Η
Μικρή Άρκτος είναι η νέα ταινία της αδελφής μου και θα πρωτοπαρουσιαστεί στις
Νύχτες Πρεμιέρας κι ύστερα σε φεστιβάλ στα οποία πιστεύω ότι της αξίζουν πολλά
βραβεία.
Υποκειμενικότητα
το θέμα και υποκειμενικά δίνεται κι αυτό είναι επίτευγμα και πραγμάτωση ονείρου
πολλών καλλιτεχνών. Γι αυτό η Μικρή Άρκτος θα μείνει στην ιστορία του σινεμά για την ευρηματική τεχνική με την οποία πετυχαίνει την ταύτιση μορφής και
περιεχομένου που όλοι συζητάμε, και κάποιοι επιδιώκουμε και λίγοι καταφέρνουμε στην Τέχνη μας.
Όμως η τεχνική πλευρά,
το 'εύρημα' και πόσο πέτυχε μ' αυτό αποκτά αξία αν, μόνο και όσο εξυπηρετεί να γίνει
αντιληπτός κι αγαπητός ο μύθος που αφηγείται και σας την συστήνω (παρότι αλλά και επειδή είναι της αδελφής μου) διότι πιστεύω ότι αξίζει να αγαπηθεί.
Κατά τη συνήθειά μου άλλα δε θα πω αλλά (με ξέρετε):
σας φέρνω να μιλήσουν άλλοι, που γνωρίζουν
και
φέρνω και video με συνέντευξη από τα γυρίσματα.
Χαρείτε τα!
Μικρή 'Αρκτος
της Ελισάβετ Χρονοπούλου
Παίζουν οι: Γιάννης Κοκιασμένος,
Σοφία Γεωργοβασίλη,
Διώνη Κουρτάκη
Παραγωγή: Ελισάβετ Χρονοπούλου
Ελληνικό
Κέντρο Κινηματογράφου
Σενάριο, Σκηνοθεσία, Μοντάζ
: Ελισάβετ Χρονοπούλου
Οργάνωση Παραγωγής: Κωνσταντίνα
Βούλγαρη
Διεύθυνση Παραγωγής: Μάνος
Παπαδάκης
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Χρήστος Αλεξανδρής
Ηχοληψία-Σχεδιασμός Ηχου: Στέφανος Ευθυμίου
Σύμβουλος Σκηνογράφος-Ενδυματολόγος:
Κατερίνα Σωτηρίου
Μακιγιάζ: Δήμητρα
Γιατράκου
___________________________________________________________
-----Οσο για τη «Μικρή Αρκτο», την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία της Ελισάβετ Χρονοπούλου, ο συνομιλητής μας σημειώνει: «Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο ασπρόμαυρο φιλμ. Αποτελείται από 15 υποκειμενικά μονοπλάνα που εστιάζουν στους δύο ηθοποιούς, τον Γιάννη Κοκιασμένο και τη Σοφία Γεωργοβασίλη. Τον Γιάννη δεν τον βλέπουμε ποτέ γιατί παρακολουθούμε όσα συμβαίνουν μέσα από τα μάτια του. Η Ελισάβετ Χρονοπούλου διαθέτει μια ιδιαίτερη αφηγηματική κινηματογραφική ευαισθησία και τελικά αυτό που κάνει δεν είναι μια πειραματική ταινία, αλλά μια συγκινητική ιστορία αγάπης και πάθους. Η Γεωργοβασίλη δίνει από τις καλύτερες ερμηνείες των τελευταίων χρόνων».
________________________________
Μανώλης Κρανάκης:
Στο lobby κεντρικού ξενοδοχείου, ένας νέος άντρας συλλαμβάνεται, ενώ το αναίσθητο σώμα μιας κοπέλας μεταφέρεται στο ασθενοφόρο. Μέσα στο περιπολικό που διασχίζει την πολύβουη Αθήνα, ο άντρας ανακαλεί το διάστημα των τελευταίων μηνών. Απ' την ανορθόδοξη γνωριμία του με την κοπέλα, στο ίδιο ξενοδοχείο, πέντε μήνες πριν, ως τη δραματική κατάληξη της σχέσης τους το ίδιο πρωί. Στο μεσοδιάστημα, η προσπάθεια δυο ανθρώπων ν' αγαπηθούν.
