Η
γητειά της Πανσελήνου είναι για να ξεφορτωθείς, να διώξεις, να απαλλαγείς.
Κιλά
ή στενοχώριες, βαρίδια ή κατάλοιπα παλιών ερώτων, πίστη που μούχλιασε δίχως
αντίκρυσμα, αφοσίωση που έγινε ξένη φορτική* σαν τη ζωή μας όταν ο καιρός
περνά κι εμείς αναβάλουμε ξεκαθαρίσματα και ξεσκαρταρίσματα.
Με
μάγια ή ευχές, με εξομολογήσεις σε φίλες, ψυχολόγους ή παπάδες, βαραίνουμε μαζί με τη σελήνη που κάθε μήνα εγκυμονεί και κάθε μήνα, στην Πανσέληνό της,
τραβάει τα νερά κι αποκαλύπτει, για όσους θέλουν να τα δουν, όσα αφήνει στο
βυθό μέχρι το κύμα να τα ξανακρύψει παρασέρνοντάς τα στα άπατα, τα σκοτεινά τα
μακρινά μας.
Ρίχνουμε
την ευχή μας στο πηγάδι, συγκεντρωνόμαστε για τη γητειά κι ύστερα, όπως λένε οι
οδηγίες, αποστρέφουμε το βλέμμα ενώ εν αναμονή οψόμεθα, απολαμβάνοντας το
σεληνόφως και τις ιστορίες του από τς οποίες, για χάρη της αποψινής σελήνης, θα
σας φέρω μια.
Ήταν τριάντα ετών ο Μπετόβεν όταν σε ένα απογευματινό περίπατο στη
Βιέννη άκουσε μέσα από ένα ανοιχτό παράθυρο να παίζουν τη μουσική του. Πλησίασε
κολακευμένος κι άκουσε μιά κοπέλα να λέει πως θα ήθελε να άκουγε κάποιον να
παίζει αυτό το μουσικό κομμάτι. Διότι ήταν τυφλή και δε μπορούσε να διαβάσει
την παρτιτούρα. Συγκινήθηκε ο Μπετόβεν και της υποσχέθηκε πως θα της το έπαιζε
ο ίδιος. Για μιά ολόκληρη ώρα. Ώσπου ο ήλιος έδυσε, το αεράκι έσβησε το μοναδικό
κερί κι από το παράθυρο μπήκε το σεληνόφως. «Θα σάς παίξω το σεληνόφως που
δε σας δόθηκε» τής είπε κι άρχισε να παίζει ό,τι αισθανόταν. Εμπνευσμένος από την ομορφιά που άπλωνε το φως της σελήνης στο
δωμάτιο κι ενθουσιασμένος από το θαυμασμό της τυφλής κοπέλας ο Μπετόβεν
συνέθεσε αυτή τη θαυμάσια σονάτα.
Είναι η ιστορία μου αληθινή;
Δεν ξέρω αλλά σας την αφιερώνω μαζί με τη μουσική απόψε, τη σονάτα που ο Μπετόβεν αφιέρωσε στην Τζουλιέτα Γκουϊτσιάρντι με την οποία ήταν πολύ ερωτευμένος. Σε μια επιστολή του εξομολογείται ότι αυτή η γυναίκα του άλλαξε την άθλια ζωή του. Πώς δεν ξέρω διότι δεν τον ήθελε και «αρνήθηκε τον έρωτά του» όπως το έλεγαν τότε. Οι φήμες λένε ότι την κοσμοαγάπητη σονάτα τη γέννησε η βαθιά απελπισία της χυλόπιτας.
