Χτυπάει
τηλέφωνο και δεν το σηκώνω.
Μετά
από ώρα σηκώνομαι και το κοιτάω, ήταν αγαπημένος φίλος. Του τηλεφωνάω.
―Πάμε
να φάμε; Με καλεί.
―Δε
γίνεται, δε μπορώ.
―Γιατί,
τι κάνεις; Έλα τότε όποτε θες..
―Δε
γίνεται, λέω ψάχνοντας απεγνωσμένα για δικαιολογία. Και φορτώνω με ψέματα τον καλό μου φίλο.
Γιατί;
Επειδή είμαι άρρωστη.
Εθισμένη. Έχω δυό μέρες κλεισμένη σπίτι με τον έρωτά μου, το αντικείμενο του πόθου μου και καταστροφή μου.
Πότε είναι που μια
έξη, μια συνήθεια, όσο ευχάριστη κι αν είναι, πρέπει να πολεμηθεί; Όταν γίνεται
εμπόδιο στην πρόοδό μας, όταν μας κοστίζει σε χρήμα και φίλους, όταν μας απασχολεί όλο το χρόνο μας και δε δουλεύουμε αλλά γινόμαστε ασυνεπείς και ψεύτες.
Μια χαρά είναι να πίνεις το ποτό σου, να παίρνεις ό,τι ντρόγκες θες, να τρως ό,τι σ΄αρέσει, και δεν είναι ζήτημα ηθικής ή καλού-κακού. Πότε όμως η συνήθεια γίνεται επιβλαβής έξη; Πότε είμαστε εθισμένοι; Όταν η έξη μας γίνει εμπόδιο σε άλλες δραστηριότητες της ζωής μας ενώ συνειδητοποιούμε πως είναι μια συνήθεια που δε μπορούμε να κόψουμε μα γι αυτήν θυσιάζουμε άλλα που οφείλουμε ή θέλουμε και που μας αρέσουν. Σωστά;
Γιατί δεν είδα φίλους
αγαπημένους ενώ μέρα τη μέρα το κανόνιζα κι ανέβαλα;
Γιατί δεν πήγα ακόμα
να δω τον εκδότη μου;
Γιατί δεν έβλεπα κάθε
μέρα θέατρο και σινεμά;
Γιατί δεν πήγα εδώ
κι εκεί κι εκεί όπως σχεδίαζα και υποσχέθηκα;
Γιατί δεν έκανα τόσες
δουλειές που είχα και, χαρακτηριστικό των εθισμένων, τα αφήνω όλα μισά κι ατέλειωτα;
Και πιο πολύ:
Γιατί είπα τόσα ψέματα
πως έχω κάποια επείγουσα δουλειά σε φίλους που σέβομαι και θέλω να δω;
Θα το εξομολογηθώ:
Αιτία είναι η
φρικτή μου έξη. Το Διάβασμα.
Και τώρα που τακτοποιώ παλιά βιβλία σε νέα βιβλιοθήκη
είμαι σα
νεαρός σε Καφέ του Αμστερντάμ, σα παιδί στο
Λούνα Παρκ, σαν το Νάρκισσο στην αίθουσα των Κατόπτρων, δηλαδή άρρωστη, δηλαδή δε-γίνεται-να-ξεκολλήσω.
Ο πιο φρικτός μου
εθισμός, το πιο δύσκολο να καταπολεμηθεί, το μεγάλο εμπόδιο στη ζωή μου και της προόδου μου, ο διάβολός μου, είναι ένα και μόνο ένα: το Διάβασμα.
Ω ναι, το Διάβασμα.
Πάρτε παράδειγμα αυτό
το σαββατοκύριακο. Παρασκευή βράδυ γύρισα (φορτωμένη βιβλία) από το studio που έκανα εκπομπή κι από τότε
μεταφέρομαι από καναπέ σε κρεβάτι σε γραφείο διαβάζοντας όσα υποτίθεται
τακτοποιώ. Ο πρωινός καφές γίνεται απογευματινό τσάι κι εγώ δεν έχω κουνηθεί· τρώω όρθια τρεις μπουκιές από ό,τι έχω στο ψηγείο ενώ δεν απαντώ σε κανένα μήνυμα. Αυτό είναι αρρώστια. Ο διάβολός μου.
Διότι παρά τις χαρές, τις τεράστιες χαρές, που
μου έχει δώσει, το Διάβασμα είναι η κατάρα της ζωής μου που,
ήδη από τα μαθητικά μου χρόνια, έγινε εμπόδιο στην πρόοδό μου και, καθόλου παραδόξως, αιτία κακών
βαθμών και μεγάλης ταλαιπωρίας στο σχολείο.
Έχω τιμωρηθεί πολλάκις
επειδή ώρα μαθήματος διάβαζα άλλο βιβλίο- Χένρυ Μίλλερ θυμάμαι ήταν ένα από αυτά
και η καθηγήτρια το κράτησε για να το διαβάσει και να αποφανθεί πως στα 14 ήμουν
πολύ μικρή να το καταλάβω. Δεν ξέρω αν ήμουν, δε θυμάμαι τι καταλάβαινα μα τόσο
δε μπορούσα να το αφήσω που το έκρυβα στην τσάντα και κάτω απ' τα τετράδια. Και
νοσταλγώ, όπως χρήστης τις παλιές μαστούρες, ακόμα νοσταλγώ εκείνη τη χαρά του
να πρωτοδιαβάζεις Προυστ ή Μπαλζάκ, εκείνο το βύθισμα τις βροχερές ημέρες εκείνου του Νοεμβρίου
που γνώρισα την Άννα Καρένινα.
Τώρα λοιπόν που
πλησιάζει η ώρα της επιστροφής στη Μύκονο, προσπαθώ να οργανωθώ και να προλάβω όσα μαζεύονται και με πιάνει ίλιγγος όταν αναλογίζομαι πόσα δεν έκανα, πόσες συγγνώμες χρωστάω
και πότε ―αχ πότε- θα αφοσιωθώ σ' αυτό που γράφω και το αφήνω για να διαβάζω άλλα άλλων με την πρόφαση πως ερευνώ. Ναι με την πρόφαση. Διότι οι προφάσεις εν αμαρτίαις είναι άλλο ένα σύμπτωμα του εθισμού κι ο εθισμένος τα πιο μεγάλα ψέματα τα λέει στον εαυτό του.
Readers Anonymous άραγε υπάρχει;
Και πώς, ξέρει κανένας πώς, γλιτώνει ο άνθρωπος από αυτή την έξη;
________________
Εικόνα
Τα παιδικά. Έτσι, μ' αυτά άρχισε το κακό.
Κι από πίσω, τυχαία επειδή είναι ακουμπισμένο εκεί το σχέδιο του Γιώργου Ζιάκα για το κοστούμι του Μεγαλέξανδρου του Θόδωρου Αγγελόπουλου