'Αρνηση χορήγησης πιστοποιητικού
θανάτου της γιαγιάς της σε εγγονή; Για μήνες; Γίνονται τέτοια πράγματα;
―Ε ναί μωρέ, είναι μειονοτικοί, μπορεί Μουσουλμάνοι, της
Ξάνθης.
Κι εκεί τελειώνει η κουβέντα.
Καταλάβαμε.
Θυμήθηκα περιστατικό εδώ στο νησί
όταν το καλοκαίρι η Ολυμπιακή έφερνε έκτακτους από τη Θράκη για τις βαριές
δουλειές του αεροδρομίου. Έκαναν έρανο μια φορά οι εργάτες διότι πιάστηκε ενός
το χέρι στην «κορδέλλα» αποσκευών και σκίστηκε. Κανείς δεν κάλεσε ασθενοφόρο, κανείς δε
μίλησε παραέξω κι ούτε βεβαίως καταγράφτηκε ως εργατικό ατύχημα. «Μουσουλμάνος»
μου είπαν, σαν αυτό να δικαιολογούσε τα πάντα.
Και δυστυχώς τα δικαιολογεί.
Είναι το δικό μας Απαρτχάιντ, η δική
μας συνωμοσία σιωπής. Η μακροχρόνια πολιτική του κράτους μας που επέλεξε να
αφήνει να μαραζώνουν ο τόπος και οι άνθρωποι που τους ζητάμε να
αυτοπροσδιορίζονται ως Έλληνες ενώ ταυτόχρονα τους καταπιέζουμε τονίζοντας τη
διαφορά όχι σαν πηγή πλούτου για όλους μας αλλά σαν αιτία διακρίσεων.
Πολύ συζητιέται πάλι η Μακεδονία. Στο
μικρό μας κράτος δεν είναι λίγοι όσοι βλέπουν εχθρούς από Βορά και Ανατολή. Βλέπω μεγάλη προθυμία να εκφραστούν απόψεις, βλέπω πολλούς φανατικούς να πείσουν ή να κατακεραυνώσουν όποιον διαφωνεί. Όμως η πικρή αλήθεια είναι ότι ελάχιστοι γνωρίζουν αφού, στην παιδεία και την κουλτούρα μας, ενώ δίνεται έμφαση στην αρχαιότητα, οι περισσότεροι ελάχιστα ξέρουμε για την Ιστορία των Βαλκανίων, τα βόρειά μας
σύνορα, Μακεδονία, Θράκη, Έλληνες Μουσουλμάνους και Πομάκους.
Αν θέλουμε να έχουμε γνώμη λοιπόν ας
αρχίσουμε να μαθαίνουμε κι αν θέλουμε να καμαρώνουμε για τη Δημοκρατία μας και
το «δυτικό» κράτος δικαίου μας οφείλουμε να δείχνουμε ευαισθησία για την αδικία και να μη δείχνουμε ανοχή στην ανισότητα.
Φέρνω το περιστατικό του
πιστοποιητικού με τα των μυστικών εγκυκλίων.
Φέρνω κι ένα εξαιρετικό άρθρο
αυτοβιογραφικό του συγγραφέα Πέτρου Γ. Βότση, παλιότερο μα πάντα επίκαιρο, στο
οποίο μιλά για τη μητρική του γλώσσα εκεί στο Σκοπό της Φλώρινας.
Του Πέτρου Γ. Βότση επίσης, είναι το 'Μακεντόντσετο. Οδοιπορικό Μιας Πικρίας',
εξαιρετική συλλογή διηγημάτων με αναμνήσεις στη γλώσσα των παιδικών του χρόνων
και με τοπική προφορά― ναι, προφορά και δίνω δείγμα: «Είναι ο Κόλτσες, μου λέει η μάμο». Συστήνω.