Δεν ξέρω αλλά σας την αφιερώνω μαζί με τη μουσική απόψε, τη σονάτα που ο Μπετόβεν αφιέρωσε στην Τζουλιέτα Γκουϊτσιάρντι με την οποία ήταν πολύ ερωτευμένος. Σε μια επιστολή του εξομολογείται ότι αυτή η γυναίκα του άλλαξε την άθλια ζωή του. Πώς δεν ξέρω διότι δεν τον ήθελε και «αρνήθηκε τον έρωτά του» όπως το έλεγαν τότε. Οι φήμες λένε ότι την κοσμοαγάπητη σονάτα τη γέννησε η βαθιά απελπισία της χυλόπιτας.
Και ύστερα, η σονάτα ―αλλά και το σεληνόφως―γέννησαν το
θαυμάσιο ποίημα του
Ρίτσου, το σκηνικό μονόλογο μιάς άλλης γυναίκας πιο μεγάλης, πιο μόνης μα
το ίδιο πονεμένης με την τυφλή της δικής μου ιστορίας.
Ας τα απολαύσουμε κι ας παρηγορηθούμε νιώθοντας
πόσο πολύτιμη και εύθραυστη είναι η πολυτελής μελαγχολία που εμπνέει τρυφερές
σονάτες κι ερωτόλογα που κάνουν έγκυο τη ζωή.
_____________Φέρνω τη 'Σονάτα του Σεληνόφωτος' του Μπετόβεν,
τη 'Σονάτα του Σεληνόφωτος' του Γιάννη Ρίτσου
και, την απαγγελία Ρίτσου πάνω σε απόσπασμα της μουσικής του Μπετόβεν.
σημ. *μια
ξένη φορτική
αναφορά σε Κ.Π.Καβάφη «Όσο μπορείς:
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις....»
αναφορά σε Κ.Π.Καβάφη «Όσο μπορείς:
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις....»
με μια 'Παράγκα' του κ.Kastell, έργο που ξαναείδαμε πρόσφατα κρεμασμένο στο Άμστερνταμ στη συλλογή παλιάς μας φίλης. [Η υπογραφή 'The Shop' έχει ιδιαίτερο συμβολισμό μα δεν είναι του παρόντος.]_____________
Γιάννης Ρίτσος
Η ΣΟΝΑΤΑ
ΤΟΥ
ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ
ΤΟΥ
ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ
[Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιά ἡλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στά μαῦρα, μιλάει σ' ἕναν νέο. Δέν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ' τά δυό παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νά πῶ ὅτι ἡ Γυναίκα μέ τά Μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μέ τά Μαῦρα μιλάει στόν Νέο]:
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε!
Εἶναι καλό τό φεγγάρι, — δέ θά φαίνεται πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου. Τό φεγγάρι θά κάνει πάλι χρυσά τά μαλλιά μου. Δέ θά καταλάβεις. | |
5 | Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Ὅταν ἔχει φεγγάρι μεγαλώνουν οἱ σκιές μές στό σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τίς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνό γράφει στή σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα λόγια — δέ θέλω νά τ' ἀκούσω. Σώπα. |
