"Υπήρξα
τίμιος αγωνιστής, πάλεψα για το καλό του λαού και για το κόμμα μου. Αφήνω στο γιο
μου φεύγοντας ένα τίμιο όνομα" έγραψε ο Νίκος Πλουμπίδης, τραγική μορφή της
ελληνικής Ιστορίας, πριν εκτελεστεί στα κρυφά σα σήμερα, 14 Αυγούστου 1954. Το αγαπημένο του
κόμμα που τον είχε 'απομονώσει' και αποκηρύξει ως 'προβοκάτορα' ανακοίνωσε από το εξωτερικό ότι πρόκειται για εικονική
εκτέλεση. Ούτε το θανατό του δεν αναγνώρισαν κι όμως ο Πλουμπίδης επέμενε να υπερασπίζεται
το Κόμμα του ως την τελευταία στιγμή μένοντας στην Ιστορία σα δάσκαλος ήθους και
συνέπειας.
Ποιος ήταν
ο Κόκκινος Δάσκαλος που πέθανε ζητοκραυγάζοντας για το Κόμμα που τον είχε αποκηρύξει;
Ας μην ξεχνάμε:
ΕΚΑΝΕ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΤΟΥ ΤΗ ΖΩΗ
Η εκτέλεσητου Ν. Μπελογιάννη το 1952 και του Ν. Πλουμπίδη το 1954 αποτελούν
μέρος του ματωμένου επιλόγου του εμφυλίου πολέμου αλλά και της
απάντησης των νικητών στην προσπάθεια ανασυγκρότησης της αριστερής
παράταξης στην Ελλάδα, μετά την λήξη του εμφυλίου. Κορυφαία στιγμή για τον
Ν. Πλουμπίδη είναι η στάση του στο Στρατοδικείο που τον καταδίκασε σε θάνατο τον
Ιούλιο 1953, όπου κλήθηκε να υπερασπίσει την πολιτική του ΚΚΕ, ενώ είχε
καταγγελθεί ως χαφιές και προβοκάτορας. Ο τρόπος που χειρίστηκε την υπεράσπιση του
αποτέλεσε μείζονα πολιτική πράξη, όπως έδειξε η μελλοντική πορεία της
«υπόθεσης Ν. Πλουμπίδη» που δεν μπορεί να «κλείσει» αν δεν αντιμετωπιστεί ουσιαστικά
και πολιτικά.
Γεννήθηκε στα Λαγκάδια Γορτυνίας την Πρωτοχρονιά του 1903. Τελείωσε το Γυμνάσιο
στη Δημητσάνα. Το μέτωπο κατέρρευσε λίγο πριν την αναχώρηση της μονάδας του για
τη Μικρά Ασία. Σπούδασε στο Διδασκαλείο Πύργου Ηλείας και διορίστηκε δάσκαλος στην
Βούρμπα (Μηλέα) Ελασσόνας το 1924. Παρέμεινε στην εκπαίδευση εως το 1929,
οπότε και απολύθηκε λόγω της ένταξης του και της δράσης του στο Κομμουνιστικό Κόμμα
Ελλάδας, από το 1925. Από τότε η ζωή του είναι συνυφασμένη με τους πολιτικούς και
συνδικαλιστικούς αγώνες στην Ελλάδα. Το 1929 εκλέγεται στο Προεδρείο
των Δημοσίων Υπαλλήλων, αλλά είναι για κείνον και η χρονιά που εμφανίζεται η φυματίωση
των πνευμόνων, ασθένεια που θα τον συνοδεύσει ως το τέλος της ζωής του. Το
1931, εκλέχτηκε μέλος του Γραφείου Περιφερειακής Επιτροπής Αθήνας του ΚΚΕ και το
1932 μέλος του Προεδρείου της Ενωμένης ΓΣΕΕ.
