Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017

Toυ Μποστ το Αιγαίον: ΑΦΤΟ ΤΟ ΑΓΝΟΣΤΟΝ με Σύρο-Τήνο-Μύκονο



Λίγα είναι τα αστεία που μας διασκέδαζαν μικρούς και δεν παύουν να μας κάνουν νε γελάμε όσο κι αν περνούν τα χρόνια και του Μποστ είναι, για μένα, απ' αυτά.
Γύρω στα 10 ήμουν όταν άνοιγα τα μεγάλου μεγέθους  βιβλία του με τα σκίτσα τόσο αλλιώτικα από τα αγαπημένα μου του Ντίσνεϋ αλλά και τόσο οικεία μαζί. Οικεία ήταν κι η γλώσσα, η χουντική καθαρεύουσα δασκάλων και προυχόντων με τα μαργαριτάρια της κι η σάτιρά του με την παραδοξολογία που παιδιόθεν με έλκει..
Ακόμα με διασκεδάζει, ακόμα απολαμβάνω και σε μεγάλο βαθμό ίσως να έχω επηρεαστεί και πάντα γοητεύομαι από περιστατικά σαν εκείνο με τα ψάρια στο τηγάνι που του ζητά η γυναίκα να τα προσέξει κι εκείνος πράγματι τα παρατηρεί να αλλάζουν χρώματα ώσπου καίγονται.

Τον θυμήθηκα προχθές με ένα φίλο που έχει ένα βάζο από εκείνα που ο Μποστ έφτιαχνε και πουλούσε στο μαγαζί του στο Κολωνάκι κι ήταν, εκείνα τα χρόνια σε κάποιους κύκλους, κλασική επιλογή δώρου, συχνά με δυό λόγια προσωπικά και το όνομα του δωρολήπτη.

Απολαυστική δεν έπαψε να είναι για μένα η περιήγησή του στο Αιγαίο ―'αφτό το άγνοστο' όπως γράφουν εφημερίδες και περιοδικά παρουσιάζοντας τάχα μια βαθύτερη ματιά―με παρατηρήσεις του από τη δημοφιλή γραμμή Σύρος-Τήνος-Μύκονος σα να πήγαινε σε άγνωστους ανεξερεύνητους τόπους όπου όλα τα βλέπει παράξενα όπως όταν σημαδεύει στο χάρτη πού ακριβώς εντόπισε 'γερμανίδα τουρίστια ήμερη' αλλά και πού ακριβώς την έχασε, αφήνοντας σ΄εμάς να τον φανταστούμε να την παρακολουθεί- για επιστημονικούς λόγους βεβαίως. Ο ταξιδιώτης βλέπει αυτά που θέλει να δει κι ο Μποστ παρουσιάζοντας έναν εξερευνητή του πασίγνωστου, για τον εαυτό του τόσο σίγουρο (όχι 'Συρ'- 'Ατέν') που δε βλέπει παρά ό,τι περιμένει να δει, μας απεικονίζει όλους μας.

Χαρείτε τα, σας τα φέρνω απο το 'Περί Γραφής' της παλιάς αγαπημένης ιστοσελίδας (από τις πρώτες που φιλοξένησαν κι εμένα).