10 | Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιό κάτου, ὥς τή μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὥς ἐκεῖ πού στρίβει ὁ δρόμος καί φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μέ φεγγαρόφωτο, τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη |
15 | τόσο θετική σάν μεταφυσική πού μπορεῖς ἐπιτέλους νά πιστέψεις πώς ὑπάρχεις καί δέν ὑπάρχεις πώς ποτέ δέν ὑπῆρξες, δέν ὑπῆρξε ο χρόνος κ' ἡ φθορά του. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. |
20 | Θά καθήσουμε λίγο στό πεζούλι, πάνω στό ὕψωμα, κι ὅπως θά μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νά φανταστοῦμε κιόλας πώς θά πετάξουμε, γιατί, πολλές φορές, καί τώρα ἀκόμη, ἀκούω τό θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου σάν τό θόρυβο δυό δυνατῶν φτερῶν πού ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ' αὐτόν τόν ἦχο τοῦ πετάγματος |
25 | νιώθεις κρουστό τό λαιμό σου, τά πλευρά σου, τή σάρκα σου, κ' ἔτσι σφιγμένος μές στούς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα, μέσα στά ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, δέν ἔχει σημασία ἄν φεύγεις ἤ ἄν γυρίζεις κι οὔτε ἔχει σημασία πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου, |
30 | (δέν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου — ἡ λύπη μου εἶναι πού δέν ἀσπρίζει κ' ἡ καρδιά μου). Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τό ξέρω πώς καθένας μονάχος πορεύεται στόν ἔρωτα, μονάχος στή δόξα καί στό θάνατο. |
35 | Τό ξέρω. Τό δοκίμασα. Δέν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τοῦτο τό σπίτι στοίχειωσε, μέ διώχνει — θέλω νά πῶ ἔχει παλιώσει πολύ, τά καρφιά ξεκολλᾶνε, τά κάδρα ρίχνονται σά νά βουτᾶνε στό κενό, |
40 | οἱ σουβάδες πέφτουν ἀθόρυβα ὅπως πέφτει τό καπέλο τοῦ πεθαμένου ἀπ' τήν κρεμάστρα στό σκοτεινό διάδρομο ὅπως πέφτει τό μάλλινο τριμμένο γάντι τῆς σιωπῆς ἀπ' τά γόνατά της ἤ ὅπως πέφτει μιά λουρίδα φεγγάρι στήν παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα. Κάποτε ὑπῆρξε νέα κι αὐτή, — ὄχι ἡ φωτογραφία πού κοιτᾶς μέ τόση δυσπιστία — |
45 | λέω γιά τήν πολυθρόνα,8 πολύ ἀναπαυτική, μποροῦσες ὧρες ὁλόκληρες νά κάθεσαι καί μέ κλεισμένα μάτια νά ὀνειρεύεσαι ὅ,τι τύχει — μιάν ἀμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη ἀπό φεγγάρι, πιό στιλβωμένη ἀπ' τά παλιά λουστρίνια μου πού κάθε μήνα τά δίνω στό στιλβωτήριο τῆς γωνιᾶς, ἤ ἕνα πανί ψαρόβαρκας πού χάνεται στό βάθος λικνισμένο ἀπ' τήν ἴδια του ἀνάσα, |
50 | τριγωνικό πανί σά μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στά δυό σά νά μήν εἶχε τίποτα νά κλείσει ἤ νά κρατήσει ἤ ν' ἀνεμίσει διάπλατο σέ ἀποχαιρετισμό. Πάντα μου εἶχα μανία μέ τά μαντίλια, ὄχι γιά νά κρατήσω τίποτα δεμένο, τίποτα σπόρους λουλουδιῶν ἤ χαμομήλι μαζεμένο στούς ἀγρούς μέ τό λιόγερμα |
