Γιάννης
Κοντός
1943-2015
Η κηδεία: Σάββατο 12:00, Νεκροταφείο Παπάγου.
Ήμουν 19 ετών όταν κυκλοφόρησε το πρώτο μου βιβλίο στον
Κέδρο. Ζεστά μεσημέρια ανέβαινα στο μακρόστενο χαμηλοτάβανο γραφείο της Νανάς Καλλιανέση,
η πιο νέα κι η πιο σιωπηλή ανάμεσα στους συγγραφείς και ποιητές της, όλους άνδρες
με μουστάκια, γένια και δάχτυλα κιτρινισμένα απ' το τσιγάρο. Ως αργά μαζεύονταν
κάτω στου Απότσου για ούζα, γέλια βροντερά, πολιτικές κουβέντες και δικά τους υπονοούμενα
και πολιτικά ενώ παρακολουθούσα αμήχανη ακουμπώντας δειλά τα santé μου ανάμεσα σε
ιδρωμένα ποτήρια, μεζέδες και φρέσκα λογοτεχνικά περιοδικά.
Ο Γιάννης Κοντός είτε πάνω στο γραφείο, είτε στο μαγαζί
στη σκοτεινή στοά ήταν ο μόνος που ένιωθα όταν μου μιλούσε ότι είχε υπ' όψιν τις «Προεκτάσεις Της Μαύρης Κάλτσας» μου και γνώριζε γιατί ήμουνα κι εγώ εκεί.
Ποιητής της "γενιάς του '70" με αναγνώσεις,
ραδιόφωνο, μεταφράσεις και παιδικά βιβλία, στον Ηνίοχο, το δικό του βιβλιοπωλείο,
πιο παλιά, στον Κέδρο αργότερα ή διδάσκοντας στο Θέατρο Τέχνης ως τώρα, μας
αφήνει κληρονομιά τους στίχους του και, σ΄εμένα προσωπικά, εκτός από την αφιέρωση
στα «Δευτερόλεπτα του φόβου», αφήνει την ανάμνηση εκείνης που ήμουν κάποτε
στη στοά Πανεπιστημίου και Χαριλάου Τρικούπη.
_____________________________________________________
Ο εικαστικός Haris Lithos για τον ποιητή Γιάννη Κοντό,
'Ενας συγκινητικός και ουσιαστικός αποχαιρετισμός:
''Τις δυο τελυταίες φορές που τον είδα στο νοσοκομείο
το θυμόμουν έντονα.
Καθόμασταν οι δυο μας.
Πίναμε από το μεσημέρι και πήγε βράδυ, λίγο πριν κλείσει το Αγορά.
''Τάχα θα το έκοβες'' λέγαμε ο ένας στον άλλον και γελούσαμε.
''Οι φίλοι που φεύγουν, κάθονται στους ώμους μου Γιάννη. 'Αλλοι κάθονται και γράφουν, άλλοι χαμογελούν, άλλοι κλαίνε. Ο Τάκης, ο Μάριος, η Ελένη.
Ξέρεις ποιοι ειναι οι χειρότεροι; Εκείνοι που μου χαμογελούν. Μ'εκείνους που χαμογελούσα. Εκείνοι βαραίνουν πιο πολύ. Εκείνοι μου λύγισαν την πλάτη. Σ'εκείνους πίνω κάθε απόψε.''
''Εκείνοι δε θα 'θελαν να πίνεις Χάρη.'' Μου απάντησε. ''Με το ένα χέρι κρατιούνται απ'τον λαιμό σου και με το άλλο κρυφά, όταν δεν τους κοιτάζεις, ρίχνουν λίγο νερό στο κρασί σου. 'Οσο για την πλάτη, κάποτε θα περάσει.
'Οπως λέω και στο ποίημα
Κάποτε, εκεί που σε πονά η πλάτη, θα πεταχτούν φτερά, ή έστω ένα και θα πετάξεις κάθετα, κλείνοντας τα μάτια στις φωνές του κόσμου και θα τα πίνεις πάλι με τον Τάκη και με τους υπόλοιπους. Και τότε δε θα χρειάζεται νερό, να ρίχνουν στο κρασί σου.''
Λίγο πριν φύγουμε, πήγα στο δίπλα το τραπέζι να χαιρετήσω μια φίλη,
όταν γύρισα, έπιασα το ποτήρι, να πιώ την τελευταία γουλιά του κρασιού μου, για να φύγουμε.
Το κρασί δεν ήταν το ίδιο, είχε λίγο νερό.
Αντίο Γιάννη, ευχαριστώ.''
'Ενας συγκινητικός και ουσιαστικός αποχαιρετισμός:
''Τις δυο τελυταίες φορές που τον είδα στο νοσοκομείο
το θυμόμουν έντονα.
