Πάντα έλεγαν πολλά ή λίγα ψέματα οι κυβερνώντες. Η προπαγάνδα, σύγχρονή τους αλλά και επενδυτική από τα σχολικά θρανία, δεν είναι καινούργια. Μα τελευταία ζούμε μια έξαρση θράσους όταν πολιτικοί όπως ο Τραμπ κι ο Ερτογάν δεν αφήνουν το έργο στους ανθρώπους τους αλλά κι οι ίδιοι τολμούν να πετάνε κοτσάνες που κάνουν κάθε μελετητή να φρίζει.
Εύκολο στην Τουρκία με τη Λογοκρισία της, εύκολο δυστυχώς και στις ΗΠΑ αφού αποδείχθηκε ότι την Επιστήμη, τον Ορθολογισμό και τις ενημερωμένες απόψεις τις νίκησε όλες ο ακράτητος λαϊκισμός που μας σπρώχνει προς μια Ηλιθιοκρατία τρομακτικά επικίνδυνη.
Πατριωτισμού κι εθνομεγαλείασης ίχνος δεν έχω μέσα μου, το έχω ξαναπεί. Πατρίδα μου είναι η αλήθεια. Και για τη Σμύρνη προσθέτω το λιθαράκι μου με το μόνο εργαλείο που μας μένει. Την Ενημέρωση.
Δουλεύουμε για την Τουρκία. Η άνοδος της εμπορικής ζωής της Σμύρνης είναι μια ένδειξη για την εμπορική δύναμη της Τουρκίας. Η Σμύρνη κάηκε από Έλληνες στρατιώτες την ώρα που υποχωρούσαν» είπε ο Τούρκος πρόεδρος, μιλώντας στο Επιμελητήριο της Σμύρνης.
Μάλιστα, σύμφωνα με τουρκικά ΜΜΕ, ο Ερντογάν φέρεται να είπε πως «τα πιο μεγάλα χτυπήματα τα έχουν κάνει αυτοί που θεωρούν τον εαυτό τους πολιτισμένο σε αυτή τη γεωγραφική περιοχή».
«Μην κοιτάτε που λένε ότι το έκαναν οι Τούρκοι» ανέφερε ο Τούρκος πρόεδρος.
Μεσημέρι της 13ης Σεπτεμβρίου 1922 υψώθηκαν οι πρώτοι καπνοί πάνω από τον αρμενομαχαλά Χαϊνότς της Σμύρνης. Τέσσερις μέρες νωρίτερα, στις 9 Σεπτεμβρίου, τα πρώτα κεμαλικά στρατεύματα είχαν μπει στην πόλη και τα ελληνικά είχαν τραπεί σε άτακτη φυγή. Οι φλόγες που αφάνισαν το κέντρο της Σμύρνης και τα πανικόβλητα πλήθη στην προκυμαία είναι η γνωστότερη εικόνα, στην Ελλάδα, της Μικρασιατικής Καταστροφής. Δεν ήταν όμως η τελευταία πράξη του δράματος που είχε μετατρέψει την Μικρά Ασία σε ένα απέραντο σφαγείο. Και άλλες σφαγές έμελλε να ακολουθήσουν τις πολλές που είχαν προηγηθεί, αιχμαλωσίες, η Ανταλλαγή…
Κυριάκος Λυκουρίνος
“Γιατί κάψαμε τη Σμύρνη;”
Παρά τη χθεσινή δήλωση του Ερντογάν (“τη Σμύρνη την έκαψαν οι Έλληνες στρατιώτες την ώρα που υποχωρούσαν”), πολλοί Τούρκοι, ιστορικοί και συγγραφείς, δέχονται ότι η πυρπόληση της Σμύρνης υπήρξε μια σκόπιμη και συνειδητή πράξη των κεμαλικών, που αποσκοπούσε στην εξόντωση των ελληνικών κοινοτήτων και στην πλήρη εκδίωξη των ελληνικών πληθυσμών από τη Σμύρνη και όλη τη Μικρά Ασία.