55 | ἤ νά τό δέσω τέσσερις κόμπους σάν τό σκουφί πού φορᾶνε οἱ ἐργάτες στ' ἀντικρυνό γιαπί ἤ νά σκουπίζω τά μάτια μου, — διατήρησα καλή τήν ὅρασή μου· ποτέ μου δέ φόρεσα γυαλιά. Μιά ἁπλή ἰδιοτροπία τά μαντίλια. Τώρα τά διπλώνω στά τέσσερα, στά ὀχτώ, στά δεκάξη ν' ἀπασχολῶ τά δάχτυλά μου. Καί τώρα θυμήθηκα |
60 | πώς ἔτσι μετροῦσα τή μουσική σάν πήγαινα στό Ὠδεῖο μέ μπλέ ποδιά κι ἄσπρο γιακά, μέ δυό ξανθές πλεξοῦδες — 8, 16, 32, 64, — κρατημένη ἀπ' τό χέρι μιᾶς μικρῆς φίλης μου ροδακινιᾶς ὅλο φῶς καί ρόζ λουλούδια, (συχώρεσέ μου αὐτά τά λόγια — κακή συνήθεια11) — 32, 64, — κ' οἱ δικοί μου στήριζαν |
65 | μεγάλες ἐλπίδες στό μουσικό μου τάλαντο. Λοιπόν, σοὔλεγα γιά τήν πολυθρόνα — ξεκοιλιασμένη — φαίνονται οἱ σκουριασμένες σοῦστες, τά ἄχερα — ἔλεγα νά τήν πάω δίπλα στό ἐπιπλοποιεῖο, μά ποῦ καιρός καί λεφτά καί διάθεση — τί νά πρωτοδιορθώσεις; — ἔλεγα νά ρίξω ἕνα σεντόνι πάνω της, — φοβήθηκα |
70 | τ' ἄσπρο σεντόνι σέ τέτοιο φεγγαρόφωτο. Ἐδῶ κάθησαν ἄνθρωποι πού ὀνειρεύτηκαν μεγάλα ὄνειρα, ὅπως κ' ἐσύ κι ὅπως κ' ἐγώ ἄλλωστε, καί τώρα ξεκουράζονται κάτω ἀπ' τό χῶμα δίχως νά ἐνοχλοῦνται ἀπ' τή βροχή ἤ τό φεγγάρι. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Θά σταθοῦμε λιγάκι στήν κορφή τῆς μαρμάρινης σκάλας τοῦ Ἅη-Νικόλα, |
75 | ὕστερα ἐσύ θά κατηφορίσεις κ' ἐγώ θά γυρίσω πίσω ἔχοντας στ' ἀριστερό πλευρό μου τή ζέστα ἀπ' τό τυχαῖο ἄγγιγμα τοῦ σακκακιοῦ σου κι ἀκόμη μερικά τετράγωνα φῶτα ἀπό μικρά συνοικιακά παράθυρα κι αὐτή τήν πάλλευκη ἄχνα ἀπ' τό φεγγάρι ποὖναι σά μιά μεγάλη συνοδεία ἀσημένιων κύκνων — καί δέ φοβᾶμαι αὐτή τήν ἔκφραση, γιατί ἐγώ |
80 | πολλές ἀνοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα ἄλλοτε μέ τό Θεό πού μοῦ ἐμφανίστηκε ντυμένος τήν ἀχλύ καί τή δόξα ἑνός τέτοιου σεληνόφωτος, καί πολλούς νέους, πιό ὡραίους κι ἀπό σένα ἀκόμη, τοῦ ἐθυσίασα, ἔτσι λευκή κι ἀπρόσιτη ν' ἀτμίζομαιμές στή λευκή μου φλόγα, στή λευκότητα τοῦ σεληνόφωτος, πυρπολημένη ἀπ' τ' ἀδηφάγα μάτια τῶν ἀντρῶν κι ἀπ' τή δισταχτικήν ἔκσταση τῶν ἐφήβων, |
85 | πολιορκημένη ἀπό ἐξαίσια, ἡλιοκαμμένα σώματα, ἄλκιμα μέλη γυμνασμένα στό κολύμπι, στό κουπί, στό στίβο, στό ποδόσφαιρο (πού ἔκανα πώς δέν τἄβλεπα) μέτωπα, χείλη καί λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα καί μάτια, στέρνα καί μπράτσα καί μηροί (κι ἀλήθεια δέν τἄβλεπα) — ξέρεις, καμμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνᾶς, ὅ,τι θαυμάζεις, σοῦ φτάνει ὁ θαυμασμός σου,— |