Καθόμασταν οι δυο μας.
Πίναμε από το μεσημέρι και πήγε βράδυ, λίγο πριν κλείσει το Αγορά.
''Τάχα θα το έκοβες'' λέγαμε ο ένας στον άλλον και γελούσαμε.
''Οι φίλοι που φεύγουν, κάθονται στους ώμους μου Γιάννη. 'Αλλοι κάθονται και γράφουν, άλλοι χαμογελούν, άλλοι κλαίνε. Ο Τάκης, ο Μάριος, η Ελένη.
Ξέρεις ποιοι ειναι οι χειρότεροι; Εκείνοι που μου χαμογελούν. Μ'εκείνους που χαμογελούσα. Εκείνοι βαραίνουν πιο πολύ. Εκείνοι μου λύγισαν την πλάτη. Σ'εκείνους πίνω κάθε απόψε.''
''Εκείνοι δε θα 'θελαν να πίνεις Χάρη.'' Μου απάντησε. ''Με το ένα χέρι κρατιούνται απ'τον λαιμό σου και με το άλλο κρυφά, όταν δεν τους κοιτάζεις, ρίχνουν λίγο νερό στο κρασί σου. 'Οσο για την πλάτη, κάποτε θα περάσει.
'Οπως λέω και στο ποίημα
Κάποτε, εκεί που σε πονά η πλάτη, θα πεταχτούν φτερά, ή έστω ένα και θα πετάξεις κάθετα, κλείνοντας τα μάτια στις φωνές του κόσμου και θα τα πίνεις πάλι με τον Τάκη και με τους υπόλοιπους. Και τότε δε θα χρειάζεται νερό, να ρίχνουν στο κρασί σου.''
Λίγο πριν φύγουμε, πήγα στο δίπλα το τραπέζι να χαιρετήσω μια φίλη,
όταν γύρισα, έπιασα το ποτήρι, να πιώ την τελευταία γουλιά του κρασιού μου, για να φύγουμε.
Το κρασί δεν ήταν το ίδιο, είχε λίγο νερό.
Αντίο Γιάννη, ευχαριστώ.''
______________________________________________
Όταν τον βλέπω με το Γιάννη Ρίτσο (αγαπημένο του φίλο),
θυμάμαι Κέδρο και Απότσου
_________________
Κάτω: Στίχοι
Εκείνη κρατούσε με
προσοχή
το τριαντάφυλλο, για
να μη σβήσει.
Τα πλυμένα ρούχα.
Τα ξεχασμένα σχήματα.
Τα τσαλακωμένα ρούχα.
Ο τρύπιος ουρανός.
Τα τρύπια δίχτυα του
Θεού
―για να περνάνε τα
ψάρια ελεύθερα.
Αφήνεις τα ίχνη σου
πάνω μου
και γίνομαι κατάστικτος.
Έτσι με γνωρίζουν
στον παράδεισο.
Η κηδεία: Σάββατο 12:00, Νεκροταφείο Παπάγου.
Εικόνες
Πάνω: Τα «Δευτερόλεπτα του φόβου» στο γραφείο μου με αφιέρωση
και τις διευθύνσεις μας στο φάκελο.
Κάτω: Μετά θάνατον κυκλοφορεί το τελευταίο του (παιδικό) βιβλίο. Δεν πρόφτασε να το πιάσει στα χέρια του, λέει ο εκδότης.
και τις διευθύνσεις μας στο φάκελο.
Κάτω: Μετά θάνατον κυκλοφορεί το τελευταίο του (παιδικό) βιβλίο. Δεν πρόφτασε να το πιάσει στα χέρια του, λέει ο εκδότης.
μ εκανες και πηγα στη βιβλιοθηκη και βρηκα ενα και μονο βιβλιο που ειχα και θα το αρχισω ξανα τωρα με το καφεδακι και τη θαλασσα ν ακουγεται απο μακρια
ΑπάντησηΔιαγραφήσ ευχαριστω
Τον είχες;
ΔιαγραφήΧαίρομαι άσωτε που ενέπνευσα ένα όμορφο πρωινό.
___ Φαντάζομαι δεν ήσουν ποτέ κοπελίτσα αλλά για μας είναι μεγάλη κι αιώνια η ευγνωμοσύνη που γεννά το να μας φερθούν σα να είμαστε άνθρωποι κι όχι 'γκομενάκια', 'μουνίτσες' ή ό,τι άλλο τέτοιο. Ειδικά σε ένα περιβάλλον μεταξύ Ρίτσου και Γκάτσου όπου εμείς θα χάναμε αν δεν ξαναπατούσαμε επειδή μας υποτιμούν. Δύσκολες στιγμές και η στήριξη του Γιάννη Κοντού δεν ξεχνιέται..