Η αποδοχή της τουρκικής ευθύνης βασίζεται εν πολλοίς στη άμεση ομολογία του Falih Rifki Atay (1894-1971), διανοούμενου, δημοσιογράφου και διακεκριμένου στελέχους του κεμαλικού εθνικιστικού κινήματος. Ο F.R. Atay υπήρξε αυτόπτης μάρτυς της φωτιάς, αφού ο ίδιος ο Κεμάλ του είχε ζητήσει να βρίσκεται εκείνες τις μέρες στην πόλη για να ιστορήσει τη θριαμβική είσοδο των νικητών. Σχεδόν σαράντα χρόνια μετά (ο Κεμάλ δεν ήταν πια εν ζωή και ο ίδιος είχε αποσυρθεί από την ενεργό πολιτική) αποφάσισε να δημοσιεύσει τις αναμνήσεις και τις σημειώσεις του. Στο βιβλίο του Çankaya (1η έκδ. 1961) περιγράφει την καταστροφή της πόλης, ονοματίζει τους ενόχους (κυρίως τον Νουρεντίν Πασά) και προχωράει σ’ ένα τολμηρό ερώτημα, που δεν είχε τεθεί μέχρι τότε από κανένα Τούρκο συγγραφέα: “Γιατί κάψαμε τη Σμύρνη”; Η απάντησή του είναι κυνική και ειλικρινής:
“Γιατί κάψαμε τη Σμύρνη; Γιατί φοβηθήκαμε ότι αν έμεναν τα κτήρια στη θέση τους, δεν θα μπορούσαμε να απαλλαγούμε από τις μειονότητες… Όταν εξορίζονταν κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Αρμένιοι, καίγαμε όλες τις κατοικημένες περιοχές, γιατί είχαμε αυτόν ακριβώς το φόβο. Αυτό δεν σχετίζεται μόνο με τη διάθεση για καταστροφή. Υπάρχει και κάποιο αίσθημα κατωτερότητας μέσα του. Θεωρούσαμε ότι το καθετί που έμοιαζε με Ευρώπη ήταν μοιραίο να παραμείνει χριστιανικό και ξένο, γι’ αυτό και εμείς έπρεπε να το αποβάλουμε” (το επίμαχο απόσπασμα περιλαμβάνεται στην πρώτη έκδοση του βιβλίου, στις επόμενες όμως απαλείφεται).
Στις 30 Αυγούστου γιορτάστηκε στην Τουρκία η «Εορτή της Νίκης», η επέτειος της κατάρρευσης του ελληνικού μετώπου που οδήγησε στην αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από την Μικρασία. Στις 9 Σεπτεμβρίου γιορτάστηκε η «Απελευθέρωση της Σμύρνης», ενώ πολλές άλλες πόλεις, από την Προύσα ως το Αϊβαλί, την Πάνορμο ως τα Σώκια, εορτάζουν αντίστοιχες επετείους κατάλυσης της ελληνικής κατοχής. Στην Ελλάδα, πάλι, υπάρχει μια ατμόσφαιρα πένθους σε όσους θυμούνται, πένθους είτε προσωπικού (οικογενειακού) όσων έχουν και θυμούνται μια μικρασιατική καταγωγή, είτε μιας αδιόρατης απώλειας.
