Δευτέρα 20 Ιουλίου 2020

Θεόδωρος Μπασιάκος #rip




Λιγοστεύουμε,
λιγοστεύουμε επικίνδυνα.
Ώρες πριν το μάθω, σε διάβαζα Monsieur Μπασιάκ και έβαλα ετικέτα το όνομά σου σε μια μικρή παρουσίαση της Ποιητικής Ανθολογίας στην οποία συμμετείχαμε κι οι δυό, όπως συχνά συμπέσαμε, ομόσταυλοι σε περιοδικά, ραδιόφωνα,  ή  στης ΤΡΥΠΑΣ ανάμεσα στις συνερΓΑΤΕΣ και τους συνερΓΑΤΟΥΣ τους Τέο Ρόμβου.

Καλό ταξίδι Θόδωρε,
πιάσε μας τόπο,
ερχόμαστε...

Πάνω αυτοπροσωπογραφία με φρέσκα κρεμμυδάκια.
το τελευταίο αυτοβιογραφικό περιτριγυρισμένος από « η ομορφιά του κόσμου» και την «Κυρία Αρρώστια»,
κάτω βιογραφικά,
ποιήματα, φωτογραφίες 
και πιο κάτω οι σύνδεσμοι.
____________________________________________


Μπουρλότο!
Την Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020, στη 1 μ.μ. αποχαιρετούμε τον Θόδωρο Μπασιάκο στο αποτεφρωτήριο Ριτσώνας. Η αποτέφρωση θα γίνει στις 2 μ.μ.





Θεόδωρος Μπασιάκος
(Σαβ. 12/7/20, 1.30 π.μ.)
LA LUTTE CONTINUE
Μεσάνυχτα στο νοσοκομείο
Έχω βγει στο μπαλκόνι, σε στάση επαγρύπνησης
Καπνίζω το τελευταίο τσιγάρο της καβάτζας
Με περιτριγυρίζει η ομορφιά του κόσμου, φυτά κι' αστέρια κι' όλα
Πλάϊ μου ο σύντροφος, ένα ντερέκι καλοκάγαθο, εργάτης, με τον καθετήρα του παρά πόδας.
Ησυχία.
Εν αναμονή των μεγάλων μαχών.
Αυτή την ώρα αντιλαμβάνομαι τη ζωή ως φρουρά απεργιακή.
Σιγοτραγουδώ Ραούλ Βανεγκέμ, ένα τραγουδάκι πολύ αγαπητό σ' εμάς τα παιδιά των Λυσσασμένων:
("la vie s'ecoule, la vie s'enfuit...")
Πρώτα θα μου βγει η ψυχή και μετά η ποίηση.
Θεόδωρος Μπασιάκος Φίλοι μου, σας ευχαριστώ ολόψυχα έναν προς έναν κι' όλους για τη θέρμη της συμπαράστασης. 
Είναι προφανές ότι ανοίξαμε λογαριασμούς με την Κυρία Αρρώστια. Δεν είμαστε κι' οι μόνοι και, φευ, πολλές οι απώλειές μας... Θα νικήσουμε. Μαθαίνω επίσης πως έχουμε και γεννητούρια στη παρέα μας. Ο αγώνας συνεχίζεται. Απ' το σπίτι γράφω τώρα κι' είμαι καλά, ποτέ δεν ήμουν καλύτερα. Μη ξεχνάτε: Η αγάπη θέλει φίλημα κι' ο πόλεμος τραγούδια!
https://www.youtube.com/watch?v=F8A6LH4YT18
(Το βάθος τ' ουρανού΄είναι κόκκινο!)





Ο Μπασιάκος επισημαίνει σε γραπτά του, πως κάποιοι στίχοι του είναι «δανεισμένοι» από άλλους ποιητές, όπως επίσης κάποια ποιήματά του είναι μεταγραφές από μνήμης, ποιημάτων Γάλλων κυρίως ποιητών και στιχουργών. Πρακτικές «δανεισμού», που μας παραπέμπουν στους ντανταϊστές. Ενδεικτικά παραδείγματα της δεύτερης περίπτωσης είναι τα ποιήματα «Όχι» και «Aucassin et Nicolette MMXIV», από τη συλλογή «Νυχτερινό καφενείο και άλλα ποιήματα». Όπως μας πληροφορεί ο Μπασιάκος, το πρώτο ποίημα «μπορεί να θεωρηθεί ως ελεύθερη απόδοση ενός ποιήματος του Blaise Cendrars», ενώ το δεύτερο ποίημα, «πρόκειται για μια ερωτική εξομολόγηση του ήρωα προς την ηρωίδα του ομώνυμου μεσαιωνικού ρομάντσου, αντιγραμμένη από μνήμης κι ίσως κομμάτι αυθαίρετα».




«Ο Θεόδωρος Μπασιάκος ή Γκαγκάν, καλλιτέχνης συγγραφέας, 
έλκει την καταγωγή του από τον Βιγιόν και τον Γιεσένιν....»

γράφει ο Σπύρος Θεριανός
Ο Θεόδωρος Μπασιάκος γεννήθηκε το 1963. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά ήδη απ’ τη δεκαετία του ’80. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Μαύρα μάτια, Τραγούδια για γραφομηχανή και τσιγγάνικη ορχήστρα, στις εκδόσεις του περιοδικού Πλανόδιον, το 2006. Συνήθως όμως, κυκλοφορεί τα ποιήματά του εκτός εμπορίου, σε αυτοσχέδιες φωτοτυπημένες εκδόσεις ή τα δημοσιεύει στο διαδίκτυο. Στα χέρια μου έχω τις αυτοσχέδιες συλλογές Μικρό Παρίσι, ποιήματα 1985-2007, Jam Session στο αμέρικαν μπαρ (2007), Αμαζόνιος (2008), Αγγούρια και μαργαρίτες (Άπαντα τ. 1, 2015), Μπασιάκ Θεόδωρος ο γκαν-γκαν (Άπαντα τ. 2, 2015), Νυχτερινό καφενείο και άλλα ποιήματα (Άπαντα τ. 3, 2015), Τα γαλλικά μου τραγούδια (Άπαντα τ. 4, 2015). Η χρήση της λέξης «Άπαντα» είναι ένα αυτοσαρκαστικό σχόλιο του ποιητή απέναντι στο έργο του. Ένα ειρωνικό νεύμα απέναντι στην αγωνία να μην πάει τίποτα χαμένο απ’ όσα έχουμε γράψει. Το 2017 κυκλοφόρησε σε μορφή ηλεκτρονικού βιβλίου μια επιλογή ποιημάτων του με τον τίτλο Κούκου Νιάου από τις εκδόσεις Ενδυμίων, η οποία διατίθεται ελεύθερα στο διαδίκτυο.