90 | θέ μου, τί μάτια πάναστρα, κι ἀνυψωνόμουν σέ μιάν ἀποθέωση ἀρνημένων ἄστρων γιατί, ἔτσι πολιορκημένη ἀπ' ἔξω κι ἀπό μέσα, ἄλλος δρόμος δε μοὔμενε παρά μονάχα πρός τά πάνω ἤ πρός τά κάτω. — Ὄχι, δέ φτάνει. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τό ξέρω ἡ ὥρα πιά εἶναι περασμένη. Ἄφησέ με, |
95 | γιατί τόσα χρόνια, μέρες καί νύχτες καί πορφυρά μεσημέρια, ἔμεινα μόνη, ἀνένδοτη, μόνη καί πάναγνη, ἀκόμη στή συζυγική μου κλίνη πάναγνη καί μόνη, γράφοντας ἔνδοξους στίχους στά γόνατα τοῦ Θεοῦ, στίχους πού, σέ διαβεβαιῶ, θά μείνουνε σά λαξευμένοι σέ ἄμεμπτο μαρμαρο19 |
100 | πέρα ἀπ' τή ζωή μου καί τή ζωή σου, πέρα πολύ. Δέ φτάνει. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τοῦτο τό σπίτι δέ μέ σηκώνει πιά. Δέν ἀντέχω νά τό σηκώνω στή ράχη μου. Πρέπει πάντα νά προσέχεις, νά προσέχεις, |
105 | νά στεριώνεις τόν τοῖχο μέ τό μεγάλο μπουφέ νά στεριώνεις τόν μπουφέ μέ τό πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι νά στεριώνεις τό τραπέζι μέ τίς καρέκλες νά στεριώνεις τίς καρέκλες μέ τά χέρια σου νά βάζεις τόν ὦμο σου κάτω ἀπ' τό δοκάρι πού κρέμασε. |
110 | Καί τό πιάνο, σά μαῦρο φέρετρο κλεισμένο. Δέν τολμᾶς νά τ' ἀνοίξεις. Ὅλο νά προσέχεις, νά προσέχεις, μήν πέσουν, μήν πέσεις. Δἐν ἀντέχω. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τοῦτο τό σπίτι, παρ' ὅλους τούς νεκρούς του, δέν ἐννοεῖ νά πεθάνει. Ἐπιμένει νά ζεῖ μέ τούς νεκρούς του |
115 | νά ζεῖ ἀπ' τούς νεκρούς του νά ζεῖ ἀπ' τή βεβαιότητα τοῦ θανάτου του καί νά νοικοκυρεύει ἀκόμη τούς νεκρούς του σ' ἑτοιμόρροπα κρεββάτια καί ράφια.21 Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Ἐδῶ, ὅσο σιγά κι ἄν περπατήσω μές στήν ἄχνα τῆς βραδιᾶς, |
120 | εἴτε μέ τίς παντοῦφλες, εἴτε ξυπόλυτη, κάτι θά τρίξει, — ἕνα τζάμι ραγίζει ἤ κάποιος καθρέφτης, κάποια βήματα ἀκούγονται, — δέν εἶναι δικά μου. Ἔξω, στό δρόμο μπορεῖ νά μήν ἀκούγονται τοῦτα τά βήματα, — ἡ μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, — |
125 | κι ἄν κάνεις νά κοιτάξεις σ' αὐτόν ἤ στόν ἄλλον καθρέφτη, πίσω ἀπ' τή σκόνη καί τίς ραγισματιές, διακρίνεις πιό θαμπό καί πιό τεμαχισμένο τό πρόσωπό σου, τό πρόσωπό σου πού ἄλλο δέ ζήτησες στή ζωή παρά νά τό κρατήσεις καθάριο κι ἀδιαίρετο. Τά χείλη τοῦ ποτηριοῦ γυαλίζουν στό φεγγαρόφωτο |
130 | σάν κυκλικό ξυράφι — πῶς νά τό φέρω στά χείλη μου; ὅσο κι ἄν διψῶ, — πῶς νά τό φέρω; — Βλέπεις; ἔχω ἀκόμη διάθεση γιά παρομοιώσεις, — αὐτό μοῦ ἀπόμεινε, αὐτό μέ βεβαιώνει ἀκόμη πώς δέ λείπω. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. |
135 | Φορές-φορές, τήν ὥρα πού βραδιάζει, ἔχω τήν αἴσθηση πώς ἔξω ἀπ' τά παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μέ τή γριά βαρειά του ἀρκούδα25 μέ τό μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καί τριβόλια26 σηκώνοντας σκόνη στό συνοικιακό δρόμο ἕνα ἐρημικό σύννεφο σκόνη πού θυμιάζει27τό σούρουπο |