Η «Μικρή Αρκτος» είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία της Ελισάβετ Χρονοπούλου, μετά το «Ενα Τραγούδι δεν Φτάνει» του 2003 και το «Ο Ανίβας Προ των Πυλών» του 2011. Μια ταινία βασισμένη στο «Φοράει Κοστούμι» - το διήγημα που έδωσε και τον τίτλο στο ομότιτλο βιβλίο της που κυκλοφόρησε το 2013 - με μηδαμινό προϋπολογισμό, αλλά τεράστια αποθέματα ανάγκης για να γίνει εδώ και τώρα, με οποιονδήποτε τρόπο, με δύο ηθοποιούς και στο κέντρο της ένα κινηματογραφικό πείραμα που ανέβασε το βαθμό δύσκολίας των γυρισμάτων μετατρέποντάς τα σε μια πραγματική εμπειρία.
Μια εμπειρία όχι μεγαλύτερη από αυτήν που τελικά είναι η «Μικρή Αρκτος», ένα παροξυσμικό love story ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που θέλουν κι αυτοί με οποιονδήποτε τρόπο να αγαπηθούν αλλά δεν μπορούν και έναν κόσμο που εγκλωβισμένος μέσα στο υποκειμενικό του βλέμμα θα προσπαθεί μάταια να δει έστω και για μια φορά την εικόνα ολόκληρη.
Η κάμερα του Flix βρέθηκε στις αρχές Μαίου στο Μοναστηράκι, στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου με θέα την Ακρόπολη και πήρε άδεια να κρυφοκοιτάξει όλα όσα συνέβησαν ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές της ταινίας - τη Σοφία Γεωργοβασίλη και τον Γιάννη Κοκιασμένο - υπό τις καλά μελετημένες «χορογραφίες» του διευθυντή φωτογράφιας, Χρήστου Αλεξανδρή και το άγρυπνο σκηνοθετικό βλέμμα της Ελισάβετ Χρονοπούλου.
Δείτε τους όλους στο παρακάτω βίντεο να μιλούν για τη «Μικρή Αρκτο»:
- Τι είναι η «μικρή άρκτος»;
Μια αρκούδα. Πολική .
Ζει στο πιο αφιλόξενο περιβάλλον του πλανήτη. Είναι μοναχική. Δεν έχει φίλους ούτε οικογένεια. Μόνο την εποχή του ζευγαρώματος, φλερτάρει για δέκα μέρες με μια άλλη μοναχική αρκούδα, κάνουν σεξ και αμέσως μετά ο καθένας παίρνει το δρόμο του. (Τον παγωμένο δρόμο του).
- Πως προέκυψε η ανάγκη για αυτή την ταινία;
Από μια εικόνα: «Συναντήθηκαν στη μέση μιας κοιλάδας σκεπασμένης από χιόνι κι έτρεμαν κι οι δυο τους απ” το κρύο.” Είναι του Κούντερα απ’ την “Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι”.
- έχεις επιλέξει σε αυτή την ταινία να μην έχεις παραγωγό αλλά να είσαι η ίδια, και να συνεργαστείς μαζί μου που κι εγώ δεν είμαι παραγωγός. τι σε οδήγησε σε αυτή την απόφαση;
Αρχικά, η τραυματική μου εμπειρία με τον παραγωγό της προηγούμενης ταινίας μου που μου προκάλεσε φοβία προς τους παραγωγούς.
Γιατί επέλεξα εσένα;
Από το λίγο που σε ήξερα, είχα ενδείξεις (που έγιναν αποδείξεις) ότι είσαι τίμια, πιστή, έχεις έντονο αίσθημα δικαίου, είσαι σκηνοθέτις άρα σκέφτεσαι πάνω απ’ όλα καλλιτεχνικά, παθιάζεσαι μ’ αυτό που κάνεις, δεν είσαι ανταγωνιστική, κάνεις αυτά τα τρομερά σάντουιτς με λιαστές και ανθότυρο…
- Έχεις γράψει και ένα βιβλίο, μια συλλογή διηγημάτων. Πως σου φάνηκε η συγγραφή σαν τρόπος έκφρασης σε σχέση με τον κινηματογράφο; Τι σε οδήγησε στο να κάτσεις να γράψεις αυτά τα διηγήματα;
Ο παρονομαστής είναι κοινός: η μυθοπλασία. Μ’ αρέσει να φαντάζομαι ιστορίες. Είτε με εικόνες είτε με λέξεις.