Η ποίησή του αντλεί απ’ τον αναρχισμό και το κίνημα του dada, τόσο σε κάποιες όψεις της γραφής του* όσο και στην αίσθηση που κυριαρχεί στα ποιήματά του, πως η πραγματικότητα είναι ολότελα λάθος και πως η τέχνη δεν πρέπει να είναι μια πρακτική διαχωρισμένη από τη ζωή:

Ζω μέσα στο ποίημα.
Ποίημα είναι η ίδια η ζωή.
(από τις «Σελίδες ημερολογίου»)

Η καλλιτεχνική του ταυτότητα;

ΓΡΑΦΩ. Τι το περίεργο; Είμαι συγγραφέας. Αν ήμουν
ζωγράφος φερ’ ειπείν θα ζωγράφιζα.

Τα γραπτά μου:
Τοπία, απόψεις της πόλης μας ως επί το πλείστον,
σκηνές δρόμου αλλά και αρκετά εσωτερικά (το δωμάτιο
του καλλιτέχνη κλπ.)
Νεκρές φύσεις
Προσωπογραφίες – μεταξύ των οποίων πολλές οπωσδή-
ποτε αυτοπροσωπογραφίες
– και βεβαίως: –
Γυμνά.

Η Μαρ. είναι το αγαπημένο μου μοντέλο.

Και τώρα τίθεται το ερώτημα: κατά πόσον ένα πορ-
τραίτο φιλολογικό «μοιάζει» τον άνθρωπο;
Ενδιαφέρον ερώτημα, το οποίο έχει κι’ ακόμα απα-
σχολεί μία σημαντική μερίδα του αναγνωστικού μας
κοινού και της κριτικής… (Στη ζωγραφική τόχουν θαρρώ
απαντήσει προ πολλού…)

Εγώ, βεβαίως, γράφω σε «στυλ Πικασσό».

Το μέτρο των στίχων του, μας το δίνει ο ίδιος:

Στα ρεπό τους
τα «δουλικά»
(βουλγάρες, ρωσίδες κλπ.)
ανταμώνουνε πάντα
στο ίδιο παγκάκι
σ’ αυτή δω τη πλατεϊτσα
καπνίζουνε ασταμάτητα
και τα λένε τα λένε
και καπνίζουνε
και κουνάνε τα
πόδια τους νευρικά –
κι αυτό είναι!

-αυτό!-
το μέτρο του στίχου μου.

(«Το μέτρο»)

Στα ποιήματά του αναδύονται οι διπλές αξίες της ζωής και η σύγκρουσή τους. Από τη μία, οι επιτακτικές υποχρεώσεις της καθημερινότητας και από την άλλη ο επιθυμητός τρόπος ζωής με τα διαβάσματα, τα γραψίματα, τους φίλους, τις κρασοκατανύξεις, την αλληλέγγυα κουλτούρα, τις ξάπλες.

Ξάπλα –μου γουστάρει –
μεσ’ το δείλι.

Τα πόδια ν’ απλώνω ίσια στο άπειρο!
Η κάλτσα τρύπια, γυμνό το μεγάλο μου δάχτυλο!

Τσιγαράκι –να φουμά –
τώρ’ ανάβω.

Με τον καπνό δαχτυλίδια σου φκιάνω!
Για τα νέα του χρηματιστηρίου, καπίκι δε δίνω!

(«Ένα γαλλικό τραγούδι»)

Χαρακτηριστικό της ουτοπίας της αλήτικης ζωής είναι πως ο φορέας της συγκροτεί την αυτοεικόνα του και τις προβολές του για μια καλύτερη ζωή, με εικόνες και έννοιες από την κοινωνική πραγματικότητα, στην οποία ζει και στην οποία εναντιώνεται. Δεν έχουμε ανάγκη από περιφράξεις, ιδιοκτησίες και φυλακές. Μόνο ηλιόλουστες μέρες τον χειμώνα. Ατελείωτη περιπλάνηση. Μια όμορφη σκιά το καλοκαίρι. Και ζήσε. Ζήσε και άσε και τους άλλους να ζήσουν. Να μερικά απ’ τα στοιχεία της ιδανικής πολιτείας του, τα οποία συναντούμε και στα ποιήματα του Μπασιάκου. Μια απελευθέρωση από την εργασία και μια φυγή από την πολιτική και από την ίδια την κοινωνία.

Φωτογραφία: Aleksandras Macijauskas
Ο άνεμος, voilà!
παίζει την μουσική που παιζότανε
παλιά στα τσίρκα τα λούνα-παρκ τα καρναβάλια ακόμα

Στ’ ανθοπουλειά σουρώνω μ’ όλα τούτα τα φτηνά και δυνατά
αρώματα
που με κερνάνε οι μόρτες

Ψώνισα δυο τόπια φύλλα τριανταφυλλιάς απ’ την πόλη, φουστάνι
καινούργιο να ράψεις

Ας παντρευτούμε
Θάρθω απόψε στον ύπνο σου να σε κλέψω
-πάλι!-
Θα ζούμε με ποιήματα . θα κάνουμε αφού το θες πολλά παιδιά
Τι κι αν είμαστε φτωχοί
Πουλιά, αγάπη μου, σαν πουλιά θ’ αναστήσουμε τα παιδιά μας.