140 | καί τά παιδιά ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιά τό δεῖπνο καί δέν τ' ἀφήνουν πιά νά βγοῦν ἔξω μ' ὅλο πού πίσω ἀπ' τούς τοίχους μαντεύουν τό περπάτημα τῆς γριᾶς ἀρκούδας — κ' ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μές στή σοφία τῆς μοναξιᾶς της, μήν ξέροντας γιά ποῦ καί γιατί — ἔχει βαρύνει, δέν μπορεῖ πιά νά χορεύει στά πισινά της πόδια δέν μπορεῖ νά φοράει τή δαντελένια σκουφίτσα της νά διασκεδάζει τά παιδιά, τούς ἀργόσχολους, τούς ἀπαιτητικούς, |
145 | καί τό μόνο πού θέλει εἶναι νά πλαγιάσει στό χῶμα ἀφήνοντας νά τήν πατᾶνε στήν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τό τελευταῖο παιχνίδι της, δείχνοντας τήν τρομερή της δύναμη τήν ἀνυπακοή της στά συμφέροντα τῶν ἄλλων, στούς κρίκους τῶν χειλιῶν της, στήν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της, τήν ἀνυπακοή της στόν πόνο καί στή ζωή |
150 | μέ τή σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου — ἔστω κ' ἑνός ἀργοῦ θανάτου — τήν τελική της ἀνυπακοή στό θάνατο μέ τή συνέχεια καί τή γνώση τῆς ζωῆς πού ἀνηφοράει μέ γνώση καί μέ πράξη πάνω ἀπ’ τή σκλαβιά της. Μά ποιός μπορεῖ νά παίξει ὥς τό τέλος αὐτό τό παιχνίδι; Κ' ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καί πορεύεται |
155 | ὑπακούοντας στό λουρί της, στούς κρίκους της, στά δόντια της, χαμογελώντας μέ τά σκισμένα χείλη της στίς πενταροδεκάρες πού τῆς ρίχνουνε τά ὡραῖα κι ἀνυποψίαστα παιδιά (ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα) καί λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες πού γεράσανε τό μόνο πού ἔμαθαν νά λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ. |
160 | Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τοῦτο τό σπίτι μέ πνίγει. Μάλιστα ἡ κουζίνα εἶναι σάν τό βυθό τῆς θάλασσας. Τά μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν σά στρογγυλά, μεγάλα μάτια ἀπίθανων ψαριῶν, τά πιάτα σαλεύουν ἀργά σάν τίς μέδουσες, |
165 | φύκια κι ὄστρακα πιάνονται στά μαλλιά μου — δέν μπορῶ νά τά ξεκολλήσω ὕστερα, δέν μπορῶ ν' ἀνέβω πάλι στήν ἐπιφάνεια — ὁ δίσκος μοῦ πέφτει ἀπ' τά χέρια ἄηχος, — σωριάζομαι — καί βλέπω τίς φυσαλίδες ἀπ' τήν ἀνάσα μου ν' ἀνεβαίνουν, ν' ανεβαίνουν καί προσπαθῶ νά διασκεδάσω κοιτάζοντάς τες |
170 | κι ἀναρωτιέμαι τί θά λέει ἄν κάποιος βρίσκεται ἀπό πάνω καί βλέπει αὐτές τίς φυσαλίδες, τάχα πώς πνίγεται κάποιος ἤ πώς ἕνας δύτης ἀνιχνεύει τούς βυθούς; Κι ἀλήθεια δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού ἀνακαλύπτω ἐκεῖ, στό βάθος τοῦ πνιγμοῦ, κοράλλια καί μαργαριτάρια καί θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων, ἀπρόοπτες συναντήσεις, καί χτεσινά καί σημερινά καί μελλούμενα, |