Πολλοί στην Τουρκία, ιδίως την εποχή των γεγονότων που εξετάζουμε, μιλούσαν για έναν «δεκαετή πόλεμο», όπου από το 1912 ως το 1922 το τουρκικό έθνος πολεμούσε για την ύπαρξή του. Η θέση αυτή δεν είναι καθόλου αβάσιμη. Όπως είδαμε στο πρώτο μέρος του αφιερώματοςΔείτε το άρθρο εδώ, ο κύκλος του αίματος στην Μικρά Ασία δεν είναι παρά το δεύτερο επεισόδιο του αιματοκυλίσματος στα Βαλκάνια και του αγώνα να «πεταχτούν οι Τούρκοι από την Ευρώπη». Οι βιαιότητες από την πλευρά των Τούρκων αρχίζουν το 1914, με τον Μεγάλο ΔιωγμόΓενοκτονία των Ελλήνων, Α΄ Φάση (1913-1914), Βικιπαίδεια των ελληνικών πληθυσμών, συνεχίζονται με την αρμενική ΓενοκτονίαΓενοκτονία των Αρμενίων, Βικιπαίδεια το 1915 και εξακολουθούν, με τα αμελέ ταμπουρού.Τα τάγματα εργασίας των Τούρκων που οδήγησαν στο θάνατο 250 χιλιάδες Έλληνες, Μηχανή του Χρόνου (τάγματα εργασίας), τις εκτοπίσεις και τις πορείες θανάτου μέχρι το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου.
Προκειμένου για τη Μικρά Ασία, μπορούμε να μιλήσουμε για μία μάχη δύο λαών μέχρις εσχάτων για το μοίρασμα μιας γης που διεκδικούν αμφότεροι. Οι μεν Έλληνες πασχίζουν να πάρουν πίσω όσα θεωρούν πως οι Τούρκοι τους έκλεψαν, ενώ τα δικαιούνται από την ιστορία. «Ήμασταν εδώ πρώτοι, μας κλέψατε τη χώρα μας, είστε παρείσακτοι και ανεπιθύμητοι», λέει το ελληνικό εθνικό αφήγημα. Η Μικρά Ασία θεωρείται «το αλύτρωτο άλλο μας μισό»: μετά τους Βαλκανικούς, το Βασίλειο της Ελλάδος είχε 5 περίπου εκατομμύρια κατοίκους, ενώ 2 περίπου εκατομμύρια ελληνορθόδοξοι ζούσαν στη Μικρά Ασία.
Οι Τούρκοι, από την άλλη, έχουν ήδη χάσει κοιτίδες πεντακοσίων χρόνων στα Βαλκάνια, από όπου εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες έχουν κατακλύσει την Ανατολία. Βλέποντας τους Έλληνες να αποβιβάζονται, ταυτόχρονα με τους συμμάχους της Αντάντ, στη Μικρασία και να αποκτούν ζώνες κατοχής, θεωρούν πως κινδυνεύουν να εξαφανισθούν ως αυτόνομη πολιτική οντότητα και από την γη όπου έχουν ριζώσει για οκτώμισι ήδη αιώνες, από τη μάχη του Μαντιζκέρτ Η τουρκική λογοτεχνία της περιόδου χαρακτηρίζεται από μια γραφή βάναυση στον υστερικό της εθνικισμό, και θα χρειασθούν δεκαετίες σε μια κοινωνία πολιτικά αυταρχική και κοινωνικά ανελεύθερη για να υιοθετηθεί μια γραφή πιο ανθρωπιστική και πιο αποστασιοποιημένη.
Γύρω από την μικρασιατική τραγωδία αναπτύσσονται λοιπόν δύο εθνικά αφηγήματα. Όπως αυτά αποτυπώνονται στην λογοτεχνία εκείνων που έζησαν τα γεγονότα, αμφότερα παριστάνουν μέρος μόνο των γεγονότων και αμφότερα είναι γεμάτα αντιφάσεις.