(«Αμαζόνιος»)

Ο λιτός βίος μετατρέπεται σε ιδεώδες, κάτι που το συναντούμε σε όλες σχεδόν τις πνευματικές παραδόσεις, αλλά και σε αντιπολιτευτικές αντικουλτούρες, όπου ατομικοί τρόποι διαβίωσης μπορούν να αποκτήσουν ανταγωνιστικό χαρακτήρα (Porta, Diani, 2010): ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκη πολλά για να ζήσει και αυτό από μόνο του μπορεί να γίνει πράξη αντίστασης ή ανάκτησης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας:

Να βρίσκεσαι με τους φίλους
Να φροντίζεις την τριανταφυλλιά
Να φουμέρνεις στο δειλινό
Ν’ αφίνεις να τρίβεται η γατούλα στα πόδια σου
Να κάνεις έρωτα (όχι λεφτά)
Να πίνεις μ’ απόλαυση το νερό
Να διαβάζεις να γράφεις
Κ.τ.λ.
Ν’ απαλλοτριώνεις αλύπητα τους απαλλοτριωτές
της ζωής μας
Η ζωή είναι ωραία.
Να μη πλένεις πιάτα ποτέ το βράδυ
γιατί τη νύχτα μπορεί να πεθάνεις – γράφει κάπου
ο φίλος μου ο Θανάσης.
Ωραίος ο Θανάσης! Όπως κι’ όλοι οι φίλοι μου.
(«Χτες είδα τον Χριστό φαντάρο»)

Ο David Graeber, επισημαίνει πως οι αναρχικοί δεν πιστεύουν στην καθορισμένη πορεία της ιστορίας και πως καμιά μορφή εξαναγκασμού δεν προάγει την ελευθερία. Ωστόσο, οι κοινωνικές και πολιτικές διαδικασίες μεσολαβούν για να οδηγήσουν στη συναίνεση έναν κόσμο ταραχώδη (Graeber, 2007). Πιθανό παρεπόμενο η αποδοχή της μοίρας, μια amor fati (αγάπη της μοίρας): να αισθάνεται κανείς καλά με ότι έχει τώρα, σήμερα. Αυτή η στάση συνυφαίνεται κάποιες φορές με την αγάπη και την κατανόηση για το κοντινό και το μοναχικό. Τη συναντούμε στο Βιβλίο της Ανησυχίας του Μπερνάντο Σοάρες, ετερώνυμου του Φερνάντο Πεσσόα: ο Σοάρες εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για την πραγματικότητα στην οποία ζει, για τη δουλειά του, για το αφεντικό του, μέχρι και για τον δρόμο που βρίσκεται η εμπορική εταιρεία. Παραδέχεται όμως, πως αν του δινόταν η ευκαιρία σε μια επόμενη ζωή, θα αγόραζε ένα εισιτήριο, με το οποίο θα επέστρεφε στην ίδια ζωή, στην ίδια δουλειά, στο ίδιο αφεντικό, στον ίδιο δρόμο. Ο Μπασιάκος δεν θα ξόδευε τα λεφτά του για την ίδια διαδρομή. Καμιά φορά διχάζεται, γιατί στην πραγματική ζωή υπάρχουν περισσότερες από μία διαστάσεις:

Θα μπορούσε να είναι έτσι:
να ‘χω δουλειά
αυτό μονάχα
ν’ αμείβομαι,
το βασικό
Να μπορώ απλώς να επιστρέφω κάθε μέρα
κατάκοπος στο καμαράκι
με το μεροκάματο στην τσέπη
και μ’ ένα λουλούδι για την καλή μου
Η αγκαλιά της να ‘ναι η ξεκούρασή μου
ο έρωτάς της η ανάσα μου
Κι αύριο
ξανά
πάλι μια από τα ίδια
με μικρές παραλλαγές
ας πούμε: αντί λουλούδι, λουκούμια
ή ένας δίσκος τζαζ…
Τις Κυριακές, απόδραση, στο κύμα, στο ταβερνάκι
Τη μέρα του συλλαλητηρίου, στο συλλαλητήριο…

Χιονίζει σήμερα.
Δεν έχω μία.
Ούτε λουλούδι ούτε λουκούμι.
Κάνω όνειρα «μικροαστικά»
Κι έτσι μου ‘ρχεται να κλάψω-
Δεν ξέρω αν
Από απελπισία; Ή απ’ την ομορφιά όλης αυτής της απλότητας;

(«Και πουρκουά πα, δηλαδή, μανίτσα μου;»)

Φωτογραφία: Εliot Εrwitt
Ωστόσο, αντί για την «αγάπη της μοίρας», θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στην «αίσθηση της θέσης» όπως αποκαλεί ο Γκόφμαν, την πρακτική γνώση της σύνολης κοινωνικής δομής, που συνεπάγεται σιωπηρή αποδοχή της θέσης και αίσθηση των ορίων («δεν είναι για μας αυτά»). Όσο πιο άκαμπτα επιβάλλεται η αρχή της πραγματικότητας και όσο πιο άκαμπτα για λόγους αρχών εναντιώνεται σε αυτήν το άτομο, τόσο περισσότερο το τελευταίο ορίζει με αυστηρότητα τις αποστάσεις, που πρέπει να τηρηθούν. Βρίσκει τη συνέχεια και τη σταθερότητα του νοήματος που δημιουργεί για τον κόσμο στην πιστή δέσμευση της συνείδησής του στον εαυτό της, όπως ο Οδυσσέας δέθηκε μπροστά στις Σειρήνες (Bourdieu, 1999). Ο Μπασιάκος δεν παύει ποτέ να σιχτιρίζει την ανισότητα και τη νευρωτική συμμόρφωση που απαιτείται εντός των κοινωνικών πλαισίων που διαμορφώνονται στον καπιταλισμό, την αποξένωση των ανθρώπων. Οι ίδιες οι κοινωνικές σχέσεις μπορούν να αποτελέσουν παράγοντες ξεριζώματος (Weil, 2014). Στα ποιήματά του συναντούμε εικόνες ξεριζωμένων. Για τον Μπασιάκο, οι ποιητές για παράδειγμα, είναι εσωτερικοί εμιγκρέδες, συγχρωτισμένοι με όλους τους ξεριζωμένους της γης:

