Πάει
κι ο Νίκος Κούνδουρος.
Το πρώτο μου βιβλίο το έγραψα ακούγοντας Τρίτο Πρόγραμμα από ένα επιτραπέζιο μικρό ραδιόφωνο, χακί σα στρατιωτικό, φτιαγμένο για να πιάνει μακρινές συχνότητες. Δικό του, είχε ξεμείνει από ένα ταξίδι, άγνωστο πώς, και πρόσφατα ξαναγύρισε στα χέρια μου. Λειτουργεί τέλεια, αθάνατο όπως όλα τα καλά μηχανήματα άλλων καιρών, και πλέον αναπαύεται, σα βιβλίο, σε ράφι με αγαπημένα στο σπίτι μου στην Αθήνα.
Πρόσφατα ξαναείδα τo 1922 του, σε dvd ένα
βράδυ μόνη στο σπίτι. Το χάρηκα, αντέχει.
Το πρώτο μου βιβλίο το έγραψα ακούγοντας Τρίτο Πρόγραμμα από ένα επιτραπέζιο μικρό ραδιόφωνο, χακί σα στρατιωτικό, φτιαγμένο για να πιάνει μακρινές συχνότητες. Δικό του, είχε ξεμείνει από ένα ταξίδι, άγνωστο πώς, και πρόσφατα ξαναγύρισε στα χέρια μου. Λειτουργεί τέλεια, αθάνατο όπως όλα τα καλά μηχανήματα άλλων καιρών, και πλέον αναπαύεται, σα βιβλίο, σε ράφι με αγαπημένα στο σπίτι μου στην Αθήνα.
Έπαιζε η φίλη μου κι έχω αναμνήσεις
από τον καιρό που γυριζόταν· αναμνήσεις κι από μια μακριά βραδινή συζήτηση
πριν το Βύρωνά του που δε μοιάζει με τον δικό μου.
Αναμνήσεις
κι από το Βρούτο βέβαια, την Κρήτη, την Εταιρία Σκηνοθετών και την πολύ δική του
πάντα εν μεγάλω θεώρηση του κόσμου.
Άλλοι
θα πουν καλύτερα, πιο γνωστά και πιο αναλυτικά.
Εγώ
σας φέρνω την τανία το Δράκο του,
μια δική του αφήγηση από τη Μακρόνησο με το Θανάση Βέγγο,
μια συνέντευξη στο Βήμα,
μια δική του αφήγηση από τη Μακρόνησο με το Θανάση Βέγγο,
μια συνέντευξη στο Βήμα,
ένα
άρθρο για το 'Δράκο του', λίγα βιογραφικά,
συνδέσμους και εικόνες.
συνδέσμους και εικόνες.
Γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 15 Δεκεμβρίου
του 1926 και ήταν γιος του δικηγόρου και πολιτικού Ιωσήφ Κούνδουρου. Σπούδασε
ζωγραφική και γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας από την οποία
και αποφοίτησε το 1948. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε ενταχθεί στις τάξεις
του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, και μετά από αυτόν εξορίστηκε στη Μακρόνησο, λόγω των αριστερών φρονημάτων
του.
Στα 28 του χρόνια, αποφάσισε να ασχοληθεί
με τον κινηματογράφο. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως σκηνοθέτης με τη «Μαγική Πόλη»
(1954), όπου συνδύασε τις επιρροές του από τον νεορεαλισμό με την εικαστική του
ματιά. Με το σύνθετο και πρωτοποριακό έργο «Ο Δράκος» (1956), ο Νίκος Κούνδουρος
καθιερώθηκε. Ακολούθησαν «Οι παράνομοι» (1958), «Το ποτάμι» (1959), «Μικρές Αφροδίτες»
(1963), «Το πρόσωπο της Μέδουσας» (1967), «Τα τραγούδια της φωτιάς» (1974),
«1922» (1978) κ.ά.
Ο Νίκος Κούνδουρος είχε αντιπροσωπεύσει
τον ελληνικό κινηματογράφο πολλές φορές στο εξωτερικό όπως στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου
Βενετίας το 1953 και το 1956, στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 1958, το 1963 και το
1967. Επίσης, είχε τιμηθεί με το πρώτο βραβείο σκηνοθεσίας στα Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης
και Βερολίνου το 1963, για την ταινία «Μικρές Αφροδίτες» καθώς και για την
ταινία του «Το ποτάμι» στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το 1959. Ειδικότερα, για την ταινία
«Μικρές Αφροδίτες» τιμήθηκε και με το βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου.