Ιμπράμ Ονσούνογλου
Όπως καταγγέλει δικηγόρος της Ξάνθης,
ο κ. Σαμπρή Χατζηιμπράμ, για την από 2μήνου επίμονη άρνηση χορήγησης
πιστοποιητικού θανάτου της γιαγιάς της σε εγγονή και, παρακαλώ, παρά την έκδοση
ακόμα και σχετικής εισαγγελικής εντολής, τόσο η υπάλληλος όσο και ο ίδιος ο
δήμαρχος του Τοπείρου Ξάνθης επικαλούνται κάποια εγκύκλιο την οποία όμως
αρνούνται επίσης να παρουσιάσουν. Μια εγκύκλιος για την οποία ισχυρίζονται
εμμέσως πλην σαφώς ότι είναι ισχυρότερη του Συντάγματος και των νόμων, αλλά και
των δικαστικών αποφάσεων.
Μυστήριο, ε, σε κράτος δικαίου; Δεν
είναι δυνατόν!... Σπεύδω να σας λύσω τις απορίες.
-Πρόκειται μωρέ για μειονοτικούς
πολίτες, για μουσουλμάνους, τουρκογενείς, μπορεί και για πομάκους, κατάλαβες;
-Άαα, τώρα κατάλαβα. Είπα κι εγώ!
-Δηλαδή όσον αφορά τους μειονοτικούς
όλα είναι δυνατά, όλα τα απίθανα γραφειοκρατικά εμπόδια είναι πιθανά.
-Μα δεν είχαμε τελειώσει μ' όλα αυτά;
Τι είναι τούτο πάλι;
Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ
γνωρίζουμε ότι η άσκηση μειονοτικής πολιτικής επί δεκάδες χρόνια γινόταν δια
μέσου μυστικών εγκυκλίων που δεν δημοσιεύονταν ποτέ στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, ούτε πουθενά αλλού, και με εποπτεύουσα αρχή τα κατά τόπους Γραφεία
Πολιτικών ή Πολιτιστικών Υποθέσεων σε 3 νομούς της Θράκης, τα οποία υπάγονται στο ΥπΕξ.
Αυτές οι εγκύκλιοι ήταν υπεράνω του
Συντάγματος και των νόμων, αλλά και των δικαστικών αποφάσεων. Λέγω δε ότι ήταν
υπεράνω του Συντάγματος και των νόμων, καθώς είχαν εφευρεθεί ακριβώς για να
τους παραβιάσουν, δηλαδή ήταν συνειδητά αντισυνταγματικοί, χωρίς τη δυνατότητα
να τις προσβάλεις, αφού τυπικά ήταν ανύπαρκτες. Έτσι για τη Μειονότητα και τους
μειονοτικούς είχε κατασκευαστεί ένα ιδιαίτερο νομικό-δικαιικό καθεστώς φάντασμα
που ουσιαστικά όριζε τον περιορισμό ή την κατάργηση των δικαιωμάτων και των
ελευθεριών των οικονομικών, κοινωνικών, εκπαιδευτικών, πολιτικών, των πάντων,
και καθιέρωνε διάφορα διοικητικά μέτρα σε βάρος μιας μερίδας του πληθυσμού.
Κάθε δραστηριότητα στη ζωή του μειονοτικού, ειδικά εκείνες οι δραστηριότητες
στη ζωή ενός πολίτη που εξαρτώνται από την έγκριση των αρχών ή όπου οι αρχές
απλώς παρεμβαίνουν καθ' οιονδήποτε τρόπο υπόκειντο σε απίθανους περιορισμούς
και απαγορεύσεις. Επρόκειτο για ελληνικού τύπου απαρτχάιντ, άλλα καλυμμένο και
ανομολόγητο.
Την ύπαρξη και το περιεχόμενο μιας
συγκεκριμένης μυστικής εγκυκλίου γνώριζε μόνον η καθ' ύλην αρμόδια υπηρεσία
μαζί βέβαια με το τοπικό γραφείο Πολιτικών Υποθέσεων. Γνώριζαν λ.χ. μόνο οι
δήμοι όταν η μυστική εγκύκλιος αφορούσε τη λειτουργία της δημοτικής αρχής ως
προς τους μειονοτικούς και το σχετικό γραπτό κείμενο φυλασσόταν σε ειδικό
χρηματοκιβώτιο στο οποίο πρόσβαση είχε μόνο ο προϊστάμενος. Η χορήγηση
αντιγράφου της εγκυκλίου ή ακόμα και η απλή επίδειξη στον ενδιαφερόμενο
απαγορευόταν αυστηρά.
