Ένα από τα μικρότερα δεινά του επαγγέλματός μου είναι αυτά που σχεδόν πάντα ακολουθούν μόλις αναφερθεί.
Ταξιτζήδες, συνδαιτυμόνες ή συνεπιβάτες, σερβιτόροι, ρεσεψιονίστ και μπάρμεν πρώτα θα ζητήσουν να επαναλάβουμε το όνομά μας γιατί 'μπορεί να σε ξέρω'. Κι αφού απογοητευθούν (όχι από τις λογοτεχνικές τους γνώσεις αλλά από εμάς) αργά ή γρήγορα επιδιώκουν να μας απομονώσουν για να μας διηγηθούν την ιστορία της ζωής τους. 'Που, άμα στα πω όλα καμιά φορά, είναι για βιβλίο....'
Αναρωτιέμαι αν αυτή η επιθυμία τους πηγάζει από μιά διάθεση μομφής (που δεν είμαστε διάσημοι στον κόσμο τους ώστε να καμαρώσουν που μας γνώρισαν) ή μιά συμπονετική επιθυμία να μας βοηθήσουν (να γίνουμε διάσημοι στον κόσμο τους ώστε να καμαρώσουν που μας γνώρισαν).
Ο συγγραφέας στο νου αυτών των ανθρώπων είναι κάτι σαν τον παραμυθά άγριας φυλής που λέει ιστορίες γύρω από τη φωτιά κρατώντας τους μύθους ζωντανούς, διαφυλάσσοντας την πορεία της φυλής σα σε κουβάρια που ξετυλίγει προς τέρψιν και συμμόρφωσιν. Και, βέβαια, δεν έχουν άδικο. Το κωμικό όμως είναι που αντί να επιθυμούν να ακούσουν το βάρδο που συνάντησαν, δεν ξέρω με ποια ταύτιση ή μετάθεση επιθυμούν διακαώς να πάρουν τη θέση του μετατρέποντάς τον σε ακροατή της μίζερης και κοινής προσωπικής τους πορειούλας.
Μη με παρεξηγήσετε, δεν είναι ότι τους περιφρονώ. Απλώς, όπως ξέρει κάθε συγγραφέας και κάθε αναγνώστης, οι ιστορίες είναι συγκεκριμένες όσο κι η βιολογία μας κι η τέχνη έγκειται στον τρόπο, στη ματιά ή οπτική ή point of view, το ύφος με το οποίο ο αφηγητής τις ξαναζωντανεύει.
Είτε είναι η Εύα, ο Αδάμ κι ο Όφις, είτε ο γιός που κλέβει τη μαμά από το μπαμπά, είτε ο Σεβάχ-Οδυσσέας που φτάνει ως τα πέρατα της γης με έπαθλο το ταξίδι, οι ιστορίες είναι εδώ μαζί μας, πάντα ενεργές σε ένα ασυνείδητο που μας κληροδοτεί η γλώσσα, ο πολιτισμός κι η φύση μας. Τις έχουμε για μέτρα και σταθμά μας, λυδία λίθο για να ξεχωρίζουμε τι αξίζει και να ζυγίζουμε τους άλλους ή και (οι αξιότεροι) τον εαυτό μας.
Δουλειά του καλλιτέχνη είναι να μας τις κρατάει ζωντανές κι επίκαιρες γι αυτό κι η συγγραφή συμβολικά είναι η πεπλοκαλυμμένη Ιέρεια που, καθισμένη σε Πύλη που στηρίζεται σε ανόμοιες κολώνες (άσπρη και μαύρη), κρατά βιβλίο που κανείς δεν ξέρει να διαβάσει. Κανείς ως τώρα δηλαδή, που ο αναγνώστης τραβώντας το αραχνοΰφαντό της κάλυμμα θα δει το πρόσωπό της, θα αποκαλύψει το ναό και θα διαβάσει το βιβλίο της.
Γιατί; Για να αποκτήσει τη συνείδηση των μύθων, να γίνει πιο συνειδητός και δίκαιος και να διανύσει τη ζωή του εν εγρηγόρσει και όχι ως φυτό, ως κόκκος άμμου ή ως πρόβατο.
Μα δεν θα το αναπτύξω πιο πολύ, με καταλάβατε. Εύχομαι μόνο να ήταν σαν εσάς (κι εμένα) ο επόμενος πληκτικός κι αφόρητος που θα θελήσει να στριμώξει τη Μαντάμ για να της πει την ιστορία του δίχως να υποψιάζεται πως ένα άλλο ίδιον του επαγγέλματος είναι η ανεπτυγμένη ειρωνεία, το τάλαντο του σαρκασμού που κάνει η γλώσσα δώρο σε όσους τη δουλεύουν και που παλεύει μέσα μου με τους καλούς μου τρόπους― και σάς ομολογώ, όσο κι αν προσπαθώ να είμαι ευγενική συχνά νικά και εκδηλώνεται με δηλητήριο λακωνικό που δε με τιμά αλλά με ξαλαφρώνει.
___________________________________________________________
Εικόνα: από τα 'book paintings' του Mike Stilkey
λέν οι άνθρωποι στους συγγραφείς τέτοια??
ΑπάντησηΔιαγραφήεμ τότε πάτε για βαρέα .... ΟΜΙΛΙΑΣ....
πάντως είναι υπέροχο να μιλούν οι άνθρωποι
Λένε, λένε... & ναι akrat, υπέροχο να μιλούν αλλά υπέροχοι όσοι ακούν & ξέρουν να σιωπούν..
ΔιαγραφήΕ άμα σε ξαλαφρώνει, χώστην την ειρωνία, ταρακουνά τα λυμνάζοντα νερά ;)
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι τι υπέροχος ο καλλιτέχνης με τα βιβλία.
Φιλάκια Δάφνη :))
I do, I do Στεφανάκι, αλλά θα μου άρεσε να συγκρατιόμουν― Καλό σαββατοκύριακο & Καλή αρχή στο Summer Bliss!
ΔιαγραφήΘα μου γράψεις την αυτοβιογραφία;
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε θέλω κάπως μεταξύ Βοναπάρτη, Αλέξανδρου, Αλκιβιάδη....
lol Ασκάρ― πώς με πιάνεις!
Διαγραφή