε όλα τα τηλέφωνά μου. Από τότε (13 Νοεμβρίου) περιμένω τηλεφώνημα.
Εμείς όμως συνεχίσαμε τις προσπάθειές μας. Ετοιμάσαμε το δωμάτιο της Μαρίας δίπλα στο υπνοδωμάτιό μας, ψάξαμε για την κοπέλα που θα προσλαμβάναμε, επιλέξαμε το διδακτικό υλικό που θα χρησιμοποιούσαμε, σχεδιάσαμε τις εκδρομές που θα κάναμε, σκεφτήκαμε τον τρόπο που θα περνούσαμε τις γιορτές, καταλήξαμε στη στρατηγική μας σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση του σοκ που βιώνει κάθε άνθρωπος εάν ξαφνικά τον πληροφορήσουν ότι δεν είναι αυτοί, που θεωρούσε, οι γονείς του. Αναθέσαμε, τέλος, σε έγκυρους νομικούς να ετοιμάσουν την αίτησή μας προς τον αρμόδιο εισαγγελέα. Εκεί ήλθε η απροσδόκητη ματαίωση: Η διαφορά ηλικίας ανάμεσα στους ανάδοχους «γονείς» και το παιδί, σύμφωνα με τον αυστηρό νόμο της Ελλάδας, δεν επιτρέπεται να ξεπερνά τα 50 χρόνια. Σ’ εμάς είναι μεγαλύτερη. Συνεπώς, όλα τα άλλα προσόντα μηδενίζονται εξαιτίας αυτού του γεγονότος. Κι αυτό θεωρείται προστασία του παιδιού!
Εδώ θα τελείωνε ίσως η ιστορία, με την οικογένειά μας να θεωρεί ότι έκανε ό,τι μπορούσε. Έτσι θα ήταν, αν μία πολύ γνωστή καθηγήτρια της Νομικής του πανεπιστημίου μας, που μαζί με άλλους και άλλες εργάζονται για ν’ αλλάξουν και να εκσυγχρονίσουν το σχετικό νομικό πλαίσιο, δεν μου είχε προτείνει να συνεχίσω τις προσπάθειες μου, με την ελπίδα ότι οι αρχές θα αντιλαμβάνονταν τις δυνατότητες που υπάρχουν και δεν επιλέγονται. Το σκεφτήκαμε στο σπίτι, εκεί υπήρχε η προθυμία, αλλά εγώ ακολούθησα τον κανόνα που είχα θέσει στον εαυτό μου, ελπίζοντας ταυτόχρονα ότι η Δικαιοσύνη θα φρόντιζε να γυρίσει η Μαρία στο σπίτι της. Δε γύρισε. Και σήμερα διαβάζοντας τις σημερινές δηλώσεις για το παιδί «που ποτέ στη ζωή του δεν ήταν τόσο ευτυχισμένο» αναγνωρίζω, αργά, ότι ολιγώρησα σε βάρος του.
Το μόνο που μπορώ πια να ειπώ είναι ότι θα κάνω τα πάντα για να διορθώσω τις επιπτώσεις της ολιγωρίας μου.
Ανεβάζω μερικές φωτογραφίες με τον «κατάξανθο, μικρό Ο.» που έζησε μαζί μας δύο χρόνια, μέχρι που έγινε δυνατό να γυρίσει στη μητέρα του. Δεν απασχόλησε κανένα ΜΜΕ, αλλά μετά από κάποιο χρόνο έμαθε να χαίρεται το γέλιο και να μας κάνει κι εμάς χαρούμενους.