Μπορούμε να υποθέσουμε το περιεχόμενο
μιας μυστικής εγκυκλίου του Υπουργείου Εσωτερικών προς τους δήμους και τα
ληξιαρχεία: “Απαγορεύεται αυστηρώς η χορήγησις πιστοποητικών και ληξιαρχικών
πράξεων σε μουσουλμάνους, εάν αυτά ζητούνται προς τον σκοπόν της τακτοποίησεως
κληρονομικών υποθέσεων. Εξαιρούνται όσοι μουσουλμάνοι τυγχάνουν συνεργάτες της
Εθνικής Ασφαλείας, ιδιότητα την οποίαν πρέπει να αποδείξουν δια προσκομίσεως
σχετικής βεβαιώσεως.” Πολύ φοβάμαι πως ο δικηγόρος Σαμπρή θα έχει πέσει ακριβώς
πάνω στην εγκύκλιο που αναφέραμε.
Το 1991 διακηρύχθηκε η
ισονομία-ισοπολιτεία για τους μειονοτικούς πολίτες και η άρση των διοικητικών
μέτρων που εφαρμοζόντουσαν σε βάρος τους. Και οι μυστικές εγκύκλιοι που αποτελούσαν
τον κύριο κορμό “του ελληνικού μειονοτικού δικαίου” καταργήθηκαν βαθμιαία ένα
ένα και σιγά σιγά σε βάθος 10ετίας. Χωρίς όμως να καταργηθούν τα γραφεία του
ΥπΕξ που διατηρούνται πλήρως στελεχωμένα και ετοιμοπόλεμα. Προς τί;
Ορίζουμε αυθαίρετα ότι το καθεστώς
αυτό του απαρτχάιντ έληξε το καλοκαίρι του 1998 όταν καταργήθηκε και το
αντισυνταγματικό άρθρο 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγενείας, μνημείο
αντιμειονοτικού ρατσισμού, που διατηρείτο σε ισχύ με ειδική συνταγματική
διάταξη (άρθρο 111). Και έκτοτε μπήκαμε και κολυμπάμε στα βαθέα ύδατα της
ισονομίας και ισοπολιτείας όπου τυχαίνει καμιά φορά και κανένα ατύχημα και
πνιγόμαστε, όπως στην παραπάνω περίπτωση.
Κανείς δεν θέλει να φανταστεί ότι
αναβιώνει το παλιό καθεστώς των διακρίσεων και ότι έχουμε να κάνουμε με μια νέα
“νομοθετική πράξη” της παρούσης κυβέρνησης. Μάλλον πρόκειται για μια παλιά
μυστική εγκύκλιο που ξεχάσθηκε να καταργηθεί κι έτσι διατηρήθηκε σε ισχύ μέχρι
σήμερα. Δεν αποκλείεται και η περίπτωση κατά την οποία η εγκύκλιος να είναι
καταργημένη, αλλά ο Δήμος Τοπείρου να μην πήρε είδηση. Το χειρότερο θα ήταν αν
ο Δήμος πίστευε ότι έχει την αυτονομία να καθορίζει ο ίδιος τη μειονοτική
πολιτική που θα εφαρμόζει στην επικράτειά του και να μην υπακούει στις εντολές
της κυβέρνησης Αθηνών.
Το όλο θέμα πιστεύω πως θα
δευκρινισθεί και θα διευθετηθεί σύντομα με κοινοβουλευτικό έλεγχο των βουλευτών
της Θράκης σε ερώτηση προς τον Υπουργό των Εσωτερικών.