     Σύρος

                                          
     Αφού ματαίως επερίμενα τρεις μήνες να με προσκαλέσει καμμιά αεροπορική εταιρεία στο εξωτερικό, αναγκάστηκα να τηλεφωνήσω σ' ένα γνωστό μου ναυτικό πράκτορα, μήπως υπάρχει ελπίδα να πάω στο εσωτερικό, έστω κατάστρωμα, αλλά υπό τον όρον να έχει και φαΐ. Ο φίλος μου, -Πέτρος ελέγετο- άνθρωπος δραστήριος, τα κατάφερε κι ένα μεσημέρι που γύρισα σπίτι με μαύρη καρδιά από τα λάβαρα του αντικαρκινικου αγώνος, μου έφερε την χαρμόσυνον αγγελία:
 -"Έντάξει", μου είπε. "Σάββατο απόγευμα μέχρι Δευτέρα πρωί θα κάνεις κρουαζιέρα τρελλή. Σύρος, Τήνος, Μύκονος. Έχεις ξαναπάει";
 -"Όχι".
 -"Όρίστε θαυμάσια ευκαιρία να πας. Είσαι εύχαριστημένος";
     Δεν απάντησα αμέσως. Σήμερα η τεταμένη κατάστασις επιβάλλει σύνεσιν κι όχι ενθουσιασμούς.
 -"Δεν μπορώ να σου πω τώρα αμέσως, Πέτρο μου. Πρέπει να το σκεφθώ και να σταθμίσω τα πράγματα. Κάνει να σου απαντήσω αύριο";
 -"Πως δέν κάνει", είπε ο Πέτρος. Κι έφυγε.
     Ήταν θλιμμένη Παρασκευή όταν μου το πρότεινε. Περίμενα μέχρι τις δώδεκα το μεσημέρι του Σαββάτου μήπως έχουμε νεώτερα από καμμιά άλλη εταιρεία, πέρασα βιαστικός δυο-τρεις φορές έξω απ' την AIR FRANCE, ανέβηκα ΛΟΥΦΤ ΧΑΝΣΑ χωρίς αποτέλεσμα, έφτασα μέχρι ΑΙΘΙΟΠΙΑΝ ΑΙΡΛΑΙΝΣ και ΤΟΥΡΚ ΧΑΒΑ ΓΙΟΛΑΡΗ κι έκανα πως κοιτάζω τις βιτρίνες και στις δωδεκάμιση, όταν είδα κι απόειδα πως θα κάτσω Σαββατοκύριακο στην Αθήνα, πήρα τον Πέτρο στο τηλέφωνο:
 -"Άκουσε Πέτρο, ετακτοποίησα τας έργασίας μου. Τώρα είμαι ελεύθερος και μάλλον θα έλθω. Τί ώρα φεύγει το πλοίον, είπες";
 -"Στις δύο ακριβώς. Μιάμιση να είσαι στο Ρολόι, θα σε περιμένω".
     Στο Ρολόι ήμουν μία παρά τέταρτο, ντυμένος πολύ σπορ. Επήρα και ολίγους σπόρ, πτύων τας φλούδ και χαζεύων τα βαπόρ. Ωραία βεβαίως είναι τα άεροπλάνα, σκέφθηκα, αλλά τί τα θέλετε... Μόνο με το βαπόρι αισθάνεσαι ασφάλεια. Και να βουλιάξει, που λέει ό λόγος, με λίγο κολύμπι γλυτώνεις. Πιάνεσαι από κάπου, βγαίνεις σε καμμιά ακτή.
     Καμμιά φορά σώζονται μόνο δύο, εσύ κι αύτή, -ωραιοτάτη ξανθή με υπέροχο σώμα- και γλυτώνετε σ' ένα έρημο νησί με χουρμαδιές, κοκκοφοίνικες, πλούσια βλάστηση κι εξωτικά πουλιά κι ενώ το υπέροχο φεγγάρι θ' ανεβαίνει στον ουρανό, αυτή θα σου τραγουδάει νοσταλγικά τραγούδια της πατρίδας της και θα σε νανουρίζει χαϊδεύοντάς σου τα μαλλιά. Ο μόνος φόβος σ' αυτές τις περιπτώσεις είναι μην εμφανισθούν τίποτις άγριοι καννίβαλοι με δηλητηριώδη βέλη.
