«Όταν η ζωή γίνεται σκληρή, οι σκληροί πάνε για ψώνια» έλεγαν
οι Γιάππηδες παλιότερα. Τέτοια χαρά δε με παρηγόρησε ποτέ αλλά από χθες που ήρθε
εκείνο το ανάποδο που μας χτυπά κι όλα πάνε στραβά έψαχνα διέξοδο.
Βλάβη στο νερό, βλάβη στα δυο σταθερά τηλέφωνα δηλαδή μέσα-έξω
η σύνδεση και μου ήρθε τρέλα διότι είχα δουλειά και πνιγόμουν.
Κρυωμένος ο Κύριος Kastell (και ποτέ στα φόρτε του on
Crisis) έφερε τα νεύρα μου σε όριο όταν εξέλαβε κυριολεκτικά το ευγενικό μου σημείωμα
'ξύπνησέ με το πρωί να τα διορθώσουμε' και με ξύπνησε για να τον ακούσω να μιλά
στο τηλέφωνο με την Εταιρία Υδρεύσεως και φίλο του υδραυλικό (που- surprise- είναι
στην Αθήνα).
Νευρίασα, νευρίασε, ένιωσα εκείνο τον πόθο τον παλιό κι ανομολόγητο
να είχα παντρευτεί οικοδόμο αλλά, ως κυρία, σιώπησα και ανέλαβα. Νερό έχει δηλαδή.
Και αντιβίωση και σταθερό τηλέφωνο.
Οπότε με το χρυσό μου στην τσάντα βγήκα να σας
τα πω από όποιο καφέ έχει σύνδεση. Κι ως τότε είπα ας δω ένα φίλο μου παλιό που
είναι από 'τις παλιοί αθρώποι' που πίνουν το πρωί για να πηγαίνουν την άλλη μέρα
στη δουλειά. Τον βρήκα στο Καρτέρι (αν ξέρετε τι εννοώ) κι είπα ας πάει και το παλιάμπελο,
τι ψυχή έχει ένα τεκιλάκι; Ο ήλιος με χτυπά, στο μπούστο έχω ένα ματσάκι χαμομήλια,
τα τεκιλάκια αυξάνονται και πληθύνονται αλλά.. αλλά το μυαλό δουλεύει:
― Μήπως έχει Internet ο Νικολός; ρωτώ.
― Μπα τι είπες τώρα; ήρθε η απάντηση με την παραγγελία για
άλλο ένα ποτό αλλά.. σας είπα… αλλά… μαζί με το επόμενο ήρθε κι η κάρτα του μαγαζιού
με τον κωδικό.
Κι έτσι κατάφερα να είμαι κοντά σας δίχως να απομακρυνθώ από
τον παλιό μου φίλο και λόγω ήλιου και ποτών σας αποχαιρετώ με τον αγαπημένο μου Καβαφικό Βασιλιά Δημήτριο που (παλαιόθεν) λένε πως του μοιάζω:
Ώσπερ ου βασιλεύς, αλλ’ υποκριτής, μεταμ-
φιέννυται χλαμύδα φαιάν αντί της τραγικής
εκείνης, και διαλαθών υπεχώρησεν.
Πλούταρχος, Βίος Δημητρίου
Σαν τον παραίτησαν οι Μακεδόνες
κι απέδειξαν πως προτιμούν τον Πύρρο
ο βασιλεύς Δημήτριος (μεγάλην
είχε ψυχή) καθόλου — έτσι είπαν —
δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς. Επήγε
κ’ έβγαλε τα χρυσά φορέματά του,
και τα ποδήματά του πέταξε
τα ολοπόρφυρα. Με ρούχ’ απλά
ντύθηκε γρήγορα και ξέφυγε.
Κάμνοντας όμοια σαν ηθοποιός
που όταν η παράστασις τελειώσει,
αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται.
__________________________________________________
Εικόνα
Το χρυσό μου, το ποτό μου, τα γιαλιά μου στο ΚΑΡΤΕΡΙ του Νικολού.