Κι’ εμείς
οι ποιητές
πρόσφυγες είμαστε
και μετανάστες,
εμιγκρέδες,
ξένοι, ξεριζωμένοι,
εξόριστοι
είτε αυτοεξόριστοι,
κυνηγημένοι,
στη καλύτερη: γύφτοι…
(στη πιο καλύτερη: μπατιροτουρίστες…)
Μου τόχε πει και μια γειτόνισσα,
η Αλμπένα,
Βουλγάρα; – Βουλγάρα, ναι:
Είστε κι’ εσείς σαν εμάς κύριε Θόδωρα
μόνο λίγο παράξενος… τί τα θέλετε τόσα βιβλία;!
(«Γραφικοί τύποι»)

Αρκετά ποιήματα του Μπασιάκου φέρουν τα ίχνη επανεγγραφών σε ποικιλόμορφα συμφραζόμενα, μετεικασμάτων που δίνουν την αίσθηση της ενεργοποίησης μιας ποιητικής μνήμης. Συναντούμε σε ένα σημαντικό μέρος του έργου του, τα διακριτικά γνωρίσματα μιας ποίησης εμποτισμένης από το καρναβαλικό πνεύμα και κυρίως, από μορφές πολιτισμού του λαϊκού γέλιου. Το ποίημά του «Κακβιμάρτζος», λέξη που σημαίνει «εις υγείαν» στα Γεωργιανά, θα μπορούσε να είναι μία «λειτουργία των μεθύστακων», όπως την παρουσιάζει ο Μπαχτίν στα πλαίσια της χιουμοριστικής λατινικής φιλολογίας, πεποιημένη με τον ποιητικό τρόπο του Μπασιάκου, προσαρμοσμένη σε περιστάσεις της εποχής μας. Στο συγκεκριμένο ποίημα, ο ποιητής, που αποστρέφεται την κρατική εξουσία και τα όργανά της, τα πίνει μ’ έναν πρώην αστυνομικό από την εποχή της Ε.Σ.Σ.Δ.. Έχουν γείρει ο ένας στον ώμο του άλλου και τα λένε:

Αν είναι δυνατόν
εγώ
ο ποιητής
να τα πίνω απόψε παρέα
μ’ έναν μπάτσο
(!)
ναι
(πρώην,
στην Ε.Σ.Σ.Δ.)
γερτοί λιώμα ο ένας στον ώμο τ’ άλλου
τους παλιούς καλούς καιρούς και να κλαίμε
(μπαλαλάικες… πούντες, θε ν’ ακώ μπαλαλάικες!)
τότε που

-ο λόγος στον φίλο μου:-

Κάτι χούλιγκαν σαν εσέ
εγκώ, αντελφέ, τους έστελνα στο Σίμπιρι ευγκαρίστως.

(«Κακβιμάρτζος»)

Η Λολομπριτζίτα, ο γύφτος με τις αρκούδες, τα καρουζέλ των πανηγυριών, οι καλντεριμιτζούδες παρελαύνουν στα ποιήματά του, όπως σε μια μέρα καρναβαλιού:

Το καρουζέλ των πανηγυριών
Ο «γύρος του θανάτου»
Τα ρεφρέν της Πασκάλ
(το κορίτσι με τη λατέρνα)
Το ζωντόβολο του γύφτου Αρκουδιάρη
Τα κουνήματα και τα γλυκά μάτια της καλντεριμιτζούς
Η μπύρα στου Πάλιβετς το καπηλειό
Τα δαχτυλίδια από καπνό
Οι λέξεις
(ο ποιητής).

(«Μέρα γιορτινή»)

Όπως επίσης, στο ποίημα «Στον ύπνο μου…», ο Μπασιάκος αξιοποιεί -συνειδητά ή ασυνείδητα, δεν το γνωρίζουμε- το «ονειρικό όραμα» (dream vision). Ένα λογοτεχνικό είδος εξαιρετικά δημοφιλές στα μεσαιωνικά χρόνια, αλλά και με διαχρονική δημοτικότητα. Κατά τη συνήθη σύμβαση, ο αφηγητής αποκοιμιέται και ονειρεύεται γεγονότα, που πρόκειται να εξιστορήσει στη συνέχεια, ενώ τα όσα ονειρεύεται, φέρουν εν μέρει τουλάχιστον, ένα αλληγορικό απόθεμα :

Στον ύπνο μου ροχαλίζω σαν τραίνο
Λιβάδια διασχίζω καταπράσινα
Άγρια άλογα με παραβγαίνουνε στη πηλάλα…
Είμαι λέει σ’ ένα βαγόνι
στο διάδρομο
εγώ κι’ ένα ασκέρι Τσιγγάνοι
που επιστρέφουν στην Γιουγκοσλαβία από δουλειές στην Ιταλία
εγώ γυρνάω από Ιταλία επίσης
στο σακίδιο μου έχω 2 κρασιά και μια γκράπα
τα κοπανάμε με τους Τσιγγάνους
μια νεαρή Τσιγγάνα έχει κολλήσει τα γόνατά της στα γόνατά μου
σκέφτομαι εδώ θα γίνει μακελειό
μου λέει την λεν Μιάρκα, όπως την γιαγιά της, γιαγιά της ήταν μου λέει η ηρωίδα του ομώνυμου μυθιστορήματος του Ζαν Ρισπέν
είμαι τύφλα και την πιστεύω κλαίω από ευτυχία
λέω: κλαίω από ευτυχία
(άρα είμαι άντρας
πλέον
τα παιδιά κλαιν από δυστυχία όχι οι άντρες)
επίσης, ξέχασα να σημειώσω ότι στο ίδιο βαγόνι
στα κουπέ κυριλέ
ταξιδεύουν δυο πουτάνες εξαίσιες λίγο γριές αλλά αξιαγάπητες
με καπελαδούρα πίπα κ.τ.λ.
σκέφτομαι:
αν τις έβλεπε ο Φελίνι θα τις έκανε πρωταγωνίστριες
κι’ επίσης
κουβαλώ στο σακίδιό μου:

ένα φύλλο της Lotta Continua (το οποίο θα μου κατασχέσουν οι μπάτσοι στην Λουμπλιάνα…)
2 αφίσες του αναρχικού ζωγράφου και χαράκτη Flavio Constantini
μερικοί δίσκοι: 2 των Area, το διπλό “The great white wonder” bootleg του Ντύλαν, Enzo Jannacci ένας δίσκος με τραγούδια σε στίχους Dario Fo, Yves Montand ένας δίσκος με τραγούδια σε στίχους Jacques Prevert
ένα τεφτέρι με στίχους
κι’ ένα μπλου-τζην, που δεν μου χωράει, μικρό, άγνωστο πώς βρίσκεται στο σακίδιό μου…
Η ζωή είναι ένα όνειρο
(άμα την ζεις).