     Μ' αυτό θέλω να πω πως και τα θαλάσσια ταξίδια δεν είναι κι αυτά ασφαλή εκατό τοις εκατό, αλλά νομίζω πως κατά κάποιο τρόπο είναι ασφαλέστερα από το αεροπλάνο. Έπειτα, μήπως όλα τα νησιά έχουν καννίβαλους; Μπορεί να σου τύχει και νησί τελείως ακατοίκητο. Αύτά είναι ζητήματα καθαρώς τύχης. Αλλά και να εμφανισθούν, ξέρω να υπερασπίσω και τον έαυτό μου και εκείνην. Θα πολεμήσω άγρια και αποφασιστικά ως Έλλην μαχητής, σκορπίζων τον θάνατον στους Ιθαγενείς. Ξέρω πως ο αγών θα είναι άνισος και ίσως συλληφθώ και αιχμάλωτος και θα καίει ο ήλιος όταν θα με μεταφέρουν oι άγριοι με αλαλαγμούς στην καλύβα του αρχηγού. Ξέρω από τώρα μάλιστα τι θα με ρωτήσει:
 -"Πότε ήρθες εδώ";
 -"Δεν θα δώσω λογαριασμό σε κανέναν", θα απαντήσω.
 -"Και γιατί κάθεσαι στον ήλιο";
 -"Ετσι θέλω..."
 -"Θέλεις καμμιά λεμονάδα;" μου 'πε ο Πέτρος. "Σε βλέπω άσχημα".
     Οι μαύροι εξαφανίσθηκαν ως δια μαγείας. Ο λευκός Πέτρος ευρίσκετο μπροστά μου.
 -"Δεν έχω τίποτα. Πάμε. Άργησες, μωρέ Πέτρο..."
     Μπρος ο Πέτρος, πίσω εγώ ο μαύρος, μπήκαμε στον 'Καραϊσκάκη'.
 -"Έλα", μου είπε, "να πάρουμε κάτι στο μπαρ να συνέλθεις. Τί θα πάρεις";
 -"Τί έχει";
 -"Απ' όλα υπάρχουν στον Καραϊσκάκη".
 -"Ε, τότε ας πάρουμε ένα Καραουϊσκάκη, αλλά χωρίς σόδα".
     Κατέβαζα σε μικρές γουλιές τον ένδοξο όπλαρχηγό, κοιτάζοντας γύρω μου.
 -"Ποιός είναι αυτός, Πέτρο;" ρώτησα, δείχνοντας μιά φωτογραφία μεγάλη.
 -"Ό ιδιοκτήτης του πλοίου. Νομικός".
 -"Χαίρομαι που κερδίζουν οι δικηγόροι. Άλλες εποχές, τέτοια πλοΐα ανήκαν εις τους εφοπλιστάς. Ειλικρινά χαίρομαι".
 -"Μα... είναι ο Νομικός της εταιρείας...
 -"Κατάλαβα. Για βλάκα μ' έχεις; Μάλιστα. Ο νομικός σύμβουλος της εταιρείας. Κι απ' ό,τι βλέπω θα πληρώνεται καλά. Αλλιώτικα δε θα αγόραζε τόσο μεγάλο καράβι. Δε θα μου φανεί, λοιπόν, καθόλου παράξενο αν αύριο μου πουν ότι το τάδε πλοίο ανήκει σε ζωγράφο. Βρε Πέτρο, δε ρωτάς με τρόπο την εταιρεία αυτή αν χρειάζονται καλλιτέχνες";
 -"Θα ρωτήσω", είπε ο Πέτρος και πλήρωσε τα ποτά. "Έλα να σε πάω τώρα στην καμπίνα σου..."
     Ακολούθησα πειθήνιος κι έβαλα τα πράγματά μου εκεί που μου 'πε.
 -"Τακτοποιήσου", τον άκουσα να λέει, "κι έλα μετά στη γέφυρα".
     Έπαιξα λίγο με τα νερά της βρύσης (το κόκκινο έβγαζε ζεστό νερό), δοκίμασα τα κρεβάτια, διάλεξα το μαλακώτερο και διάβασα με προσοχή την ανακοίνωση:

                                 ΕΙΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΝ ΣΗΜΑΤΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
                               ΑΠΑΝΤΕΣ ΟΙ ΕΠΙΒΑΤΑΙ ΝΑ ΜΑΖΕΥΘΟΥΝ
                      ΜΕ ΤΑ ΣΩΣΙΒΙΑ ΤΩΝ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑ ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΝΑ.

     Το εσημείωσα.
     Βγαίνοντας, ρώτησα ένα καμαρότο ποιό είναι το κατάστρωμα ένα. Ο άνθρωπος μου το έδειξε ευγενέστατα. Υπολόγισα νοερά. Είμαστε τόσοι, ο χώρος είναι τόσος, άρα μας παίρνει όλους. Μέτρησα τις βάρκες, διαίρεσα το σύνολον, εντάξει και εις το ζήτημα αυτό. Υπήρχε θέσις δι' όλους. Ουδείς θα έπνίγετο.
     Ο καιρός ήταν θαυμάσιος. Η θάλασσα είχε έλαφρό κυματισμό. Κι είχε δίκιο ο ποιητής. Η έκτασις του γαλανού Αιγαίου εκυμάτο. Κι εκυμάτο απαλά. Ούτε απότομα σκαμπανεβάσματα, ούτε επικίνδυνες κλίσεις.
     Γύρισα όλο το πλοίο. Ανέβηκα και κατέβηκα όλες τις σκάλες. Πήγα μπροστά να δω πώς σκίζονται τα κύματα και πίσω, για να δω τον αφρό που βγάζαν οι έλικες. Πήδηξα κοφίνια, πέρασα πάνω από παλαμάρια, έπιασα τις αλυσίδες της άγκυρας, ανέβηκα στη γέφυρα, είδα με τα κιάλια, έσκυψα να δω πως δουλεύουν οι μηχανές, κοίταξα από τα φινιστρίνια τους μαγείρους που ετοίμαζαν το βραδινό φαγητό, δοκίμασα όλες τις σαιζ-λογκ, γνώρισα όλες τις τραπεζαρίες, διάβασα έξι εφημερίδες, τρία περιοδικά, μπήκα-βγήκα 2-3 φορές στην καμπίνα μου χωρίς λόγο, βυθίστηκα στην ανάγνωση του χάρτη για να δω που βρισκόμαστε, βρήκα τη Γυάρο, σιγουρεύτηκα για τη θέση του Άη-Γιώργη και υπολόγισα ότι σε μισή ώρα θάμαστε στην Κύθνο. Πράγματι σε μισή ώρα είμαστε στη Γυάρο.
     Με είχε μπερδέψει ο Άη-Γιώργης.
     Η ώρα ήταν τρισήμιση και το βαπόρι δεν έλεγε να ξεκολλήσει από ωρισμένα νησιά. Πήγα από την άλλη μεριά του πλοίου, είπα σκύβοντας όσα τραγούδια ελαφρά και σοβαρά ήξερα, είπα και μερικά του Χατζιδάκι, πέρασα έτσι μισή ώρα με ευχάριστη μουσική και ξαναπήγα από την άλλη μεριά. Ήμασταν ακόμα εκεί. Φαίνεται ότι εκεί κοντά θα είχε βυθιστεί κανένα καράβι που μετέφερε κόλλα και εμπόδιζε τις έλικες του 'Καραϊσκάκη'. Το ίδιο έγινε κι έξω από την Τζιά.
     Πήγα ξανά στο χάρτη, μελέτησα πάλι καλά κι έβγαλα ξανά αποτελέσματα άλλ' αντ' άλλων. Σύμφωνα μ' αυτά η Αλεξάνδρεια πρέπει να ήταν πολύ κοντά μας. Ζήτησα τα κιάλια και μου φάνηκε πως είδα κι ανθρώπους με φέσι. Τώρα, Αιγύπτιοι ήταν; Τούρκοι κάτοικοι της Σμύρνης ήταν ή Καρπάθιοι με τις τοπικές τους στολές; Αυτό δεν μπόρεσα να το ξεχωρίσω καλά. Έτριψα καλά τους φακούς και ξανακοίταξα. Ήταν κατακόκκινα και μεγάλα. Έβγαλα επιφώνημα θαυμασμού...
 -"Πέτρο, κοίτα και συ..."
 -"Τί έπαθες", μου λέει, "και κοιτάζεις συνέχεια τα καφάσια με τις ντομάτες; Δεν βρήκες τίποτ' άλλο να κοιτάξεις; Ντομάτες είναι και τις πάνε στη Σύρο..."
     Έδωσα απογοητευμένος τα κιάλια πίσω. Πράγματι, όλο το κατάστρωμα ήταν γεμάτο κασέλες με ντομάτες, φρούτα και κιβώτια με ψαροκασέλες. Πάλι καλά που δεν είδα καμμιά μαρίδα, φάλαινα. Θ' αναστάτωνα το πλοίο κι ίσως να μου πέφταν τα κιάλια στη θάλασσα.
     Κατά τις πέντε φάνηκε, επιτέλους, μακριά η Σύρος. Φώναξα γη και το είπα και στους άλλους. Σε μια ώρα το πολύ θα πατούσαμε χώμα μετά από τόσο βασανιστικό και ριψοκίνδυνο ταξίδι στο Αχανές Αιγαίο.