Ανακολουθίες στην ελληνική αφήγηση: η πικρία και το «φταίνε οι ξένοι που μας βάλανε»
Στα κλασικά κείμενα των Ελλήνων Μικρασιατών λογοτεχνών είναι πολλές οι ανακολουθίες στην προσέγγιση και την ανάλυση του μικρασιατικού δράματος. Πολλές από αυτές οφείλονται στο τραύμα που τους άφησε η εμπειρία του πολέμου και του ξεριζωμού, αλλά και στην κακή υποδοχή της οποίας έτυχαν στη «μητέρα πατρίδα». Η απογοήτευση με τη ζωή στην Ελλάδα κάνει πολλούς να ανασταίνουν έναν χαμένο μικρασιατικό «παράδεισο» των πρώτων τους χρόνων, προτού ο πόλεμος τον αφανίσει. Στο τραύμα του πολέμου, εξάλλου, οφείλεται το γεγονός ότι τα περισσότερα έργα των Μικρασιατών γράφηκαν δεκαετίες μετά την Καταστροφή και την έξοδο.
Στο μεταξύ, οι συγγραφείς –παιδιά ή νέοι ακόμη όταν φθάνουν στην Ελλάδα– επηρεάζονται από τις ιδεολογίες που διχάζουν την ελληνική κοινωνία. Η μνήμη της ζωής «εκεί» αναμιγνύεται έτσι με τα ζητήματα που καίνε «εδώ», και γεννάται ένα πολλές φορές ιδεολογικά στρατευμένο γράψιμο (ιδίως στην Διδώ Σωτηρίου. Πολλά βιβλία προσπαθούν να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα –τα εθνικιστικά οράματα με τον διεθνισμό, τον ανθρωπισμό, την αντιϊμπεριαλιστική ρητορεία της αριστεράς. Ίσως ο ιδεολογικός αυτός αχταρμάς να είναι αναπόφευκτος για τα παιδιά μιας γενιάς που βίωσε τη μία ανατροπή και τη μία πίκρα μετά την άλλη, που είδε τον κόσμο της να γκρεμίζεται απανωτές φορές και έψαξε απελπισμένα κάποιο ιδεολογικό αποκούμπι για στήριγμα και παρηγοριά. Σε κάθε περίπτωση, τα έργα τους έδωσαν φωνή στην μνήμη και την πικρία των προσφύγων. Αποτέλεσαν βασικά σχολικά αναγνώσματα στην Ελλάδα και διαμορφώνουν ακόμη την κοινή αντίληψη για την Καταστροφή, την απώλεια και την προσφυγική εμπειρία.
Οι Μικρασιάτες συγγραφείς κάνουν συχνά λόγο για εθνικούς πόθους, για μια επίμονη έκκληση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας για απελευθέρωση, για Ένωση με τη «μητέρα Ελλάδα». Ενώ παρουσιάζουν μια ειδυλλιακή, παραμυθένια ζωή σε έναν χαμένο μικρασιατικό παράδεισο, κάνουν ταυτόχρονα λόγο για σκλαβιά, ραγιαδισμό και τον «πόθο της απελευθέρωσης». Διαβάζουμε, λοιπόν, για την ελπίδα των Μικρασιατών για «λύτρωση» στο Οι νεκροί περιμένουν το πρώτο και απολύτως αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά της Διδώς Σωτηρίου: «Σαν άνοιγες την Κυριακή τις πόρτες των σπιτιών, αντάμωνες έναν κόσμο δουλευτάδων με την καθαρή του αλλαξιά, το γιορτινό του τραπέζι, το ρακί του, το μερτικό του στον έρωτα και στη χαρά και άσβηστο τον πόθο να λευτερωθεί απ' τη ραγιαδοσύνη».