Με την ποίηση του Μπασιάκου αναδύεται μπροστά μας ως «χρονότοπος» ο λαϊκός κόσμος της δομικής ανέχειας, της αναδουλειάς, της ανεργίας, του μετανάστη, του ακαμάτη, του ονειροπόλου, του άπορου καλλιτέχνη, του πότη, της καθημερινότητας, της ευθυκρισίας, του «κοινού νου».

Η γειτόνισσα βήχει ασταμάτητα.
Βουλγάρα, γι’ αυτό βήχει.
Πολύ με στενοχωρούν οι άνθρωποι που βήχουν.
Είναι άδικο που βήχουν μόνο οι φτωχοί.
Θα της έκανε καλό πιστεύω ένα τσάι ζεστό.
Ακόμα καλύτερα ένα ταξιδάκι στις Μπαχάμες, ή
στις Άλπεις που είναι ξηρό το κλίμα.
Τέλος πάντων:
Ό,τι μας πει ο γιατρός, δεν είμαστε γιατροί εμείς.

(«Μεταξουργείο»)

Πρόκειται για εικόνες καθόλου μεμονωμένες και αυθαίρετες ή αποκομμένες από τα άλλα πολιτισμικά και κοινωνικά φαινόμενα. Κι αυτό τον διαφοροποιεί από τους ποιητές του «ιδιωτικού οράματος» της γενιάς του. Στα ποιήματά του συμπλέκονται τα στοιχεία μιας «αυθόρμητης λαϊκής φιλοσοφίας» με τη φωνή ενός αναρχικού που εκφράζεται μέσα από το γέλιο της λαϊκής κουλτούρας το «νικηφόρο για κάθε τι» (Μπαχτίν, 2017). 
                            Σπύρος Θεριανός




Οληνύχτα σκάβω
Σκάβω μια τρύπα ανοίγω
Βαθειά
Βρίσκω πετρέλαιο
Βρίσκω διαμάντια
Βρίσκω λίρες χρυσές θαμμένες
Μα όλα αυτά μου είναι αδιάφορα εννοείται
Βρίσκω κι εσέ τρελλό κορίτσι
Στον έρωτά σου πέφτω
Τίποτε δεν λογαριάζω
Ούτε τον μαντράχαλο τον αδελφό σου
Ούτε και τις μαύρες του ζώνες στο “βαράτε”
Και σκάβω και σκάβω
Βλέπω φως στο βάθος του τούνελ
Έλα βγαίνουμε
Βγαίνουμε
Στην άλλη μεριά της γης –
Στη Μαλακάσα,
στη συναυλία του Bob Dylan
Για δες! 
Κι η Αργυρώ εδώ!
Κι ο Σταμπάκης εδώ!
“Ooh, I ain’t gonna work on Maggie’s farm no more…”
(τσίου!)

Το τελευταίο τραγούδι που ανέβασες.



Ο ΠΟΛΕΜΟΣ / ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ
[Από τον 'Πόλεμο' φυλλάδιο με ποιήματα, που κυκλοφόρησε σε ελάχιστα αντίτυπα, εκτός εμπορίου, το 2007]
Η ΚΗΔΕΙΑ

Αγόρι, κορίτσι.
Δώστε -
Στο κορίτσι μια κούκλα.
Στο αγόρι φτυαράκι.
Η κούκλα ξεχαρβαλωμένη να 'ναι, νεκρή.
Τ' αγόρι θα σκάψει με το φτυαράκι του λάκκο
ένα λάκκο μικρό, τόσο δα, για την κούκλα της φίλης του.
Δώστε -
Και στον Ούζο, τον χαζό μας, ένα καπέλο
καπέλο να 'χει ο χαζός μας, να το βγάλει καθώς περνά η κηδεία.

ΦΟΥΤΜΠΩΛ
Το κρανίο μου παίζουν κλωτσοσκούφι
Στρατηγοί Vs Μπίζνεσμεν.
Γ κ ο ο ο ο ό λ !
Ζήτω! Σεισμός στην εξέδρα
Διαμαρτυρίες, ήτανε οφσάϊντ
Πουλημένος ο ρέφερυ.
Εγώ τώρα πάλι - άουτ!
το κρανίο μου στου διαόλου τη μάνα.
"- Να ζει κανείς ή να μη ζει;" αναρωτιέται ο Αμλετάκος
τραβώντας να μαζέψει τη μπάλλα.
Αν κάνει καλά τη δουλειά του ο σπόρος, μπράβο, κονόμησε χαρτζιλικάκι.

ΠΟΛΕΜΟΣ
Χαλασμένη γειτονιά είναι οι στίχοι μου.
Στα χαλάσματα των στίχων μου, πιτσιρικάδες βγήκαν
και παίζουν -
πόλεμο
έναν
πόλεμο αφελή
όμως
καθαρό
παλικαρίσιο
έναν
πόλεμο χωρίς
υποκρισίες
μήτε τις προστυχιές
του
πόλεμου
των μεγάλων.



"ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν;
Ματθ. 6, 26.