Υπάρχει ένα άλλο γενικότερο θέμα. Η
Νομική Σχολή του ΔΠΘ δεν μπορεί να αναθέσει εργασίες ή διατριβές σε επιστήμονες
και φοιτητές που θα διερευνήσουν τις μυστικές εγκυκλίους, αυτά τα μέσα άσκησης
μειονοτικής πολιτικής, και το ελληνικό μειονοτικό δικαιικό σύστημα που ίσχυσε
επί μια 30ετία και πλέον; Πόσον
καιρό θα μείνει ακόμα θαμμένος στα άδυτα των υπουργείων και νομαρχιών αυτός ο
ανεκτίμητος νομικός θησαυρός;
11/2/2018
______________________________________________________
Πέτρος Γ.Βότσης
Οι πρώτες μου μνήμες με φέρνουν στο
χωριό μου, τη Σέτινα (μετονομάστηκε σε Σκοπό), ένα ορεινό χωριό της Φλώρινας
στα ριζά του Καϊμακτσαλάν, όπου όλοι μας συνεννοούμασταν σε μία γλώσσα, τη “ική
μας” όπως τη λέγαμε μεταξύ μας, ενώ για τους άλλους ήταν τα μακεδονικά. Μέχρι
τον Εμφύλιο νόμιζα πως δεν υπάρχει άλλη γλώσσα, κι όταν πρωτάκουσα τα ελληνικά,
φαντάστηκα πως δεν ήταν γλώσσα, αλλά ένα παιχνίδι των μεγάλων γλωσσικό, αν
ήθελαν να μιλήσουν, χωρίς να λένε τίποτε.
Με τις εκκαθαρίσεις του Παπάγου και
τις μετακινήσεις μας προς τα αστικά κέντρα ή σε μέρη ελεγχόμενα από τον Εθνικό
Στρατό, κατάλαβα πως και τα ελληνικά ήταν μια γλώσσα σαν τη δική μας και πως
έπρεπε να τη μάθω για να καταλαβαίνω αυτά που μου 'λεγε η δασκάλα μου.
Δεν θα ξεχάσω βέβαια πως την πρώτη μέρα
στο σχολείο (Νηπιαγωγείο Μελίτης Φλώρινας) όπου είχαμε μετακινηθεί έμαθα τα
πρώτα και μοναδικά εκείνη τη στιγμή ελληνικά μου: “εμένα με λένε Πέτρο”. Σαν
βγήκαμε στην αυλή του σχολείου, αρχίσαμε να μιλάμε τα “δικά μας”. Τότε μας
πλησίασε ένας βλοσυρός δάσκαλος κι άρχισε να μας μιλάει ελληνικά, σε τόνο
αυστηρό και, κάνοντας αρχή από τους άλλους, ζητούσε να ανοίξουμε την παλάμη μας
για να μας χτυπήσει δυνατά με μια χοντρή βέργα. Όταν ήρθε η σειρά μου του είπα
τα μοναδικά ελληνικά που ήξερα, “εμένα με λένε Πέτρο”, αλλά η γνώση αυτή δεν μ'
έσωσε. Τότε κατάλαβα πως ήταν κακό να μιλάω τα “δικά μας”, γιατί στο σπίτι μου
'λεγαν πως ο δάσκαλος δέρνει όταν δεν ξέρεις το μάθημά σου ή όταν κάνεις κάτι
κακό. Έλα όμως που δεν ήξερα τα ελληνικά! Μέχρι να τα μάθω πέρασα ένα στάδιο
αλαλίας, γιατί και φοβόμουν μη φάω ξύλο και πίστευα ότι ο τρόπος που θα μιλούσα
θα 'φερνε το γέλιο.
Αυτή ήταν η πρώτη μου διαφορετικότητα
που ένιωσα. Δεν ήμουν λοιπόν σαν τον δάσκαλο, τον χωροφύλακα και μερικούς
άλλους. Είχα μόνιμα όμως στο μυαλό μου την απορία: γιατί αυτοί που ήταν τόσο
λίγοι να μη μάθουν τα “δικά μας” κι έπρεπε εμείς να μάθουμε ελληνικά; Οι δικοί
μου έλεγαν πως “έτσι πρέπει”.