Μια μικρή διαφορά είναι ότι η εικόνα σε περιορίζει λίγο.
Ο γραπτός λόγος σου παρέχει τη δυνατότητα να μην “περιγράψεις” αν δεν το θέλεις, κάτι που γίνεται δυσκολότερο όταν αφηγείσαι με εικόνες. Η φράση: “ ένα παιδί περπατάει στο δρόμο” στο σινεμά γίνεται
“ Ο Νίκος περπατάει στη Στουρνάρη”. Μεσολαβεί ρεπεράζ και κάστινγκ.
Στη Μικρή Άρκτο, κατά κάποιο τρόπο αυτό επιχειρώ να κάνω σε σχέση με τον ήρωα. Η ταινία γυρίστηκε απ’ την οπτική γωνία του ήρωα, βλέπουμε μόνο ό,τι αυτός βλέπει. Αυτόν δεν θα τον δούμε ποτέ.
Δεν είναι ο Δημήτρης αλλά “΄ένας άντρας”.
Στερούμεστε τις πληροφορίες που δίνει η εξωτερική εμφάνιση. Μαθαίνουμε ελάχιστα γι αυτόν. Αλλά κοιτώντας μές απ’ τα μάτια του, κοινωνούμε τα αισθήματά του και μετέχουμε, οιονεί, των γεγονότων που του συμβαίνουν.
- Τι έγινε με την προηγούμενη ταινία σου «ο Αννίβας προ των πυλών»; γιατί δεν προβλήθηκε στους κινηματογράφους;
Έλα μου ντε!!!
- Πόσο δύσκολο είναι να γυρίσεις και να επικοινωνήσεις μετά μια ελληνική ταινία; Έχει γίνει πιο δύσκολο με την κρίση και αν ναι σε ποιους τομείς;
Η δυσκολία ήταν πάντα η χρηματοδότηση λόγω και της μικρής αγοράς. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν κατάφερα να ενδιαφερθώ πραγματικά για το δεύτερο κομμάτι, αυτό της επικοινωνίας. Δεν ξέρω αν θα’ πρεπε ή όχι, ξέρω πως δεν μπορώ να ενδιαφερθώ και να ασχοληθώ μ” αυτό. Βαριέμαι πάρα πολύ. Ξέρω, όταν το λέω αυτό εγείρεται συνήθως η δριμεία αντίδραση: Δεν σ΄ενδιαφέρει το κοινό; Κάνεις ταινίες για τον εαυτό σου κ.λ.π. Φυσικά κάνω ταινίες για να επικοινωνήσουν με άλλους ανθρώπους, απλά δεν μπορώ να τους δω ως “κοινό”. Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι το κοινό. Αν μια ταινία συγκινήσει βαθειά έναν και μόνο άνθρωπο θεωρούμε ότι επικοινώνησε λιγότερο από μια άλλη που απλά διασκέδασε 10.000 ανθρώπους; Ποιος ορίζει τι συνιστά ακριβώς την επικοινωνία του έργου τέχνης; Ποια είναι τα κριτήρια; Πιστεύω στο χρόνο και μόνο.
- Θεωρείς ότι υπάρχει διαφορετική αντιμετώπιση από κριτικούς, φεστιβάλ, παραγωγούς και «κοινό» ανάμεσα στις ταινίες του λεγόμενου «greek weird cinema» και σε αυτές που δεν ακολουθούν αυτούς τους κανόνες; Αισθάνεσαι αισιόδοξη για το ελληνικό σινεμά;
Υπάρχει διαφορετική αντιμετώπιση προς τα δυο είδη αλλά βρίσκω διασκεδαστικό που είναι αντίθετη αυτή των κριτικών και των φεστιβάλ απ’ αυτή του κοινού. Βρίσκω υπερβολή κι απ’ τις δυο πλευρές. Υπάρχουν εξαιρετικές και άθλιες ταινίες σε κάθε είδος.