 
     Το βαπόρι εις την Σύρον μπήκε Συρίζον και Σύρον κι εγώ τα βήματά μου και Σύρον παραλλήλως και την βαλίτσαν, κατήλθον εις την Σύρον.
     Ήμουν λιγάκι εκνευρισμένος, διότι προ ολίγου ακριβώς είχα μιαν οξυτάτη συζήτηση με μια νεαρή Γαλλίδα, την οποία έβαλα στη θέση της καταλλήλως. Ήμασταν διάφοροι επιβάται στη γέφυρα του πλοίου κι εγώ, εν τη επιθυμία μου να την διευκολύνω, της είπα δείχνοντάς της τον υπέροχον όγκο του νησιού, χωρίς καμμιάν ύστεροβουλία:
 -"Ισί, μαμζέλ, λα ιλ ντε Συρ".
 -"Βου ζετ Συρ;" με ρώτησε (δηλαδή αν είμαι από την Σύρον).
 -"Νο", απάντησα, "ζε σουί Ατέν". (από τας Αθήνας).
     Και την έβαλα στη θέση της, διότι, απ' ό,τι κατάλαβα, είχε διάθεσιν ερωτοτροπίας. Αι Γαλλίδαι, γενικώς, νομίζω ότι ξεκινούν από την πατρίδα των με εσφαλμένην γνώμην περί Ελλήνων. Νομίζουν ότι όλοι oι Έλληνες πίπτουν θύματα της γοητείας των κι αυτός ίσως ήτο κι ο λόγος της αδιακρίτου ερωτήσεώς της.
     Η Σύρος δεν είναι μεγάλο νησί. Αλλά ούτε και μικρό είναι. Μάλλον μέτριο μπορεί να το χαρακτηρίσει κανείς. Στο μέγεθος είναι σαν την Τήνο. Οι άνθρωποι που το κατοικούν μοιάζουν σαν κι εμάς και ντύνονται όπως εμείς. Η στολή δε των ναυτών μοιάζει καταπληκτικά με την στολήν των Ελλήνων ναυτών. Μίλησα με αρκετούς κατοίκους στην γλώσσα τους. Δείχνουν φιλήσυχοι κι ευγενείς, χωρίς αγρίας διαθέσεις. Καννίβαλον δεν είδα πουθενά. Δεν ξέρω τί γίνεται εις το εσωτερικόν της νήσου, διότι δεν πρόλαβα να το εξερευνήσω όλο, αλλά πιστεύω ότι κι εκεί δεν θα υπάρχουν.
     Ρώτησα για ταμ-ταμ.
 -"Όχι", με διαβεβαίωσαν. "Μόνον μπαμ-μπαμ κάθε Πάσχα, αλλά κι αυτό με τον καιρό κοντεύει να εκλείψει".
     Μικροδιαφοραί, δηλαδή, διότι αν το μπαμ-μπαμ ελέγετο μπαμ-μπουμ, θα ήτο παρόμοιο με το δικό μας Πάσχα της Ορθοδοξίας.
     Παρ' όλο που έπειτα από τόσο μεγάλο ταξίδι είχα γίνει ένα είδος Σεβάχ Θαλασσινού, ομολογώ ότι ετρόμαξα όταν αντίκρυσα το τελώνιον. Ο Πέτρος με καθησύχασε λέγοντάς μου ότι είναι το Τελωνείον και μου συνέστησε να διαβάζω προσεκτικώτερα. Αλλά βλέποντάς το έτσι με κεφαλαία νομίζω πως οποιοσδήποτε ναυτικός με πείραν θα το πάθαινε και θα το περνούσε για κατοικία του τελωνίου, που το φαντάσθηκα αμέσως άγριο σε εμφάνιση με φολιδωτό σώμα.