Τι ήμουν όμως, αφού δεν ήμουν σαν
τους άλλους; Πάντα όταν έβλεπα κάποιον να με πλησιάζει, μικρός ή μεγάλος, έκανα
αμέσως τη σκέψη αν ήταν δικός μας ή από τους άλλους.
Η κάθοδός μας στη Σαλονίκη επιτάχυνε
τη μάθηση της ελληνικής γλώσσας κι εμπλούτισε τις γνώσεις μου γύρω από τις
γλώσσες, αφού ανακάλυψα τα γαλλικά, μια και ο πατέρας μου δούλευε στο Καλαμαρί
(Γαλλικό Σχολείο). Άρχισα τότε να ρωτώ αν υπάρχουν κι άλλες γλώσσες και ο
πατέρας μου είπε πως υπήρχαν χιλιάδες. Θα έπρεπε άραγε να τις μάθω όλες;
Ακολούθησε η άνοδός μου πάλι στο
χωριό, όπου και ανακάλυψα πως υπήρχαν τα αρβανίτικα και τα βλάχικα. Τελείωσα το
Δημοτικό Σχολείο στο χωριό, πάντα κάτω από την απειλή του δασκάλου μου να μη
μιλάω αυτά τα ακαταλαβίστικα, γιατί με μπλέκουν, δεν θα μάθω ποτέ ελληνικά και
πώς θα σπουδάσω! Αν παραβίαζα τις εντολές του, με χειροτονούσε με τη βέργα.
Όταν πήγα στο Γυμνάσιο είδα πως όλοι μας μιλούσαμε ελληνικά, αλλά πάντα είχα
την αγωνία της “ανίχνευσης” των άλλων. “Να 'ναι δικός μας ή από τους άλλους;”.
Οι άλλοι στη Φλώρινα ανακάλυψα ότι αποκαλούνταν Έλληνες, Βλάχοι, Αρβανίτες,
Πόντιοι και Τσιγγάνοι.
Όταν κάποια μέρα πρωτοβρέθηκα στο
παζάρι της Φλώρινας, άκουσα να λαλούνται όλες οι γλώσσες, πότε “καθαρές” και
πότε ανακατεμένες. “Ε”, σκέφτηκα, “αυτοί είναι μεγάλοι και δεν μπορεί να τους
δείρει ο δάσκαλος”. Η αλήθεια είναι ότι οι καθηγητές μας δεν είχαν το πρόβλημα των
δασκάλων, αφού όλοι μας ξέραμε ελληνικά και σπάνια υπήρχε η ανάγκη να
χρησιμοποιήσουμε κάποια δική μας λέξη, μια και το λεξιλόγιό μας είχε
εμπλουτιστεί.
Θυμάμαι έναν συμμαθητή μου, “δικό
μας”, που ήρθε σ' ένα διάλειμμα και με ρώτησε γεμάτος περιέργεια: “πώς άραγε να
λέγονται στα δικά μας το τρίγωνο και ο κύκλος;”. Δεν μπόρεσα, δυστυχώς, να τον
διαφωτίσω. Είχαμε συνειδητοποιήσει πια, θέλαμε δεν θέλαμε, ότι εμείς ήμασταν οι
“Νεσνάμηδες” (από το ne znam = δεν ξέρω), υπήρχαν οι Έλληνες, οι “Αβούτηδες” (από
το αβούτον = αυτό), οι Αρβανίτες και οι Βλάχοι. Είχαμε και τους Τσιγγάνους στην
άκρη της πόλης (Τσιφλίκι), αλλά αυτοί δεν έρχονταν στο Γυμνάσιο και οι γονείς
τους ήταν “πολύγλωσσοι” και ανταποκρίνονταν θαρραλέα σ' όλες τις γλώσσες.