175 | μιάν ἐπαλήθευση σχεδόν αἰωνιότητας, κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο ἀθανασίας, ὅπως λένε, μιάν εὐτυχία, μιά μέθη, κ' ἐνθουσιασμόν ἀκόμη, κοράλλια καί μαργαριτάρια καί ζαφείρια· μονάχα πού δέν ξέρω νά τά δώσω — ὄχι, τά δίνω· |
180 | μονάχα πού δέν ξέρω ἄν μποροῦν νά τά πάρουν — πάντως ἐγώ τά δίνω.32 Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Μιά στιγμή, νά πάρω τή ζακέτα μου. Τοῦτο τόν ἄστατο καιρό, ὅσο νἆναι, πρέπει νά φυλαγόμαστε. Ἔχει ὑγρασία τά βράδια, καί τό φεγγάρι |
185 | δέ σοῦ φαίνεται, ἀλήθεια, πώς ἐπιτείνει τήν ψύχρα;33 Ἄσε νά σοῦ κουμπώσω τό πουκάμισο — τί δυνατό τό στῆθος σου, — τί δυνατό φεγγάρι, — ἡ πολυθρόνα, λέω — κι ὅταν σηκώνω τό φλιτζάνι ἀπ' τό τραπέζι μένει ἀπό κάτω μιά τρύπα σιωπή, βάζω ἀμέσως τήν παλάμη μου ἐπάνω νά μήν κοιτάξω μέσα, — ἀφήνω πάλι τό φλιτζάνι στή θέση του· |
190 | καί τό φεγγάρι μιά τρύπα στό κρανίο τοῦ κόσμου — μήν κοιτάξεις μέσα, εἶναι μιά δύναμη μαγνητική34 πού σέ τραβάει — μήν κοιτάξεις, μήν κοιτᾶχτε, ἀκοῦστε με πού σᾶς μιλάω — θά πέσετε μέσα. Τοῦτος ὁ ἴλιγγος ὡραῖος, ἀνάλαφρος — θά πέσεις, — ἕνα μαρμάρινο πηγάδι τό φεγγάρι, |
195 | ἴσκιοι σαλεύουν καί βουβά φτερά,35 μυστηριακές φωνές — δέν τίς ἀκοῦτε; Βαθύ-βαθύ τό πέσιμο,36 βαθύ-βαθύ τό ἀνέβασμα, τό ἀέρινο ἄγαλμα κρουστό μές στ' ἀνοιχτά φτερά του,37 βαθειά-βαθειά ἡ ἀμείλικτη εὐεργεσία τῆς σιωπῆς, — |
200 | τρέμουσες φωταψίες τῆς ἄλλης ὄχθης, ὅπως ταλαντεύεσαι μές στό ἴδιο σου τό κύμα, ἀνάσα ὠκεανοῦ. Ὡραῖος, ἀνάλαφρος ὁ ἴλιγγος τοῦτος, — πρόσεξε, θά πέσεις. Μήν κοιτᾶς ἐμένα, ἐμένα ἡ θέση μου εἶναι τό ταλάντευμα — ὁ ἑξαίσιος ἴλιγγος. Ἔτσι κάθε ἀπόβραδο ἔχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες. |
205 | Συχνά πετάγομαι στό φαρμακεῖο ἀπέναντι γιά καμμιάν ἀσπιρίνη, ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καί μένω μέ τόν πονοκέφαλό μου ν' ἀκούω μές στούς τοίχους τόν κούφιο θόρυβο πού κάνουν οἱ σωλῆνες τοῦ νεροῦ, ἤ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη, ξεχνιέμαι κ' ἑτοιμάζω δυό — ποιός νά τόν πιεῖ τόν ἄλλον; — |
210 | ἀστεῖο ἀλήθεια, τόν ἀφήνω στό περβάζι νά κρυώνει ἤ κάποτε πίνω καί τόν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ' τό παράθυρο τόν πράσινο γλόμπο τοῦ φαρμακείου σάν τό πράσινο φῶς ἑνός ἀθόρυβου τραίνου πού ἔρχεται νά μέ πάρει μέ τά μαντίλια μου, τά στραβοπατημένα μου παπούτσια, τή μαύρη τσάντα μου, τά ποιήματά μου, χωρίς καθόλου βαλίτσες — τί νά τίς κάνεις; |