Η Σωτηρίου περιγράφει τους γονείς της: «Ο πατέρας ήταν ο καλύτερος υποστηριχτής της ελληνικής κοινότητας του Αϊντινιού. Ήταν έφορος του Άη-Γιώργη. Φρόντιζε για την καλή λειτουργία του ελληνικού νοσοκομείου, βοηθούσε οικονομικά τη Λέσχη, που ήταν ένα πνευματικό κέντρο. Έβρισκε πως μέσα σ' εκείνα τα ιδρύματα κρατιόταν άσβηστη η φλόγα του πατριωτισμού που θύμιζε στους ραγιάδες την Ελλάδα, τη μητέρα τους. Η μητέρα πολλές φορές καταπιανόταν να μας καλλιεργεί την εθνική περηφάνεια μας. Μας έλεγε πως οι Τούρκοι είναι οι προαιώνιοι εχθροί μας, μας διηγόταν πώς έπεσε η Πόλη και πως ο μαρμαρωμένος βασιλιάς περίμενε να ξαναπάνε πίσω οι Έλληνες να τον αναστήσουν. Πηδούσε στις αρχαίες Τράλλεις, που απόδειχναν πως το Αϊντίνι ήταν ανέκαθεν ελληνικό. Ανακάτευε τους αρχαίους Ίωνες και έλεγε “ο δικός μας ο Όμηρος”. Κι ύστερα κατηφόριζε σκόρπια στο ‘21».
Η Σωτηρίου σκιαγραφεί δύο κόσμους, γειτονικούς αλλά απόλυτα διαφορετικούς, στα περίχωρα του Αϊδινίου. «Εκείνα όλα τα τουρκοχώρια μου είχαν γεννήσει μια βασανιστική απορία. Σε ποιoν πραγματικά ανήκε η εύφορη εκείνη γη; Στους Τούρκους ή σ' εμάς; Όταν ζούσες στις “καθαρόαιμες” ρωμέικες συνοικίες και στα δικά μας χωριά, και μάθαινες τα ελληνικά σου στα σκολειά, και τα μιλούσες στον δρόμο, και πήγαινες να λειτουργηθείς στις εκκλησιές, κι έβλεπες όλες εκείνες τις φάμπρικες και τα τσιφλίκια πού ‘χαν αφεντικά τους ρωμιούς τζορμπατζήδες, τότε πίστευες πως ήταν δική μας, καταδική μας η Μικρασία. Μα όταν ξεστράτιζες κατά τους τουρκομαχαλάδες και τα τουρκοχώρια κι έβλεπες το λεφούσι εκείνο των Τούρκων δουλευτάδων, που πάππου προς πάππου μοχθούσαν πάνω στην ίδια εκείνη γη, κι έχτιζαν τα σπίτια τους και τα τζαμιά τους, και μιλούσαν τη δική τους γλώσσα, κι είχαν τις δικές τους παραδόσεις, κι είχαν ριζωμένη στη ψυχή τους την πίστη πως βρίσκονταν στη δική τους πατρίδα, τότε δε θα μπορούσες να μη μπερδευτείς».
Οι δύο αυτοί κόσμοι έμελλε να συγκρουσθούν ανηλεώς για την ίδια γη. Η παρουσίαση της Σωτηρίου είναι πολύ επιτυχής, αν και λείπει η διαπίστωση πως οι Ρωμιοί αποτελούν μειονότητα στην δυτική Μικρά Ασία, με εξαίρεση κάποιους σκόρπιους, μικρούς θύλακες όπου υπερέχουν απόλυτα –την πόλη της Σμύρνης, το Αϊβαλί, τις χερσονήσους της Αρτάκης, της Ερυθραίας και της Μυκάλης. Παρά τις αλχημείες της ελληνικής διοίκησης, που προσπαθεί να “κατατμήσει” αυτούς που ήταν πλειοψηφία σε Τούρκους, Τουρκομάνους, Γιορούκους, Κιρκάσιους και Βόσνιους, η πραγματικότητα είναι πως οι ελληνορθόδοξοι αποτελούν μικρές, συμπαγείς νησίδες σε μια τουρκομουσουλμανική θάλασσα.