Ο Θοδωρας είχε ένα αυθεντικό τσιγκανικο ταρατατζουμ στο ρυθμό της ποίησης του, κ αυτό ήταν που τον έκανε μοναδικό.
Ουτε "μεγάλος ποιητής", ούτε "ο τελευταίος μποέμ" κ άλλα τετοια που είδα να γράφονται σε ένα πνεύμα δακρυβρεχτης συναισθηματικής εντεχνιλας, αταιριαστης για τον ίδιο κ τον χαρακτήρα του. Σίγουρα όμως, τον θεωρώ πολύ καλύτερο απο την Γώγου, ή διάφορους άλλους σημερινούς αμαθεις ψευτοαντεργκραουντ, που κάνουν τσάμπα φιγούρα στα διάφορα ποιηταδικα, για να δώσω ένα μέτρο της εκτίμησης μου στην ποίηση του.
Μιλουσε τη γλώσσα του Γκορπα, του Πρεβερ, κ του Χραμπαλ κ λίγα τσιγγανικα που τα μάθε μόνος του. 
Ο Μπασιακ ήταν ένας ευλογημενος ανεπροκοπος, εύθραυστος αλλά κ αμετακινητος. Μια φορά που είχε στριμωχτει οικονομικά του είπα να έρθει να βοηθήσει στο βιβλιοπώλειο με το αζημίωτο. Αρνήθηκε, λέγοντας μου ότι μόνο τσάμπα, αν είναι, θα έρχεται να βοηθάει. Φυσικα, του αρνήθικα κ εγώ κ έτσι δεν ευδοκιμησε να αλληλοβοηθηθουμε.
Όταν είχε το βιβλιοπωλείο του στην Αμαλιάδα ήταν η χαρά του μικροεκδότη. Συνήθως πλήρωνε μπροστά κ όχι παρακαταθήκη, ό,τι κουλο βγάζαμε, ο Φαρφουλας, η Τυφλομυγα, το Πανοπτικον κ οι λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Κ μας είχε στη βιτρινουλα του πρώτη μούρη. Κάποτε που τον είχα επισκευτει στην Αμαλιάδα, το καλοκαίρι πριν κλείσει κ κουβαληθει μετά στην Αθήνα, έβγαλα μια φωτογραφία της βιτρίνας του, που δυστυχώς δεν τη βρίσκω.
Αξίζουν πολλά συγχαρητήρια στον Κώστα Δεσποινιαδη Εκδόσεις-Περιοδικό Πανοπτικόν που ετοιμάζει την έκδοση ολόκληρου του ποιητικού έργου του Μπασιακ. Είναι το μόνο παρήγορο μέσα στο ζοφο της απροσδόκητης αποδημιας του.
Πτηνό χειμαζομενο, μια ζωη, ο Θοδωρας, ήρθε το καλοκαιράκι αυτού του κωλοδισεκτου έτους κ μας την έκανε προς τους ουρανιους λειμωνες.
Αλι από μας...


Μόλις πριν λίγες ώρες κοινοποίησα- τον διάβαζα κι έγραφα για την Ανθολογία μια ώρα πριν μάθουμε το θλιβερό μανάτο.





Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟΔΩΡΟ ΜΠΑΣΙΑΚΟ
Από τα ευεργετήματα του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι ο τρόπος να στήνεις γνωριμίες και φιλίες που δεν τις φανταζόσουν,… που είναι –με την κυριολεκτική σημασία της λέξης– απίθανες. Χάρη στο facebook είχα την προνομιακή τύχη να γνωριστώ με τον –έτσι υπέγραφε– Θεόδωρο Μπασιάκο. Με τη πρωτοβουλία, μάλιστα, της κοινής μας φίλης Αλεξάνδρας Δήμου βρεθήκαμε κάμποσες φορές, παρ’ όλο που δεν ήταν εύκολο: αυτός στην Αθήνα και εγώ στην Κέρκυρα. Όσες φορές συναντηθήκαμε, η αφορμή ήταν κάτι που το ονομάζαμε (χάριν της συνεννοήσεως) «γιορτή», γιατί ήταν όντως γιορτή. Συναντιόμασταν στο Salero στα Εξάρχεια καμιά εικοσαριά (τουλάχιστον) άτομα και στήναμε ποιητικές / καλλιτεχνικές βραδιές. Εκ του προχείρου και με τη σοβαρότητα της αυθόρμητης κίνησης: ο έχων δίδει, ο μη έχων λαμβάνει.
Από τις 19 Ιουλίου ο Θεόδωρος Μπασιάκος δεν είναι στη ζωή. Στις 23 Ιουλίου αποτεφρώθηκε η σορός του. Τα λόγια που ακολουθούν γράφονται υπό το κράτος συγκινησιακής φόρτισης και άφατης αμηχανίας.
Δώδεκα μέρες προτού αποβιώσει, του ζήτησα να μου στείλει ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για κάποια έκδοση ανθολογημένων ποιημάτων. Ιδού τι έλαβα στο messenger:
Μπασιάκος Θεόδωρος. Αθήνα 1963. Επισήμως έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή «Μαύρα Μάτια», Πλανόδιον 2006, και παλιότερα τα νεανικά του «22 ποιήματα» και «Πολύ ευγενής», αρχές δεκαετίας ’80. Ποίημά του πρωτοδημοσιεύτηκε στο Νέο Σοσιαλιστή, αριστερό εφημεριδάκι της μεταπολίτευσης. Συνήθως διακινεί τους στίχους του εκτός εμπορίου υπό μορφή μικρών αυτοσχέδιων φυλλαδίων εκτός εμπορίου. Ηλεκτρονικά κυκλοφορεί κι η συλλογή «Κούκου-νιάου», Ενδυμίων 2017, στην δε ομαδική συλλογή «Επ7ά φωνές», Εξιτήριον 2018, συμμετέχει με 7 «γαλλικά» κομμάτια. Ο ίδιος πάντως προτιμά τα λάιβ σε διάφορες αντεργκράουντ μουσικοποιητικές βραδιές της «αριστερής όχθης» των Αθηνών.
Και κλείνοντας σημείωνε: «Το παράκανα λίγο, ας περικοπεί όσο είναι απαραίτητο».
Ο Μπασιάκος (ή Γκαν-γκαν ή Ινδιάνος) είναι αυθεντική φωνή της αντεργκράουντ ποίησης. Το αποδεικνύουν οι στίχοι του. Με υλικά από την καθημερινή κουβέντα, που καμιά φορά –με παιγνιώδη διάθεση– τα διανθίζει με λόγιους τύπους («μη πλέον εν χρήσει»), στήνει ποιήματα που ευχαριστούν την ψυχή του αναγνώστη. Ο ίδιος ήταν τραγουδιάρης: λάτρευε τα ρωσικά και τα τσιγγάνικα τραγούδια, όπως επίσης και τα ιταλικά, ακόμα και αυτά του τύπου «canzonissima».
Τα ποιήματά του είναι τραγούδια – δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά, αλλά είναι. Γκινσμπεργκιανή και φερλινγκέτεια διάθεση διατρέχει τους στίχους του, που τους συντηρεί σε μονόφυλλα.
Ο Μπασιάκος είναι περιθώριο αυθεντικό – καθόλου ιμιτασιόν, καθόλου φολκλόρ, καθόλου φιγουρατζής. Δεν περιάγει την τέχνη του επαιτώντας θαυμασμό και αναγνώριση. Σούμπιτος είναι η τέχνη του, και η τέχνη του είναι η ίδια του η ζωή. Είναι ευγενής και γι’ αυτό του αρέσουν οι απολαύσεις που μπορεί να έχει. Αλλά δεν νιώθει να του χρωστάνε τίποτα, ούτε διεκδικεί ποικιλώνυμα «κεκτημένα». Ενθουσιάζεται σαν μικρό παιδί, όταν λέει ότι είναι «ανεπρόκοπος»
Είναι ποιητής ταγμένος στη μεριά των προλετάριων. Τελεία. Ούτε «μποέμ» ούτε «προφητικός» – αυτά είναι για τους αστούς ποιητές, για να νιώθουν ότι δεν είναι αστοί, αλλά κάτι άλλο. Ο Μπασιάκος είναι μια ποιητική ανθρώπινη ύπαρξη που «καταλαβαίνει» τους πάντες. Ακόμα και τους ταξικούς του εχθρούς! Η μακροθυμία του είναι απόσταγμα ποιητικό. Μέσα σε κλίμα «φαμφάρας» και «ταρατατζούμ» στήνει το τσιγγάνικο πανηγύρι του και μας χαρίζει εκ περιουσίας τη χαρά της ζωής όπως την προσλαμβάνει ο ίδιος. Ήταν άρρωστος, ήξερε ότι τα πράγματα «δεν εξελίσσοντο καλώς», κι εντούτοις απευθυνόταν προς την αρρώστια του σαν να είχε μπροστά του μια κυρία που δεν ζει χωρίς τις ρεβεράντζες που απαιτεί να της κάνουν.
Τρελαινόταν για Μαγιακόφσκι, για Πρεβέρ, για Νικανόρ Πάρρα. Του άρεσε πολύ και ο Ρενέ Σαρ – κουβεντιάζαμε πάντα γι’ αυτόν, όπως και για τον Μπόρχες. Είχε γράψει κι ένα ποίημα με τίτλο Μπορχεσάρ.
Σύντομο και αμήχανο τούτο το σημείωμα. Αν το ήξερε, θα με απέτρεπε. Είμαι βέβαιος, πάντως, ότι με συγχωρεί. Γι’ αυτό και το γράφω. Όπως με «συγχώρησε» τότε που είχα διδάξει σε φοιτητές μου στο μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας κάποια ποιήματά του, όταν τον διαβεβαίωσα ότι τα παιδιά «δεν δυσαρεστήθηκαν καθόλου». Έχω μάθει ότι οι εκδόσεις Πανοπτικόν ετοιμάζουν μιαν έκδοση των ποιημάτων του. Εκεί θα διαβάσουμε λόγια σαν κι αυτά, από το τελευταίο του ποίημα, όπου η πάλη συνεχίζεται:
LA LUTTE CONTINUE
Μεσάνυχτα στο νοσοκομείο
Έχω βγει στο μπαλκόνι, σε στάση επαγρύπνησης
Καπνίζω το τελευταίο τσιγάρο της καβάτζας
Με περιτριγυρίζει η ομορφιά του κόσμου, φυτά κι' αστέρια κι' όλα
Πλάϊ μου ο σύντροφος, ένα ντερέκι καλοκάγαθο, εργάτης, με τον καθετήρα του παρά πόδα.
Ησυχία.
Εν αναμονή των μεγάλων μαχών.
Αυτή την ώρα αντιλαμβάνομαι τη ζωή ως φρουρά απεργιακή.
Σιγοτραγουδώ Ραούλ Βανεγκέμ, ένα τραγουδάκι πολύ αγαπητό σ' εμάς τα παιδιά των Λυσσασμένων:
("la vie s'ecoule, la vie s'enfuit...")
Πρώτα θα μου βγει η ψυχή και μετά η ποίηση.
(Σαβ. 12/7/20, 1.30 π.μ.)
Χαίρε, Τεό Μπασιάκ. Χαιρετίσματα στους φίλους, ξέρεις εσύ.




_________________________________________
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ

Κυριακή 19 Ιουλίου 2020

Κι εγώ εκεί: Ποιήματα Ανεμοδαρμένα_ Συλλογή Ελληνικής Ποίησης 21ου αιώνα




Στο γραφείο μου ένας παχύς φάκελλος. Η δίγλωσση Συλλογή Ελληνικής Ποίησης που με περιέχει: 'Ποιήματα Ανεμοδαρμένα_ Συλλογή Ελληνικής Ποίησης 21ου αιώνα'.

51 ποιήματα, 51 ποιητών που γράφουμε ελληνικά στις αρχές του 21ου αιώνα.
Eκδόσεις Provocateur του ποιητή Βασίλη Βασιλειάδη, 
επιμέλεια Ανδρέας Χ. Παναγόπουλος και Γιώργος Κεντρωτής,
επιλογικό σημείωμα: Νίκος Λέκκας
άσπαστο ρόδι του εξωφύλλου: Άκκανθος (Στέφανος Ζησόπουλος),

κι ανάμεσα στον πρόλογο του Ανδρέα Χ. Παναγόπουλου και τον επίλογο του Νίκου Λέκκα, εμείς οι 51 ποιητές και ποιήτριες στέκουμε πλάι-πλάι ελληνικά και αγγλικά. 

Από εμένα η 'Παλιά Ιστορία', για την τελευταία Πυθία- στο ελληνικό πρωτότυπο και αγγλική μετάφραση δική μου.

                

               ΠΑΛΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

         Στα πόδια της νεκρό έπεσε ένα περιστέρι 
         που έφερνε μαντάτο σκοτεινό.

     Και τώρα τι;
  ―Και τώρα τι, αντηχούσε το βουνό.

