Ξυπνώ σ' ένα παράδεισο, στον κλειστό μου κήπο. Και κάθε
δειλινό καμαρώνω τα βαρβάκια να στέκουν ακίνητα πάνω στο βράχο κι ύστερα να εφορμούν,
άφοβα περνώντας λίγα μέτρα πάνω από τα μαλλιά μου προς την πλαγιά για το θήραμα.
Στον κήπο γράφω, στην αυλή ψηλά, κάτω απ' την πέργκολα.
Μα αρχίζει:
Αρχίζει να εισβάλλει ο κόσμος ο άλλος που δεν ήθελα, που
δεν περίμενα να ζήσω. Ο κόσμος της βλακείας.
Είδατε χθες το SUV παρκαρισμένο πάνω στο πεζοδρόμιο για να σταθεί ο οδηγός να παραλάβει ως Έλλην την ελεημοσύνη
σε σακούλα lidl (1 πεπόνι και κρέας και πατάτες άκουσα) που κόστιζε
λιγότερο από τη βενζίνη του.
Μάθατε για τον άρρωστο μετανάστη που μεταφέρθηκε από την
Αμυγδαλέζα σε νοσοκομείο τελευταία στιγμή. Αμυγδαλέζα, το στρατόπεδο που οι διαμαρτυρίες
για την κατασκευή του δεν ήταν επειδή δε θέλουμε στρατόπεδα κράτησης, Άουσβιτς και
Γκουαντανάμο αλλά επειδή τάχα θα αυξανόταν το έγκλημα (και μάλιστα―τι ειρωνία―πλάι
σε αστυνομική σχολή νομίζω).
Τo άλλο:
«'Eνα εκατομμύριο τουρίστες κάθε χρόνο αποβιβάζονται
στο Κατάκολο και τραβούν προς Αρχαία Ολυμπία.
Η κυβέρνηση ….. όμως κάνει το Κατάκολο περιοχή άντλησης
πετρελαίου και ρύπανσης. Τόσος σχεδιασμός, τόση βλακεία.
Και διαρρέουν και την είδηση προς τους …. προετοιμασμένους
για εκπόρνευση ιθαγενείς: 1.000 άτομα σε κάθε γεωτρύπανο θα δουλεύουν. Σε τέτοια
χώρα γελοίων υπόδουλων ζούμε και ντρέπομαι, δεν μπορώ να το ανεχτώ και ελπίζω, όπως
προείπα μονάχα στο Χάος...» σχολιάζει
άνθρωπος που εμπιστεύομαι.
Παλεύεται; Και πώς;
Δεν έχω οίκτο και συμπόνια για ελεήμονες ή ζήτουλες. Δεν
πρόκειται να φοβηθώ (ελπίζω κι εύχομαι) αλήτες που υπέγραψαν ξεπούλημα, που χτυπούν
ξένους μα μονάχα ξένους προσλαμβάνουν (σκλάβους- δίχως χαρτιά για να 'ναι στο έλεός
τους).
Έχω οργή. Οργή για τους νεοναζί και νεο-ορθόδοξους που
βασανίζουν ομοφυλόφιλους στη Ρωσία με ευλογίες Πούτιν και Αστυνομίας (Μποϋκοτάρουμε,
το ξέρετε φαντάζομαι).
Οργή για τη Συρία, για τους πνιγμένους πρόσφυγες, για
τα κορίτσια που πουλιούνται κι αγοράζονται όσο και για τα αγοράκια (Χάζαρους συνήθως)
που βιάζονται στα κρυφά γλέντια του Αφγανιστάν.
Οργή για την υποκρισία των φιλανθρώπων, των επενδυτών,
των θρήσκων κι ευσεβών που ξευτιλίζονται για ένα πεπόνι.
Οργή, οργή ξανά οργή κι ακόμα πιο πολλή διότι χθες το
βράδυ διάβαζα για το αρχέτυπο των ορφανών θεών του Γιουγκ κι αυτά ήθελα να γράφω.
Ξυπνώ σ' ένα παράδεισο. Μα είναι; Και δεν κατάλαβα πότε
έγινε έτσι που σιγά-σιγά κι ανεπαισθήτως νοιώθω πως είναι αναλγησία και ντροπή να
σας το πω ότι είναι ωραία η θάλασσα και μου έδωσαν χαρά τα νέα σχέδια στα ζωγραφιστά
μου νύχια.
Θα σας τα δείξω- ως αντίσταση στη φρίκη. Μαζί με ένα ποίημα
του Καβάφη που για μένα σήμερα πήρε άλλο νόημα- τα τέρατα δεν είναι πια φανταστικά. Υπάρχουν.
Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για νάβρω τα παράθυρα.— Όταν ανοίξει
ένα παράθυρο θάναι παρηγορία.—
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.
για νάβρω τα παράθυρα.— Όταν ανοίξει
ένα παράθυρο θάναι παρηγορία.—
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.
__________________________________
Εικόνα: Τα
νύχια μου πάντα από τη Nadia (στο Xenios)