Στους γάμους, τα πανηγύρια και τις
έντονες συγκινήσεις (χαρά, λύπη κ.ά.) η γλώσσα που μας έβγαινε ήταν η δική μας.
Θυμάμαι πως και ο πιο φανατικός Έλληνας (γραικομάνο τον λέγαμε εμείς), σαν
πέθανε η γυναίκα του τη μοιρολόγησε στη δική μας γλώσσα. Τα τραγούδια που
συνόδευαν τα τραπέζια μας και τις χαρές μας ήταν ελληνικά καταρχήν, μα σαν
προχωρούσε το γλέντι και το οινόπνευμα εξαφάνιζε τις αναστολές, τους
ενδοιασμούς και τους φόβους, τότε ακούγονταν τα δικά μας τραγούδια κι έβλεπες
με τι έκφραση και πάθος αποδίδονταν τα μελαγχολικά μας τραγούδια, με συμμετοχή
όλων. Αν όμως στο τραπέζι παραβρισκόταν χωροφύλακας, τότε σίγουρα δεν ακουγόταν
κανένα δικό μας τραγούδι. Οι χοροί μας, μια κι ακουγόταν μόνο μουσική,
χορεύονταν και μάλιστα ο καθαρά τοπικός χορός μας, η πουστσένα (λυτός), με μια
έκσταση που φαινόταν τόσο στην κίνηση του σώματος όσο και στα βλέμματα και την
έκφραση των προσώπων, χώρια που ξεσηκώνονταν όλοι.
Μας έμαθαν πως αυτά που μιλούσαμε δεν
ήταν γλώσσα, αλλά ένα νόθο ιδίωμα κι αυτό όχι με επιχειρηματολογία, αλλά έτσι
δογματικά. Μας χλεύαζαν όταν κάποιοι από εμάς μιλούσαν φανερά τα δικά μας και
ήθελαν να μας πείσουν πως οι μελωδίες που χορεύαμε δεν έχουν λόγια.
Ακόμη και σήμερα, όταν μιλάμε τη
γλώσσα μας σε καφενεία, υπαίθριους χώρους και αλλού, όταν πλησιάσει κάποιος
άγνωστος, αλλάζουμε λαλιά κι όχι από ευγένεια αλλά από φόβο. Έχει μεταβιβαστεί
επίκτητα ο φόβος κι αυτό εξηγείται με τη συμπεριφορά της πολιτείας στο
παρελθόν.
Το διαφορετικό δεν είναι κακό, κι
αυτό το δέχονται όλοι, όμως το να προσπαθούν να σε πείσουν ότι ειδικά από τη
δική σου διαφορετικότητα κινδυνεύει η πολιτεία, να σε υποχρεώνουν να μιλάς μια
γλώσσα που δεν ξέρεις και να γελοιοποιείσαι, να σ' αναγκάζουν να φτύνεις το
γάλα της μάνας σου, αυτό σίγουρα προκαλεί πικρία, κατάθλιψη και αναπαράγει τη
μελαγχολία μας...
Στο Πανεπιστήμιο (Αθήνα) η εξομοίωση
ήταν πλήρης. Κανένας δεν με ρώτησε από ποιους ήμουν και σε εμένα σχεδόν
εξαλείφτηκε εκείνη η αγωνία και η περιέργεια της ανίχνευσης των άλλων, αν είναι
δικοί μας ή από τους άλλους. Πέρασαν χρόνια, βρίσκομαι στην 7η δεκαετία της
ζωής μου, ποτέ δεν έπαψα να νιώθω αυτό που είμαι και ποτέ δεν μπόρεσα να
συγκρατήσω τους λυγμούς και την οργή μου σαν θυμάμαι:
- Το χωροφύλακα να συνοδεύει τον
πατέρα μου για την υποδοχή της βασίλισσας Φρειδερίκης.
- Τις απανωτές μηνύσεις για την
κοπριά στις αυλές μας.
- Τη μη χορήγηση άδειας για
καλλιέργεια καπνού.