Το 1934 πηγαίνει στη Μόσχα όπου εκπροσωπεί την Ενωμένη ΓΣΕΕ στην Κόκκινη
Συνδικαλιστική Διεθνή και σπουδάζει στο KUTV (Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο Εργαζομένων
της Ανατολής). Τον Δεκέμβρη του 1935 στο 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ
εκλέγεται αναπληρωματικό μέλος της Κεντρικής Επιτροπής. Το 1938, καθώς οι πολυάριθμες
συλλήψεις από την δικτατορία του Ι. Μεταξά έχουν αποδεκατίσει το στελεχικό δυναμικό,
εκλέγεται μέλος του Πολιτικού Γραφείου. Συλλαμβάνεται τον Μάιο του 1939. Τον Φεβρουάριο
του 1942 δραπετεύει από την Τρίπολη, γυρίζει στην Αθήνα και συνεισφέρει στην οργάνωση
της αντίστασης μέσα από τις κομματικές και ΕΑΜικές οργανώσεις. Κορυφαία στιγμή, η ματαίωση της πολιτικής επιστράτευσης Ελλήνων εργατών
γιατα εργοστάσια της Γερμανίας, τον Μάρτιο 1943.
Προσωπικές στιγμές, ο γάμος του με την Ιουλία Παπαχρίστου, επίσης μέλος
του ΚΚΕ, τον Φεβρουάριο 1946 και η γέννηση του γιού του, σε βαθειά παρανομία, τον
Μάιο 1948. Αδιάκοπα στην παρανομία από το 1947, μετά το κύμα συλλήψεων στελεχών
το 1948 και 1949 αναδεικνύεται ο ιδιαίτερος ρόλος του στην καθοδήγηση των παράνομων
κομματικών οργανώσεων και την αναδιοργάνωση της πολιτικής εκπροσώπησης της αριστεράς.
Το 1950 λίγο μετά το τέλος του Εμφυλίου, καθοδηγεί την ίδρυση της Δημοκρατικής
Παράταξης. Το 1951 παραδίδει την ηγεσία των παράνομων κομματικών οργανώσεων στο
Ν. Μπελογίαννη και αναλαμβάνει ξανά μετά την σύλληψη του τελευταίου. Το
1951, με εντολή του Ν. Ζαχαριάδη, μετέχει ενεργά στην ίδρυση της ΕΔΑ
(3.8.1951).
Λίγο αργότερα αρχίζει η απομόνωση του από το κόμμα. Πρόκειται για ζήτημα
που δεν έχει ως σήμερα πλήρως διευκρινιστεί και ανήκει στην διαχείριση της ήττας
στον εμφύλιο πόλεμο από την εξόριστη κομματική ηγεσία και τις διαφορετικές στρατηγικές
ανασυγκρότησης των κομματικών και αριστερών δυνάμεων στην Ελλάδα. Συλλαμβάνεται
τον Νοέμβριο 1952 και συγχρόνως καταγγέλεται ως προβοκάτορας από το κόμμα. Η δίκη
του, τον Ιούλιο του 1953, αναδεικνύεται σε μείζον πολιτικό γεγονός καθώς ο κατηγορούμενος
που αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη της υπεράσπισης της πολιτικής του κόμματος, συγχρόνως
κατηγορείται από την ηγεσία ως χαφιές και προβοκάτορας.
Εκτελέστηκε «στα κρυφά» στις 14 Αυγούστου 1954, ενώ η θανατική καταδίκη
εκκρεμούσε από καιρό στο γραφείο του υπουργού Δικαιοσύνης. Η κοινωνική διάσταση
της υπόθεσης Ν. Πλουμπίδη θα είναι μονόπλευρη αν μείνουμε σε μια εκτός τόπου
και χρόνου ηρωική στάση ενός ανθρώπου και δεν δούμε την πολιτική της πλευρά. Ότι
δηλαδή, από την σύλληψη του και αφού παγιδεύτηκε στη διπλή κατηγορία
έκανε πολιτική με αυτό που διέθετε, την ίδια του τη ζωή.
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΓΡΑΜΜΑ
«Αγαπημένοι μου,
Σας γράφω τις τελευταίες μου γραμμές. Είναι η πρώτη ώρα της 14ης Αυγούστου 1954. Με ξύπνησαν για να με ειδοποιήσουν ότι το πρωί θα γίνει η εκτέλεσή μου.
Τις τελευταίες αυτές ώρες που μου απομένουν τις αφιερώνω στους αγαπημένους μου.
Εκείνο που έχω να σας πω είναι ότι ΠΟΤΕ μου ΔΕΝ υπήρξα προδότης, όπως με αποκαλούν οι κατήγοροί μου. Πάντα υπηρέτησα πιστά την ιδεολογία μου πιστεύοντας ότι εξυπηρετώ το λαό.