215 | Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Ἄ, φεύγεις; Καληνύχτα. Ὄχι, δέ θἄρθω. Καληνύχτα. Ἐγώ θά βγῶ σέ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί, ἐπιτέλους, πρέπει νά βγῶ ἀπ' αὐτό τό τσακισμένο σπίτι. Πρέπει νά δῶ λιγάκι πολιτεία,38 — ὄχι, ὄχι τό φεγγάρι — |
220 | τήν πολιτεία μέ τά ροζιασμένα χέρια της, τήν πολιτεία τοῦ μεροκάματου, τήν πολιτεία πού ὁρκίζεται στό ψωμί καί στή γροθιά της τήν πολιτεία πού ὅλους μᾶς ἀντέχει στή ράχη της μέ τίς μικρότητές μας, τίς κακίες, τίς ἔχτρες μας, μέ τίς φιλοδοξίες, τήν ἄγνοιά μας καί τά γερατειά μας, — |
225 | ν' ἀκούσω τά μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας, νά μήν ἀκούω πιά τά βήματά σου μήτε τά βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καί τά δικά μου βήματα. Καληνύχτα. |
(Τό δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πώς κάποιο σύννεφο θἄκρυψε τό φεγγάρι. Μονομιᾶς, σάν κάποιο χέρι νά δυνάμωσε τό ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μιά πολύ γνωστή μουσική φράση. Καί τότε κατάλαβα πώς ὅλη τούτη τή σκηνή τή συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος»,39 μόνο τό πρῶτο μέρος. Ὁ Νέος θά κατηφορίζει τώρα μ' ἕνα εἰρωνικό κ' ἴσως συμπονετικό χαμόγελο στά καλογραμμένα χείλη του καί μ' ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θά φτάσει ἀκριβῶς στόν Ἅη-Νικόλα, πρίν κατέβει τή μαρμάρινη σκάλα, θά γελάσει, — ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τό γέλιο του δέ θ' ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ' τό φεγγάρι. Ἴσως τό μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τό ὅτι δέν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σέ λίγο ὁ Νέος θά σωπάσει, θά σοβαρευτεῖ καί θά πεῖ: «Ἡ παρακμή μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θά ξεκουμπώσει πάλι τό πουκάμισό του καί θά τραβήξει τό δρόμο του. Ὅσο γιά τή γυναίκα μέ τά μαῦρα, δέν ξέρω ἄν βγῆκε τελικά ἀπ' τό σπίτι. Τό φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καί στίς γωνιές τοῦ δωματίου οἱ σκιές σφίγγονται ἀπό μιάν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν ὀργή, ὄχι τόσο γιά τή ζωή, ὅσο γιά τήν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; Τό ραδιόφωνο συνεχίζει):
ΑΘΗΝΑΙ, Ἰούνιος 1956
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το Blogger με ενημερώνει ότι δε μου επιτρέπει να απαντώ στα σχόλια στο ίδιο μου το blog- λόγω κάποιας ρύθμισής μου για cookies (την οποία δε θυμάμαι) .
Ψάχνω για να διορθώσω
μα εν τω μεταξύ ΣΑΣ ΖΗΤΩ ΣΥΓΓΝΩΜΗ που δεν απαντώ πάντα
και ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ που σχολιάσατε.
Μου δίνετε μεγάλη χαρά όταν κάνετε τον κόπο- ακόμα κι αν διαφωνούμε.