- Είσαι στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΣΠΕΚ. Συμμετείχες στην «ομίχλη».Τι έγινε με αυτή την κίνηση; Υπάρχουν «συλλογικότητες» στον ελληνικό χώρο των κινηματογραφιστών; Υπάρχει ακόμα η ανάγκη για μαζική δράση; Τι θα ήθελες εσύ προσωπικά να πετύχει μια κινηματογραφική συλλογικότητα ή σωματείο;
Η Ομίχλη έδωσε λαμπρές στιγμές. Και άθλιες. Δεν ήρθε ακόμα η ώρα να μιλήσουμε για την Ομίχλη.
Στην ΕΣΠΕΚ συμμετέχω γιατί πιστεύω στην ιδέα του (θα πω τη βρωμερή λέξη) συνδικαλισμού. Πιστεύω στη δύναμη της συλλογική δράσης και των κοινωνικών αγώνων.
Η εκτροπή των συνδικαλιστικών φορέων, τα αίσχη που έγιναν και γίνονται, με αηδιάζουν.
Αλλά, τώρα, μέσα σ’ αυτή τη βαθειά κρίση που τα εργασιακά δικαιώματα καταργούνται το ένα μετά το άλλο, δεν έχουμε την πολυτέλεια να μην προσπαθούμε να αντισταθούμε.
- Πολλοί άνθρωποι λένε ότι δεν υπάρχουν «διανοούμενοι» ή ότι οι «διανοούμενοι» δεν παρεμβαίνουν αρκετά, δεν εκφράζουν πολιτικό λόγο, έχουμε δει τελευταία και περιπτώσεις συγγραφέων ή καλλιτεχνών που στηρίζουν την κυβέρνηση και την μνημονιακή πολιτική να γίνονται στόχος σκληρής κριτικής. εσύ τι σκέφτεσαι γι αυτό; θεωρείς ότι είναι καθήκον ενός καλλιτέχνη να παρεμβαίνει και να είναι παρόν στην δημόσια και πολιτική ζωή με έναν τρόπο;
Κάθε έργο τέχνης, κατά τη γνώμη μου, τοποθετείται, αναγκαστικά, σε μια πολιτική και αισθητική περιοχή έστω κι αν αυτό μπορεί να μην ενδιαφέρει ούτε τον αποδέκτη ούτε τον δημιουργό. Είτε γίνεται ερήμην του δημιουργού είτε επι τούτου, όπως στην στρατευμένη τέχνη, το έργο τέχνης θα φωτίζει το θέμα του και από μια πολιτική, κοινωνική γωνία. Αν θέλει ο αποδέκτης να διαβάσει κι αυτή την υποσημείωση μπορεί να το κάνει. Ακόμα κι αν ο ίδιος ο καλλιτέχνης δεν το συνειδητοποιεί, παίρνει θέση. Εμένα αυτό θα μου αρκούσε γενικά ως παρέμβαση. Δεν νομίζω πως ο καλλιτέχνης έχει καθήκον να μιλήσει πολιτικά πέραν του έργου του όσο δεν έχει καθήκον και να μην το κάνει. Το καθήκον του καλλιτέχνη είναι να φωτίζει τα σκοτεινά πεδία της πραγματικότητας, να σκιάζει τα φωτεινά, γενικά ν’ αλλάζει το φωτισμό ώστε να μας αποκαλυφθεί το κρυμμένο. Να δούμε αλλιώς. Υπό αυτή την έννοια βέβαια, μπορείς να πεις ότι είναι καθήκον του να σηκώσει το χαλί για να δούμε τη σκόνη από κάτω. Κι αυτό μπορεί να αποτελέσει πολιτική παρέμβαση. Όμως αν και θα θαυμάζαμε και θα εκτιμούσαμε μια τέτοια παρέμβαση, δεν νομίζω ότι μπορούμε να την θεωρούμε καθήκον του καλλιτέχνη.