Συγχωρώ τους κατηγόρους μου για τις πίκρες που μου ‘δωσαν την ώρα που χρειαζόμουν συμπάθεια και κατανόηση. Σας παρακαλώ και σας όλους να συγχωρήσετε και σεις τους κατηγόρους μου. Αυτό θα είναι για μένα ανακούφιση.
Εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου στον πεθερό μου και πεθερά μου. Στον αγαπητό μου Βρασίδα, Δημοσθένη και γυναίκα του, που μου παραστάθηκαν στοργικά στη φυλάκισή μου.
Εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου στις αδελφές μου που ταλαιπωρούνταν να με επισκέπτονται κάθε εβδομάδα. Αποχαιρετώ τα’ αδέλφια μου Σπύρο και Γιώργη.
Εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου σ’ όλους, γνωστούς και αγνώστους, για τη συμπαράστασή τους ή την καλοσύνη που έδειξαν απέναντί μου στις κακές ώρες της ζωής μου.
Στα ανίψια μου και ιδιαίτερα τη Γεωργία εύχομαι κάθε ευτυχία.
Στην αγαπημένη μου Ιουλία, που μου στάθηκε αγαπημένη συντρόφισσα στα λίγα χρόνια της ζωής μας, εκφράζω τη βαθιά μου ευγνωμοσύνη για τη στοργή και την αγάπη της. Της εύχομαι να ζήσει τη ζωή της και να ευτυχήσει.
Στο αγαπημένο μου παιδί το ΔΗΜΗΤΡΗ εύχομαι να γίνει ΜΕΓΑΛΟΣ και ΧΡΗΣΙΜΟΣ άνθρωπος για το καλό το δικό του και του ελληνικού λαού.
Σας αφήνω γεια
Νίκος
Φυλακή – Σανατόριο
13 προς 14 Αυγούστου 1954
Υ.Γ. Μη λυπάστε, εγώ τώρα θα ησυχάσω. Σας εύχομαι όλων ευτυχία. Ο θάνατος είναι μια αλλαγή της ύλης. Έτσι είναι.
(υπογραφή)»
_______________
Τα 15 γράμματα- σημειώματα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο ξεκινούν τον Δεκέμβριο του 1953, ένα χρόνο μετά τη σύλληψη, δίκη και καταδίκη του Πλουμπίδη, για να καταλήξουν τον Απρίλιο του 1954. Είναι μικρά, «συμπυκνωμένα», γραμμένα ακανόνιστα, τις ώρες που δεν παρακολουθεί τον κρατούμενο ο φύλακας. Παρόλο που τυπικά απευθύνονται στον Δ. Παπαχρήστου, εκτός από το τελευταίο που δημοσιεύουμε σήμερα εδώ και το οποίο απευθύνεται στην Ιουλία Πλουμπίδη, ουσιαστικός αποδέκτης των γραμμάτων είναι στην πραγματικότητα το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ. Εκεί κατατίθενται οι απόψεις του Πλουμπίδη ώστε εν ευθέτω χρόνω να ληφθούν υπόψη για την επανεξέταση της υπόθεσης. Ως τότε ρητή εντολή του Πλουμπίδη είναι τα γράμματα να μην γίνουν γνωστά σε κανέναν άλλον πλην της οικογένειας.
Η έγνοια του να μη διαβαστούν από όλους συνδέεται με την αίσθηση του ανωτάτου κομματικού στελέχους που γνωρίζει από τη θέση του απόρρητα στοιχεία για το κόμμα. Η αίσθηση αυτή οδηγεί σε μια πολλαπλή λογοκριτική συμπεριφορά συνδεδεμένη με εξωτερικούς και εσωτερικούς παράγοντες. Κατ' αρχάς η απουσία ονομάτων ή τα ψευδώνυμα προφυλάσσουν πρόσωπα και καταστάσεις από τους υπεύθυνους των φυλακών εάν γίνουν αντιληπτά. Σε ένα δεύτερο επίπεδο ο Πλουμπίδης αποφεύγει να πει πράγματα κυρίως για το παρελθόν που ακόμη και στο μέλλον θα μπορούσαν να βλάψουν το κόμμα.