     Οι κάτοικοι αντί κρέας, τρώγουν ζώα που βόσκουν εις την θάλασσαν, τα οποία ονομάζουν 'ψάρυα' και τα μαγειρεύουν σ' ένα γραφικό αντικείμενο με λαβή, που όλοι στο νησί αυτό, το φωνάζουν 'τυγάνυ', άγνωστον γιατί. Όταν θέλουν να τα φάνε, βάζουν μέσα στο 'τυγάνυ' ένα πράμα κίτρινο, που το λένε 'λάδυ', ρίχνουν τα 'ψάρυα', μετά ανοίγουν το στόμα τους, τα βάζουν μέσα, τα μασσάνε και τα τρώνε. Μετά τα χωνεύουν. Δεν έκατσα πολλήν ώρα στό νησί και δεν έμαθα τι κάνουν κατόπιν.
     Θέλησα να παρακολουθήσω πως τα μαγειρεύουν. Στην προκυμαία, έκαιγε μια φωτιά και μια κάτοικος του νησιού, αφού έβαλε 'λάδυ' μέσα στο 'τυγάνυ', έρριξε μέσα μερικά 'ψάρυα'. Με είδε που κοίταζα περίεργα καί μου είπε:
 -"Προσέξτε τα, σας παρακαλώ". Κι αυτή πήγε να μιλήσει με κάποια άλλη.
    Εγώ έκατσα κάτω και έκπληκτος τα πρόσεχα. Πρόσεξα πρώτα πως κοκκίνισαν. Μετά το χρώμα τους ήρθε προς το καφέ σκούρο. Μετά πρόσεξα που άρχισαν να μαζεύουν, να μαζεύουν και τελικά να μαυρίζουν. "Βρέ τί μυστήριο φαΐ είν' αύτό;" σκέφτηκα. "Πώς το τρώνε έτσι μαύρο; Τί γεύση άραγε να έχει";
     Το 'τυγάνυ' τώρα έβγαζε μαύρο καπνό και μέσα τα 'ψάρυα' έμοιαζαν με μικρά κάρβουνα. Εγώ εξακολουθούσα να προσέχω, χωρίς να ξεκολλάω τα μάτια μου από το 'τυγάνυ'. Σε λίγο ήρθε η γυναίκα. Πήρε τό 'τυγάνυ' κι έρριξε όλο το περιεχόμενο στη θάλασσα.
 -"Τα κάψατε", μου είπε.
     Πήρα τα πόδια μου συντετριμμένος κι έξερεύνησα το υπόλοιπο νησί. Σε κάποιο μαγαζί μπήκε ένας έπιβάτης του βαποριού, ξένος κι άγόρασε ένα κουτί που το είπε 'θένκιου'. Ζήτησα κι εγώ ένα 'θένκιου' κι όταν αργότερα ανέβηκα στο βαπόρι, αντελήφθην ότι στη διάλεκτο του νησιού αυτού, 'θένκιου' λένε τα λουκούμια.
     Προσέφερα στό φίλο μου.
 -"Πέτρο, θα πάρεις ένα 'θένκιου";
     Ο Πέτρος πήρε ένα 'θένκιου', λέγων λουκούμι. (Συριανά ευχαριστώ). Για έναν που δεν ξέρει, βλέποντας το θένκιου, θα πει πως πρόκειται για λουκούμι. Κι όμως σαν τα Συριανά θένκιου, αμφιβάλλω αν υπάρχουν σ' άλλα νησιά. Σε πολλά, βάζουν μέσα τριαντάφυλλο, σ' άλλα πάλι καρύδι ή φιστίκι κι έτσι τα θένκιου αποκτούν ένα θαυμάσιο άρωμα. Μέτρησα κάπου είκοσι μαγαζιά που πουλάνε αυτό το είδος και σχεδόν όλα είναι βραβευμένα σε Διεθνείς Εκθέσεις. Αβράβευτο θένκιου δεν πουλιέται πουθενά, ούτε αβράβευτη χαλβαδόπιττα.
     Με μεγάλες προφυλάξεις προχώρησα στο εσωτερικό της πόλεως. Βρέθηκα σε μια μεγάλη πλατεία μ' ένα μεγάλο κτίριο με σκαλοπάτια όπερας. Εδώ μένει ο Δήμαρχος των Ιθαγενών του νησιού. Μπροστά είχε μιαν εξέδρα μαρμάρινη, για τους μουσικούς των ταμ-ταμ. Δίπλα σ' αυτήν, σ' ένα ψηλό βάθρο, το άγαλμα κάποιου ήρωός των. Στη βάση του αγάλματος με συριανά γράμματα έγραφε:

                                          ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΙΑΟΥΛΗΣ

     Μιαούλης στη διάλεκτό τους θα πει, αυτός που πολέμησε τους εχθρούς, λευτέρωσε την πατρίδα του, άνοιξε τις θάλασσες για να μπορεί να μεταφέρεται παντού το θένκιου και να μαγειρεύουν οι ντόπιοι ελεύθεροι τα 'ψάρυα' με το 'τυγάνυ'.
     Το ίδιο πάνω-κάτω σημαίνει και το ΚΑΝΑΡΗΣ και ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ.
     Κι όπως οι τρεις αυτοι ήρωες υπηρέτησαν τους Έλληνες τότε, έτσι και τα βαπόρια που φέρνουν σήμερα τα ονόματά τους έξακολουθούν να υπηρετούν την Ελλάδα και να μεταφέρουν ελεύθερους ανθρώπους σ' ελεύθερα νησιά.
     Ας άφήσουμε τώρα την υπόλοιπη εξερεύνηση στα ενδότερα του νησιού κι ας γυρίσουμε σιγά-σιγά στον ήρωα Καραίσκον, μη τυχόν φύγει και μας αφήσει ξένους μεταξύ αγνώστων στην ηρωϊκή Σύρον, διότι από το τελώνιόν της, μέχρι το τελώνιον της ηρωϊκής Τήνου η απόστασις είναι περίπου είκοσι ηρωικά χιλιόμετρα ηρωικής κολυμβήσεως για έναν που δεν έχει ναύλα.
     Έπειτα κι ολόκληρη η περιοχή εκείνη λένε πως έχει 'ψάρυα' που δεν διακρίνονται για τον φιλελληνισμό τους.