- Τις παρατηρήσεις για την ποιότητα
της σημαίας που αναρτούσαμε στις εθνικές επετείους.
- Τις εξορίσεις και τις φυλακίσεις
των δικών μας με την κατηγορία "δωσιλόγων" και με μόνη κολάσιμη πράξη
τη χρήση της ντοπιολαλιάς.
- Την αποπομπή και μη εξυπηρέτηση των
δικών μας από τις δημόσιες υπηρεσίες, με τη δικαιολογία ότι μιλούσαν
"βουλγάρικα" και δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν.
- Την απαγόρευση της γλώσσας μας επί
Μεταξά με χρηματικό πρόστιμο σε όποιον τη μιλούσε.
- Την αλλαγή των ονομάτων και των
επιθέτων μας.
- Την αλλαγή τοπωνυμίων και ονομάτων των
χωριών μας.
- Την απαγόρευση του φυσικού
δικαιώματος των συγχωριανών μου να πεθάνουν στον τόπο τους, αφού “απώλεσαν” την
ιθαγένεια.
- Την προσφυγή στα ευρωπαϊκά
δικαστήρια, για να επιτραπεί η ίδρυση του συλλόγου "Μακεδονικό
Σπίτι".
- Την ερήμωση των χωριών μας (βλέπε
Πρέσπα, Πρώτη, Ακρίτας κ.ά.) από τη μετανάστευση, ως μόνη λύση για επιβίωση, με
αποτέλεσμα τη δημιουργία ισχυρών κοινοτήτων σήμερα στον Καναδά, την Αυστραλία
και αλλού και, τέλος,
- Να σε τιμωρούν άμεσα και έμμεσα και
να σε κατηγορούν ως διαφορετικό, αλλά να μη σου αναγνωρίζουν τη διαφορετικότητά
σου.
(3/7/1975)
___________________
* Ο Πέτρος Γ. Βότσης γεννήθηκε στο
Σκοπό-Σέτινα της Φλώρινας-Λέριν το 1943. Το 1948 το χωριό του εκκενώθηκε από
τον εθνικό στρατό και αναγκαστικά παρέμεινε σε παρακείμενο χωριό, το
Οβτσσάρανι-Μελίτη, όπου και είχε την πρώτη επαφή με την ελληνική γλώσσα και την
εκπαίδευση στο νηπιοτροφείο. Από το Οβτσσάρανι βρέθηκε στο Σόλουν – Θεσσαλονίκη
για δύο χρόνια. Το 1950 επέστρεψε με τους γονείς του στο διπλανό χωριό από το
δικό του, το Κρουσσόραντι-Αχλάδα κι έμεινε για δύο χρόνια, όπου και τελείωσε
την Α΄ και Β΄ τάξη του Δημοτικού σχολείου. Τη Γ΄ τάξη, από την αρχή του
σχολικού έτους μέχρι το Φεβρουάριο την παρακολούθησε στο Κρουσσόραντι, όπου
μόνος του και πεζός πήγαινε κάθε πρωί για να επιστρέψει το βράδυ, αφού εν τω
μεταξύ είχαν εγκατασταθεί στο χωριό τους το φθινόπωρο του 1952. Το Φεβρουάριο
του 1953 λειτούργησε το σχολείο του χωριού του, όπου και τελείωσε το Δημοτικό.
Από το 1956 φοίτησε στο Γυμνάσιο Αρρένων Φλώρινας. Τα καλοκαίρια και τις
γιορτές (διακοπές) δούλευε στα χωράφια και έβοσκε τα ζώα. Αποφοίτησε από το
Φυσιογνωστικό τμήμα της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας.
Από το 1970 μέχρι το 2008 εργάστηκε στην Ιδιωτική Εκπαίδευση στην Αθήνα. Έχει
συγγράψει σχολικά, φροντιστηριακά βιβλία, δεκάδες άρθρα σε περιοδικά και
εφημερίδες, ενώ από το 1990 δοκιμάζεται στην πεζογραφία και ιδιαίτερα στη
διηγηματογραφία.