Η κομματικότητα αποτελεί την υπέρτατη αρχή που καθορίζει και την προσωπική του στάση. Ο Πλουμπίδης δεν επιτρέπει στον εαυτό του να εκφράσει τα συναισθήματά του για το γιο του τη μόνη φορά στη ζωή του που τον συναντά, στη δίκη, γιατί θεωρεί ότι η σκηνή μπορεί να γίνει αντικείμενο από όσους θέλουν να βλάψουν την εικόνα ενός ανώτατου κομμουνιστικού στελέχους. Ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές του δεν στέκεται κριτικά απέναντι σε αυτή την ιδιότητα, δεν αισθάνεται ότι μπορεί κάποιος να του την αφαιρέσει, καθώς είναι αποτέλεσμα της ιδεολογίας του, της μακρόχρονης πορείας του αλλά και της πίστης του προς το κόμμα. Σε αυτή τη διαδρομή μπορεί να υπάρχουν σκοτεινές πλευρές, στιγμές που δεν εφάρμοσε με τη μέθοδο που θα έπρεπε τη γραμμή του κόμματος, αλλά αυτό ήταν αποτέλεσμα διαφορετικής εκτίμησης για τον τρόπο της εφαρμογής.
Στο σχήμα αυτό η απουσία ή η δυσκολία επαφής με το Πολιτικό Γραφείο, απουσία απόλυτα εύλογη στο πλαίσιο των συγκεκριμένων ιστορικών συγκυριών, αποτελεί το συνήθη λόγο. Ετσι ο Πλουμπίδης εκτεταμένα αναφέρεται στην υπόθεση της Παλιάς Κεντρικής Επιτροπής, ενώ αναφέρεται ακόμη και στη σχέση του με τον Σιάντο, ο οποίος έχει κατηγορηθεί από τον Ζαχαριάδη ως ο κατ’ εξοχήν πράκτορας των Άγγλων, ή στην αμφισβήτηση του γράμματος του Ζαχαριάδη.
Σε όλες τις διαφοροποιήσεις του ο Πλουμπίδης τονίζει πως είτε πρόκειται για θέματα στρατηγικής ή τα όσα έκανε δεν υπερβαίνουν πάγιους κομματικούς κανόνες. Σε μεγάλο βαθμό αυτή η γραμμή ακολουθείται και για την απάντηση στις κατηγορίες περί χαφιέ από την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ. Μέσω των κειμένων του επιχειρεί να απαντήσει σε μια κατηγορία που δεν γνωρίζει, ανακαλώντας από τη μνήμη του όσα θεωρεί ότι μπορεί να σχετίζονται. Οι κύριες απαντήσεις που επιχειρεί να δώσει με δυο εκτεταμένα σημειώματα αφορούν στις εκλογές του 1950 και 1951 όπου είχε αναλάβει την ευθύνη και όπου η μη εκτέλεση κατά γράμμα της εντολής του Π.Γ θεωρεί ότι επέδρασαν στον χαρακτηρισμό του ως προδότη∙ είχε απόλυτο δίκιο, όπως γνωρίζουμε σήμερα από το κομματικό καταδικαστικό πόρισμα.
Ο Πλουμπίδης επιχειρεί να ερμηνεύσει τα όσα του συμβαίνουν καταφεύγοντας σε οικεία εξηγητικά σχήματα, στους χαφιέδες και στους εγκάθετους πράκτορες της Ασφάλειας. Στη δική του ερμηνεία της υπόθεσης αναγορεύεται σε βασικό στόχο των εχθρών του κόμματος λόγω του ρόλου του στο παράνομο κλιμάκιο της Αθήνας από το 1948 έως το 1951. Ενόσω ήταν ελεύθερος δεν τολμούσαν να τον χτυπήσουν, αλλά έστελναν λανθασμένες πληροφορίες στο ΠΓ, το οποίο είχε ερωτηματικά αλλά δεν τον θεωρούσε χαφιέ. Η σύλληψη του αποθράσυνε τους εχθρούς του, οι οποίοι παρέσυραν το ΠΓ για την αποκήρυξη. Σε αυτό το πλαίσιο οι συνεχιζόμενες επιθέσεις του Ραδιοφωνικού Σταθμού, οφείλονται στη διατήρησή των χαφιέδων στα πόστα τους και στην προσπάθεια ανάδειξης του Πλουμπίδη σε αποδιοπομπαίο τράγο.