Σε τσίρκο είπε να δουλέψει η Πυθία
όταν ο Φοίβος έκλεισε το μαγαζί.
Έφυγε εκείνος σα κυνηγημένος σ’ άλλη χώρα 
«έτσι θα είναι πια, όπως είναι τώρα» της θύμισε προτείνοντάς της να την έπαιρνε μαζί.

Σα να ξεχνιέται η συμφορά που περιμένεις 
χρόνια, σα να ξεχνιέται έτσι το γραμμένο. 
Ξεχνιέται το αναπάντεχο,
ξεχνιέται το συνηθισμένο
μα αυτό που έχει η Μοίρα μας ταγμένο 
δε γίνεται ποτέ να ξεχαστεί.

Μόνη έθαψε τα σκεύη τα ιερά η Πυθία
–πρώτοι, εννοείται, είχαν εγκαταλείψει οι ιερείς―
αλλά κι αν σκόρπισαν οι επίσημοι ιερωμένοι 
έμεινε πίσω του Θεού η ερωμένη.
Στο τρίποδο σκαμνί της κάθισε ξανά
κι ικέτευσε για ένα ιερό χρησμό.
Τον τελευταίο τον είχε στείλει σ’ ένα Παραβάτη, 
το βασιλιά που δεν κοιμόταν σε κρεβάτι
κι ονειρευόταν να αναστηλώσει τα παλιά.

        «Εκκεντρικότητες και τρέλες» μειδιούσε ο Απόλλων. 
 «Πες του, ξέρεις εσύ, κάτι ωραίο
κάτι παλαιό που μοιάζει νέο
κάτι απ’ αυτά που συγκινούν τα νέα παιδιά»
τη διέταξε ο Χρυσομάλλης Φοίβος
κι ούτε που νοιάστηκε να δώσει το χρησμό
που θα ’τανε η τελευταία του λέξη
η επιτύμβιος. Πέταξε μάλιστα και τον αυλό
στο γιο της (γιο τους – μα αυτοί το ξέρουν μόνο) 
που οι πολλοί τον λένε παλαβό.
Και το παιδί βγήκε να παίξει
και τη δουλειά του (πού ήταν
να σκουπίζει τα σκαλιά,
να διώχνει ή να ταΐζει τα πουλιά)
πρώτη φορά την άφησε. Σα να ήξερε
το άμοιρο κι αυτό
πως ήρθε η ώρα του
να εξοριστεί από το ναό.

 «Λείπει ο Θεός, λείπει ο πατέρας σου μικρέ»
 μονάχο τραγουδούσε να το ακούσει η μάνα 
κι έπαιζε δυό-τρεις νότες στον αυλό
αλλά η Πυθία ετοιμαζόταν
την επίκληση να κάνει.

         ―Λείπει ο Θεός, μας το ’κλεισαν το μαγαζί 
           που τόσα χρόνια τό παλεύαμε μαζί,
           πώς να μη με πειράζει;
           Θα κάνουμε οι δυό μας
          την τελευταία προσευχή στο ιερό. Είναι βουβή η πηγή
          μα ακόμα έχει νερό
          κι όταν με λούσεις με δαφνόνερο και ξύδι
         θα ελευθερώσουμε παιδί μου το μεγάλο φίδι 
         και θα απαντήσει η ίδια η γη (– ή το γερό 
        ταλέντο μου). Τη ζωή μου αφιέρωσα στα θεία 
        δεν είναι εύκολο να είσαι η Πυθία
        ηόταν γλεντάει μακριά το αφεντικό.

      Έτσι θρηνώντας χώθηκαν στα έγκατα της γης 
      μάνα και γιος ώσπου να ξημερώσει.


          Ζητιάνα ντύθηκε του Απόλλωνα η συμβία, 
  το τρίποδο έκρυψε, λιβάνι άναψε
και του καινούργιου σκυθρωπού Θεού έγινε Αγία.

Και μόλις φάνηκε ο αυγερινός, το λαμπρό αστέρι, 
δίχως κανένα μάρτυρα,
αναστήθηκε το περιστέρι. 


Old Story

A dove fell dead on her feet,
bad omen at the temple.

     And now what?
And now what, the mountains echoed.

The High Priestess at a circus took a job, 
since Phoebus closed up the store.
To a far away land He disappeared
"So it will be as now is", He said,
proposing that she 'd escort Him.

As if we can ignore the expected catastrophe 
as if our destiny might be easily forgone.
The unexpected it is easy to ignore,
the common and mundane easily are forgotten
but what is written by Moira we cannot ignore.

Deep in the earth Pythia hid
the sacred vessels -the first who fled, 
of course, were all the priests- but all alone
Apollo' mistress stayed.
Upon the tripod took her seat 
and waited for the Word of God, the prophecy
The last was sent to an Apostate,
the emperor who did not lie in bed
but stone and dreamt the ancient Gods'
the Restoration. 

"Eccentric fool!" Apollo laughed.
"Pray say, as usual, something seeming
bright and shady and old but new, the sort 
that moves the reckless youths" ordered
fair Phoebus of the golden locks, not bothering
to give a thought to their last word,
last testament, His tombstone. And 
fleeing fast He threw the sacred lyre
to her son (their son - but none knows)
that 'simple' is called by hoi polloi.
The child grabbed the precious gift and
sat out at the steps to play 
(his work was to sweep the temple steps,
to drive away or feed the birds)
and first time left her side. As if he knew,
poor creature, that the time has come
to be exiled from his birthplace, the naos.

"God’s left, your father left, my son" he sang
loud for his Mom to hear,
playing carefully the lyre's two-three notes.

Pythia was getting ready
for one last mass.

The God has fled, shut is our store
where hard we toiled. 
Silent the spring, dried up although
the water flows. So come my boy
my long hair wash in laurel oil and vinegar, and then,
let's free the mighty serpent
and the omphalos (or my 
talent) the final word will offer.

 It is not easy, my life to the God 
I dedicated, being the Pythia, 
keeping shop while the boss
 raved far away, she cried
and crept into the navel of the earth.

When Eos rose, Apollo’s spouse 
appeared. Covered in rags, a beggar.
Incense she lit, the tripod hid, 
and saint to the new  angry God became.


And as the morning star was shining
between Dawn's rose tinted fingers
the dove woke up, alive.
and resurrected.