Όσον αφορά το επίπεδο της δημόσιας συζήτησης η αλήθεια είναι ότι έχει εκπέσει πάρα πολύ τις τελευταίες δυο δεκαετίες και το αποδίδω εν μέρει και στην επέλαση αυτής της ιδεολογίας της ελεύθερης αυτορρυθμιζόμενης αγοράς που κατέκλυσε το δυτικό κόσμο ως η μόνη λειτουργική οικονομική μέθοδος. Λογικό μου φαίνεται: Όταν το πρότυπο ζωής σου είναι η συσσώρευση, επίδειξη και κατανάλωση υλικών αγαθών δε σου μένει και πολύς χρόνος να ασχοληθείς με το πνεύμα, πόσο μάλλον που σαν κοινωνία ξεχάσαμε λίγο και πώς γίνεται αυτό. Οπότε, φυσικά και υπάρχουν διανοούμενοι, πάντα υπάρχουν, και ίσως να μιλούν και πού και πού, αν τα καταφέρουν να βρουν βήμα, όμως αυτό που χρειάζεται είναι ένα έδαφος κατάλληλο και γόνιμο για να αναπτυχθούν οι ιδέες και η συζήτηση. Αυτό δεν έχουμε.
Άλλωστε νομίζω ότι στην εποχή της μηδενικής ανοχής που διανύουμε θα ήταν ωφέλιμο να αποδεσμεύσουμε την τέχνη και τη διανόηση από την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα που είναι αρκετά πωλωμένη.
Εγώ αν και έχω συγκεκριμένη πολιτική τοποθέτηση, προσπαθώ ν’ αντισταθώ στην πώλωση και την στράτευση ιδεών.
- Πως βιώνεις εσύ όλη αυτή την βίαιη αλλαγή στις ζωές μας που έχει φέρει η κρίση;τι φοβάσαι, ελπίζεις, σκέφτεσαι…
Με κατάθλιψη τη βιώνω όπως όλοι μας. Αυτό που με φοβίζει πολύ είναι ότι χάνουμε με ταχείς ρυθμούς πολύ σημαντικά πράγματα που με πολύ κόπο προχωρούσαν σιγά σιγά τις δεκαετίες μετά τον πόλεμο (και τον εμφύλιο), όπως την εμπιστοσύνη μας στη λειτουργία των θεσμών.
- Είναι τόσο δύσκολο να γυρίσει κανείς μια ταινία στην Ελλάδα. τόσο ακριβό, τόσο χρονοβόρο, τόσο ψυχοφθρόρο. η ερώτηση είναι «γιατί το κάνεις;» ; τι ελπίζεις και περιμένεις να συμβεί κάθε φορά που κάνεις μια ταινία;
Δεν ξέρω γιατί το κάνω. Μάλλον γιατί έρχεται ένα πράγμα και σου κολλάει σα βδέλλα στο μυαλό, το σκέφτεσαι νύχτα μέρα, σε στοιχειώνει γιατί είναι συνήθως κάτι που δεν καταλαβαίνεις και πρέπει επειγόντως να καταλάβεις, ένας γρίφος της ανθρώπινης συμπεριφοράς, μια εντελώς ακατανόητη αλλά ελκυστική πτυχή της ανθρώπινης ψυχολογίας και θες να το διερευνήσεις. Γνωστά πράγματα.
Αυτό που περιμένω να συμβεί, κάθε φορά που κάνω μια ταινία, είναι η ίδια η ταινία να μου δείξει αυτό που δεν ξέρω. Αυτό που ελπίζω είναι να καταφέρω να είμαι τολμηρή όσο δεν αντέχω και ειλικρινής όσο δεν αντέχω μήπως και καταφέρω να συμβεί το παραπάνω….
Όχι, δε θα μιλήσω για τον αποδέκτη, (σιχαίνομαι την λέξη «κοινό» που ομαδοποιεί τους ανθρώπους ), όχι γιατί δε με νοιάζει, αντίθετα, αλλά γιατί δεν ωφελεί σε τίποτα να τον προσκαλέσω. Αν είναι να” ρθει θε να” ρθει!