Η αναφορά στους χαφιέδες επιτρέπει στον Πλουμπίδη να κρατήσει στο απυρόβλητο την ηγεσία του κόμματος, η οποία εξ ορισμού μπορεί να κάνει λάθη δεν μπορεί, όμως να προδίδει, καθώς αποτελεί, όπως γράφει χαρακτηριστικά, την προσωποποίηση του κόμματος. Το κόμμα είναι η οικογένεια του ανθρώπου, είναι η κοινωνία μέσα στην οποία ζει και λογοδοτεί ο κομμουνιστής. Η πραγματική οικογένεια, οι συγγενικοί δεσμοί υπάρχουν και λειτουργούν πάντοτε υπό την κομματική ιδιότητα. Η στάση αυτή δεν σημαίνει ότι ο Πλουμπίδης δεν κάνει κριτική στα πεπραγμένα της ηγεσίας, και μάλιστα με τον «αέρα» του ανωτάτου κομματικού στελέχους, ο οποίος ξέρει ότι η γνώμη του έχει βάρος.
Σε αυτό το πλαίσιο, το μόνο που μπορεί να ελπίζει είναι το δικαστήριον της αύριον, τη στιγμή όπου το ΠΓ θα έλθει στην Αθήνα και θα συγκεντρώσει στοιχεία. Η ελπίδα του δεν αφορά στον ίδιο μόνο. Γνωρίζει ότι ο θάνατος είναι κοντά και το επισημαίνει συνέχεια. Η αποκατάστασή του αφορά στο κόμμα και στην οικογένεια του για να μην φέρει αυτό το βάρος. Η μοναδική άμυνα του είναι η δημόσια στήριξη του κόμματος, ώστε να αποδείξει ότι δεν είναι χαφιές, η οργάνωση της στάσης του ώστε να μπορέσει την επόμενη μέρα να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσον για την αποκατάστάση του. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά θα κατέληγε αμέσως στο θάνατο, εάν δεν υπήρχαν οι μάχες της δίκης και στη συνέχεια του εκτελεστικού αποσπάσματος. Στο πλαίσιο αυτό η συγγραφή των γραμμάτων αποτελεί ένα ακόμη πρόσθετο όπλο.
Η εικόνα αυτή δεν παραπέμπει σε μια εικόνα «αλύγιστου» αγωνιστή, αντίθετα αναδεικνύουν την ανθρώπινη διάστασή του, τα ερωτήματα, τους προβληματισμούς του. Ο Πλουμπίδης διακατέχεται από μια συνεχή θλίψη κυρίως για την κομματική καταδίκη του και όχι για τον επερχόμενο θάνατό του, τον οποίον κάποτε αντιμετωπίζει ως λύτρωση. Μέσα από τις χαραμάδες του λόγου του εμφανίζεται η προσωπική πικρία και το συναίσθημα της αδικίας από τους συντρόφους του. Στοιχεία τα οποία στη συνέχεια τα εξορίζει λογικά, θεωρώντας ότι συσκοτίζουν τον πολιτικό χαρακτήρα της υπόθεση.
Στην λογική του Πλουμπίδη η πολιτική διάσταση της υπόθεσης είναι η κυρίαρχη. Το παλαίμαχο στέλεχος, το οποίο έχει διανύσει μια μακρότατη και πολύπαθη κομματική ζωή, επιδιώκει ως ύστατη πράξη να συγκροτήσει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα του επέτρεπαν να στοιχειοθετήσει τη δική του υπεράσπιση, ως ανώτατο κομματικό στέλεχος, στη μελλοντική συζήτησή για την αποκατάστασή του. Σε αυτή τη διαδικασία ο Πλουμπίδης κρατά την πίστη του στο Π.Γ και στο κόμμα ως στοιχείο για τη μελλοντική του δικαίωση αλλά και ως το βασικό σημείο μέσα από το οποίο μπορούσε να νοηματοδοτήσει την ύπαρξη του.
Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι στο τελευταίο γράμμα προς την οικογένεια, ακόμη και όταν το Π.Γ. γίνεται «οι κατήγοροι» και δεν υπάρχει η αναφορά στο κόμμα υπάρχει πάντα η πίστη στην ιδεολογία του με μια υπέροχη κατάφαση ΥΓ. Μη λυπάστε, εγώ τώρα θα ησυχάσω. Σας εύχομαι όλων ευτυχία. Ο θάνατος είναι μια αλλαγή της ύλης. Έτσι είναι.
___________________