ΤΗΝΟΣ

Σε μια ώρα ο οπλαρχηγός Καραΐσκος, μας πέταξε απέναντι. Σφύριξε κλέφτικα κατά τή συνήθειά του κι ο μισός πληθυσμός κατέβηκε στο λιμάνι να υποδεχθεί τους θαλασσοπόρους. Εδώ έγινε το αντίστροφο της αφίξεως του Κολόμβου. Oι Ιθαγενείς του τροπικού αυτού νησιού μας υποδέχτηκαν με κομπολόγια, χάντρες, αλυσίδες, σταυρουδάκια και πολύχρωμα κορδελλάκια.
     Και η Τήνος δεν είναι μεγάλο νησί. Αλλά ούτε και μικρό είναι. Μάλλον μέτριο μπορεί να το πει κανείς. Στο μέγεθος είναι σαν την Σύρο.
     Τράβηξα τρέχοντας τον ανήφορο για το μοναστήρι. Στη μέση έκοψα γιατί δεν ανέβαινα φαίνεται με παλμό και λαχάνιασα. Στον κατήφορο έκανα ωραία εκκίνησι αντιθέτως και είχα πολύ ωραίο στυλ.
     Ήθελα να δω την περίφημη Παναγία της Τήνου, που έκανε τόσα θαύματα και να δω, τέλος πάντων, τί πράμα είναι αυτό το Μοναστήρι.
     Μπήκα πρώτα στο πρώτο πάτωμα.
     Είχα την έντύπωση πως έμπαινα σε μεγάλο Ενεχυροδανειστήριο. Παντού σε σύρματα εκατοντάδες καντήλες κι από κάτω τ' ασημένια αφιερώματα. Ομοιώματα καραβιών, ποδιών, χεριών, βαρελιών, τσαμπιών σταφυλιών και μικρών παιδιών. Απέναντι στο Ιερό, τεράστιες εικόνες με αγίους και Παναγίες κουκουλωμένες με ασημένια παλτά και μαυρισμένες μορφές σαν μελανιασμένες από το κρύο.
     Άστραποβολούσε ολόκληρος ο ναός σα χρυσοχοείο πολυτελείας. Έκατσα στην ουρά για να προσκυνήσω τη θαυματουργή εικόνα. Μπροστά στην εικόνα καθόταν ένας διάκος μ' ένα μπαμπάκι και σκούπιζε τα αποτυπώματα των φιλημάτων του καθενός.
     Στο κάτω πάτωμα του ναού ήταν το μέρος όπου βρέθηκε κατά το θρύλο η θαυματουργή εικόνα. Την είχαν σκεπασμένη μ' ένα καπάκι. Δίπλα σ' ένα κουτί ύπήρχε χώμα του μέρους που βρέθηκε. Είχε χρώμα σοκολάτας σαν καστανόχωμα πολυτελείας Το βάθος του μικρού αυτού πηγαδιού έφτανε το μισό μέτρο και δίπλα ήταν μια πηγή με κρύο νερό που ανάβρυζε απ' τη γη. Ο κόσμος με ευλάβεια γέμιζε κάτι μικρά μπουκαλάκια πολύχρωμα, πλεγμένα με χόρτο.
     Επτά εκατομμύρια δραχμές έπιασε πέρσι το Ίδρυμα της Ευαγγελιστρίας από τις έκποιήσεις των αφιερωμάτων. Δηλαδή είκοσι χιλιάδες χρυσές λίρες. Και τα χρήματα αυτά έγιναν έργα, υποτροφίες, κτίρια, σχολές. Κατεβαίνοντας είδα το "Ευγηρείας Πρόνοια" της Τήνου κι ένα μεγάλο σχολείο συγχρονισμένο. Παντού ταμπέλες που μαρτυράνε για τα έργα που πραγματοποίησαν οι σύγχρονοι αυτοί Δελφοί με τη βοήθεια των Πανελληνίων αφιερωμάτων.
     Σε αποθήκες, μας είπαν, υπάρχουν στοιβαγμένα τα τάματα που πρόκειται να εκποιηθούν και να ρευστοποιηθούν κάθε χρόνο. Μας έδωσαν διάφορα έντυπα πληροφοριακά, αλλά να μη σας κουράσω με τέτοια.
     Σας είπα τα κυριώτερα και πιο εντυπωσιακά. Εκτός αν ενδιαφέρεσθε να μάθετε πόσα πιάσαν από δαχτυλίδια, πόσα από καρφίτσες και πόσα από κολλιέδες και βραχιόλια. Η απορία σας μπορεί να λυθεί επί τόπου.
     Πάρτε ένα καράβι κι ελάτε στην Τήνο και κάντε σούμες και πολλαπλασιασμούς με την ησυχία σας στο λιμάνι, τρώγοντας και λουκουμάδες. Εγώ ευχαρίστως να σας δώσω το μολυβάκι μου. Πέραντούτου, δεν θα μπορέσω να σας βοηθήσω ούτε να σας κάνω παρέα.
     Πρέπει να εξυπηρετήσω αυτήν την νέα κοπέλλα που μοιάζει Γερμανίδα και κοιτάζει σα χαμένη την εκκλησία απ' έξω...
 -"Μπίτε σόιν, φροϋλάϊν, διζ εγκλίζ, βέρυ βέρυ παλιό..."
     Κι η κοπέλλα με τα γαλανά μάτια, κάθεται κι ακούει σαν μαγεμένη την ιστορία του μοναστηριού της Τήνου από διερμηνέα διπλωματούχον της διαλέκτου 'Χαρμάνι'.
 -"Σέτ μοναστέρ, αβέκ μποκού φενέτρ εντ βέρυ μπιγκ ντορ, φροϋλάιν, εν φουά
Μουσολίνι, Μουσολίνι νιξ καλό, μπούμ - μπούμ, Έλλη, άλλες παραλία καπούτ, φροϋλάϊν..."
 -"Αχ, ζόο..."
 -"Για, για φροϋλάϊν. Άιν, τσβάϊχ, ντράϊ τορπίντο, μπουμ-μπουμ όλο φροϋλάιν".
     Μιλούσα και η φροϋλάιν κρεμόταν απ' τα χείλη μου. Της μίλησα με πάθος για την θαυματουργή εικόνα και τελικά την έχασα.
     Ή τράβηξε για το βαπόρι ή για την εκκλησία να παρακαλέσει τη Μεγαλόχαρη να μπορεί να καταλαβαίνει τους τρίγλωσσους τσιτσερόνε.
     Μερικά πιτσιρίκια που ήταν γύρω και άκουγαν να εξηγώ στην κοπέλλα, με βγάλαν από αμφιβολίες:
 -"Μίστερ Αμέρικαν, κοπέλλα Καραϊσκάκης κάτω..."
 -"Θενκ γιου, μπόυς. Εφκαριστώ. Εσείς γκουντ παιντιά... Μπάϊ - Μπάϊ".


_______________________

 http://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=1336

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το Blogger με ενημερώνει ότι δε μου επιτρέπει να απαντώ στα σχόλια στο ίδιο μου το blog- λόγω κάποιας ρύθμισής μου για cookies (την οποία δε θυμάμαι) .

Ψάχνω για να διορθώσω
μα εν τω μεταξύ ΣΑΣ ΖΗΤΩ ΣΥΓΓΝΩΜΗ που δεν απαντώ πάντα
και ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ που σχολιάσατε.
Μου δίνετε μεγάλη χαρά όταν κάνετε τον κόπο- ακόμα κι αν διαφωνούμε.