Η ταινία του «Ο Δράκος» χαρακτηρίστηκε ως η καλύτερη ελληνική ταινία
στη δεκαετία του 1950 - 1960. Τόσο η ελληνική όσο και η γαλλική και αγγλική τηλεόραση
έχουν προβάλει πολλές φορές ταινίες του Έλληνα σκηνοθέτη, ενώ αντίγραφα πολλών ταινιών
του βρίσκονται στο Ευρωπαϊκό Μουσείο Κινηματογράφου, στη Γαλλική Ταινιοθήκη καθώς
και στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης.
Είχε διατελέσει πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών, ενώ το
1998 εκδόθηκε το βιβλίο του με τίτλο «Stop Carre», με μακέτες, σχέδια και φωτογραφίες
από τα πρόσωπα, τα σκηνικά και τα κοστούμια των ταινιών του. Το 2009 κυκλοφόρησε
η αυτοβιογραφία του, με τίτλο «Ονειρεύτηκα πως πέθανα».
Το Περιοδικό: Ο Κούνδουρος του Δράκου
Η κινηματογραφική νεωτερικότητα σε σύγκρουση με τον καθεστωτικό αισθητικό συντηρητισμό
Έφυγε σήμερα από τη ζωή ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος. Παιδί αστικής οικογένειας παλιών κρητικών πολιτικών, εντάχθηκε στο ΕΑΜ στην Κατοχή και αργότερα εξορίστηκε στη Μακρόνησο. Αν και σπούδασε εικαστικές τέχνες, τελικά ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο. Την πρώτη του ταινία γύρισε το 1954. Ήταν η Μαγική πόλη σε σενάριο της Μαργαρίτας Λυμπεράκη. Ακολούθησε ο Δράκος, βασισμένη σε μια ιδέα του Ιάκωβου Καμπανέλη, με μουσική του Μάνου Χατζηδάκι και πρωταγωνιστή τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Μέχρι το θάνατο του ολοκλήρωσε 10 ταινίες (Οι παράνομοι 1958, Το ποτάμι 1960, Μικρές Αφροδίτες 1963, Vortex ή Το πρόσωπο της Μέδουσας 1967, Τραγούδια της φωτιάς 1975, «1922» 1978, Μπορντέλο 1984, Μπάυρον: Μπαλλάντα για ένα δαίμονα 1992, Οι φωτογράφοι 1998, Το Πλοίο 2011).
Στα πρώτα του βήματα, ο Κούνδουρος αποτέλεσε μαζί με λίγους ακόμα κινηματογραφιστές (π.χ. Κακογιάννης) φωτεινές εξαιρέσεις της κινηματογραφικής γενιάς στην οποία άνηκαν, καθώς ανέπτυξαν μιας καλλιτεχνική ευαισθησία που ήρθε σε σύγκρουση με τον αισθητικό συντηρητισμό της επίσημης μεταπολεμικής τέχνης. Ακολουθώντας τον ιταλικό νεορεαλισμό, προσπάθησαν να βρουν μια νέα γλώσσα για τον εγχώριο κινηματογράφο. Εισηγητές της νεωτερικότητας, ήρθαν σε σύγκρουση με την ειδυλλιακή αγροτική παράδοση του προπολεμικού κινηματογράφου, φώτισαν τις υποκουλτούρες του αστικού χώρου, το ρεμπέτικο, το περιθώριο και τη ζωή των φτωχοδιάβολων του Πειραιά.
Χαρακτηριστική ως προς αυτή την κατεύθυνση είναι η δεύτερη ταινία του, Ο Δράκος. Η δράση εξελίσσεται στον αστικό χώρο και συγκεκριμένα στις φτωχογειτονιές του Πειραιά και της Αθήνας. Πρόκειται για το τόπο όπου συγκεντρώνονται τα φτωχά λαϊκά στρώματα, η εργατική τάξη, αλλά και το περιθώριο. Εκεί ζουν, διασκεδάζουν, συμβιώνουν, εργάζονται και η συνύπαρξη αυτή θολώνει το σύνορο ανάμεσά τους. Η ανίχνευση και παρουσίαση των όρων ζωής των φτωχών των πόλεων, μεταπολεμικά, φαίνεται να αποτελεί στόχο του σκηνοθέτη. Στο Δράκο, ο ήρωας του, ένας μικροαστός, φοβισμένος και μοναχικός, όταν μαθαίνει την ομοιότητα του με έναν επικηρυγμένο κακοποιό, δράττεται της ευκαιρίας να ανατρέψει τη ρουτίνα της ζωής του. Με επίκεντρο ένα κέντρο διασκέδασης συναντά διάφορους μικροαπατεώνες και αποφασίζει να τους ακολουθήσει, ηγούμενος μιας απάτης.
Τα χαρακτηριστικά αυτά της ταινίας προκάλεσε την αντίδραση τόσο των αστικών όσο και των αριστερών εφημερίδων. Ενδεικτικά διαβάζουμε στην Αυγή: «Αποτελεί χωρίς άλλο αίσχος για τη χώρα μας το γεγονός ότι θα εκπροσωπηθεί η κινηματογραφική μας παραγωγή στο φεστιβάλ της Βενετίας με τη γνωστή ταινία Δράκος, την αποθέωση δηλαδή του μπουζουκιού, του υποκόσμου, του σαλταδορισμού και της ασυναρτησίας». Επίσης, στην Εστία: «Αυτή η ταινία (…) καθίσταται εντελώς γελοία και δεν ηξεύρει κανείς τι πρώτον και ύστερον να οικτήρη εκεί μέσα. Τας μωράς γελοιότητας των λαθρεμπόρων; Τον οικτρόν και πανάθλιο χορόν των χασικλήδων; Την διαπόμπευση του Ευαγγελίου; Την οικτράν εμφάνισιν και κατασυκοφάντησιν της αστυνομίας; Ή τους αθλιέστερους και βρωμερούς συνοικισμούς των Αθηνών και του Πειραιώς όπου εγυρίσθη το ελεεινόν αυτόν κατασκεύασμα;». (Σολδάτος 2011, 150). Η ταινία γνώρισε τελικά εισπρακτική αποτυχία και η αναγνώριση για την καινοτόμα και καλλιτεχνικά άρτια σκηνοθετική ματιά του Δράκου ήρθε τη δεκαετία του ’70.
ΜΙΑ ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ (Μακρόνησος 1949)
«Ως γόνος μεγάλης οικογένειας που ήμουν, οι βασανιστές θέλησαν να αλαφρύνουν το δικό μου βασανιστήριο στο Μακρονήσι. “Ζήτα μια χάρη και θα σου την κάνουμε” μου είπαν και το μόνο που ζήτησα ήταν, να με αφήσουν να πάω να μείνω στο βουνό χωρίς φαΐ και χωρίς νερό, ενδεχομένως, αρκεί να μην τους βλέπω και να μη με βλέπουν. Το δέχτηκαν!
Την πρώτη μέρα τράβηξα για το βουνό, βρήκα ένα μέρος να κάτσω και βάλθηκα να ατενίζω την απέραντη μοναξιά του τοπίου. Ξάφνου, ένας γρήγορος, αεράτος τύπος εμφανίζεται κρατώντας κάτι πασσάλους στα χέρια του και δυο τρία κομμάτια ύφασμα. Δεν μου μιλάει, δεν του μιλάω και σε ελάχιστα λεπτά με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις στήνει ένα αντίσκηνο! Το δικό μου αντίσκηνο!
«Τι κάνεις;» τον ρωτάω. «Θα πεθάνεις εδώ πάνω» απάντησε σοβαρός και συνέχισε τη δουλειά. Για όλες τις επόμενες μέρες, για όσο καιρό έζησα σαν αγρίμι, εξόριστος μεσ’ στην εξορία, ο ίδιος τύπος πηγαινοερχόταν κάθε μέρα διανύοντας μια τεράστια απόσταση από το στρατόπεδο ίσαμε το βουνό, μόνο και μόνο για να μου φέρνει φαγητό να τρώω να μην πεθάνω. Ήταν ο Θανάσης Βέγγος, η απαρχή μιας μεγάλης φιλίας πάνω απ’ όλα.»
Τρία υπαίθρια θέατρα χτίστηκαν στη Μακρόνησο από το 1947 μέχρι το 1950. Τα έχτισαν οι ίδιοι οι εξόριστοι για την «ιδεολογική αναμόρφωσή τους» με πέτρες που έσπαγαν μόνοι τους από το βραχώδες έδαφος.
Έμεινε μαζί μου όλα τα χρόνια της Μακρονήσου. Είχα χρεωθεί την κατασκευή ενός θεάτρου -ήμουν τριτοετής της αρχιτεκτονικής τότε. Πήγα στη διοίκηση και λέω: «Αυτόν το μισότρελο φαντάρο να μου τον δώσετε». Κι έτσι βρέθηκα να φτιάχνω το θέατρο με το Θανάση βοηθό. Στήσαμε τη σκηνή, ανεβάσαμε το πρώτο έργο, και να ο Βέγγος ηθοποιός και να ο Βέγγος πρωταγωνιστής και να ο Βέγγος αγαπημένος ολόκληρου του τάγματος, και να ο Βέγγος η ανακούφισή μας, η λύτρωση μας και το χαμόγελό μας».
«Ως γόνος μεγάλης οικογένειας που ήμουν, οι βασανιστές θέλησαν να αλαφρύνουν το δικό μου βασανιστήριο στο Μακρονήσι. “Ζήτα μια χάρη και θα σου την κάνουμε” μου είπαν και το μόνο που ζήτησα ήταν, να με αφήσουν να πάω να μείνω στο βουνό χωρίς φαΐ και χωρίς νερό, ενδεχομένως, αρκεί να μην τους βλέπω και να μη με βλέπουν. Το δέχτηκαν!
Την πρώτη μέρα τράβηξα για το βουνό, βρήκα ένα μέρος να κάτσω και βάλθηκα να ατενίζω την απέραντη μοναξιά του τοπίου. Ξάφνου, ένας γρήγορος, αεράτος τύπος εμφανίζεται κρατώντας κάτι πασσάλους στα χέρια του και δυο τρία κομμάτια ύφασμα. Δεν μου μιλάει, δεν του μιλάω και σε ελάχιστα λεπτά με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις στήνει ένα αντίσκηνο! Το δικό μου αντίσκηνο!
«Τι κάνεις;» τον ρωτάω. «Θα πεθάνεις εδώ πάνω» απάντησε σοβαρός και συνέχισε τη δουλειά. Για όλες τις επόμενες μέρες, για όσο καιρό έζησα σαν αγρίμι, εξόριστος μεσ’ στην εξορία, ο ίδιος τύπος πηγαινοερχόταν κάθε μέρα διανύοντας μια τεράστια απόσταση από το στρατόπεδο ίσαμε το βουνό, μόνο και μόνο για να μου φέρνει φαγητό να τρώω να μην πεθάνω. Ήταν ο Θανάσης Βέγγος, η απαρχή μιας μεγάλης φιλίας πάνω απ’ όλα.»
Τρία υπαίθρια θέατρα χτίστηκαν στη Μακρόνησο από το 1947 μέχρι το 1950. Τα έχτισαν οι ίδιοι οι εξόριστοι για την «ιδεολογική αναμόρφωσή τους» με πέτρες που έσπαγαν μόνοι τους από το βραχώδες έδαφος.
Έμεινε μαζί μου όλα τα χρόνια της Μακρονήσου. Είχα χρεωθεί την κατασκευή ενός θεάτρου -ήμουν τριτοετής της αρχιτεκτονικής τότε. Πήγα στη διοίκηση και λέω: «Αυτόν το μισότρελο φαντάρο να μου τον δώσετε». Κι έτσι βρέθηκα να φτιάχνω το θέατρο με το Θανάση βοηθό. Στήσαμε τη σκηνή, ανεβάσαμε το πρώτο έργο, και να ο Βέγγος ηθοποιός και να ο Βέγγος πρωταγωνιστής και να ο Βέγγος αγαπημένος ολόκληρου του τάγματος, και να ο Βέγγος η ανακούφισή μας, η λύτρωση μας και το χαμόγελό μας».
1958, ο Νίκος Κούνδουρος κυκλοφορεί την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία: «Οι Παράνομοι» (The Outlaws). Στο φιλμ, υπάρχει μία σκηνή όπου ένας από τους παράνομους σκοτώνεται από τους χωροφύλακες καθώς τρέχει προς το μέρος τους με σκοπό να παραδοθεί. Η λογοκρισία της εποχής έκρινε πως η σκηνή αυτή έθιγε την εικόνα της χωροφυλακής και τη συνέπειά της. Ζητήθηκε από τον Κούνδουρο να την αφαιρέσει, εκείνος όμως πιστός στις αρχές του αρνήθηκε να παρέμβει καλλιτεχνικά στο έργο του, με αποτέλεσμα η ταινία μία εβδομάδα μετά την προβολή της να απαγορευθεί.
«Οι Παράνομοι είναι η ταινία της οργής. Η αντίσταση είχε πνιγεί, οι τρόποι έκφρασης των αγωνιστών είχαν καταργηθεί κάτω από τη βία ενός αστυνομικού κράτους. Θέλησα να αποτίσω ένα φόρο τιμής στον αντάρτη των βουνών, στον ταπεινωμένο στον εξευτελισμένο, στον αγνοημένο, στην καλύτερη περίπτωση, Έλληνα, που κράτησε ψηλά τη Ρωμιοσύνη.»
___________________________________________________________
Συνέντευξη στο Βήμα: ΤΟ ΒΗΜΑ 03/04/2011