Μέσω της εκπαίδευσης, το ελληνικό εθνικό αφήγημα περί ιερών δικαίων στην γη, που εκπηγάζουν από την ιστορία, έχει περάσει απόλυτα στους Έλληνες της δυτικής τουλάχιστον Μικράς Ασίας. Από τις χαρακτηριστικότερες σκηνές είναι εκείνη της σχολικής εκδρομής στο κάστρο του Πάγου (στη Σμύρνη) στο μυθιστόρημα του Κοσμά ΠολίτηΣτου Χατζηφράγκου. Οι δάσκαλοι, αφού τους δείχνουν τη θέση του αρχαίου θεάτρου (τότε δεν είχε ανασκαφεί), καλούν τα παιδιά: «Όρθιοι, και σιγή ενός λεπτού, δια να τιμήσωμεν την δόξαν της αρχαίας Ελλάδος». Αφού τους δείχνουν την γύρω τοπογραφία με τα ελληνικά ονόματα των βουνών και των ποταμών, ο ένας δάσκαλος λέει με μάτια υγρά και έναν πνιχτό λυγμό, «όλα αυτά ήσαν ελληνικά. Όλα αυτά ήσαν, είναι και θα είναι ελληνικά… εις τον αιώνα τον άπαντα».
Στου Χατζηφράγκου ο Πολίτης παρουσιάζει την επιρροή της Μεγάλης Ιδέας στα ρωμιόπουλα της Σμύρνης. «Όποιος είχε πιστόλι ή γκραδάκι έσκαψε στο πρεβολάκι του και το καταχώνιασε. Το φυλάγανε για τη Μεγάλη Ιδέα, τότε που θα μπαίνανε στο λιμάνι το Ύδρα, Σπέτσαι και Ψαρά, με τα θεόρατα κανόνια τους, θ’ ανασταινότανε ο Κωνσταντίνος από τον τάφο του και θα παίρναμε την Πόλη και την Αγιά-Σοφιά. Αυτά διηγόντουσαν οι γέροι στα εγγόνια τους, και τους δείχνανε, κρεμασμένους, τους πολιτρέδεςπορτραίτα του Μιαούλη, του Κολοκοτρώνη και του Καραϊσκάκη». Τα παιδιά τραγουδούν εμβατήρια για τον Έλληνα βασιλιά. Και η ιδέα της ελευθερίας στο παιδικό μυαλό: «Αντί Τούρκοιζαπτιέδεςαστυνομικούς, θα’ χομε Έλληνοι ζαπτιέδες. Αυτή την ιδέα έχω! Βρε μεγαλείο!»
Είναι λοιπόν ένας κόσμος βαθιά ριζωμένων, αιωνόβιων εθνικών οραμάτων, που στην εποχή των εθνικισμών και της Οθωμανικής κατάρρευσης φαντάζουν πραγματοποιήσιμα. Ο Κοσμάς Πολίτης μάλιστα περιγράφει πώς οι Έλληνες της Σμύρνης δυσκολεύονται να καταλάβουν κοινότητες με υπερεθνική/κοσμοπολίτικη ταυτότητα, όπως οι Λεβαντίνοι, που δεν έχουν ακόμη αλωθεί από τον εθνικισμό. «Ούλοι αυτοί οι Φράγκοι μιλούσανε αναμεταξύ τους ρωμαίικα. Αν τους ρωτούσες όμως, «τι είσαι;», αποκρίνονταν «Κατολίκ». -Βρε, δε σε ρωτάω τη θρησκεία σου. Τι πράμα είσαι; -Κατολίκ. -Βρε, ρωμαίικα σου μιλάω. Ποιο είναι το μιλέτι σου; Με ποια νατσιόνα βαστάς;»
Μετά την είσοδο του ελληνικού στρατού
Οι συγγραφείς σημειώνουν την αγαλλίαση με την οποία γίνονται δεκτά τα ελληνικά στρατεύματα. Πού και πού, ωστόσο, κάποιες αναφορές ανατρέπουν την ατμόσφαιρα της ευφορίας ή λειτουργούν ως προειδοποιήσεις. Έτσι, στο Οι Νεκροί περιμένουν η Σωτηρίου περιγράφει αρχικά τον ενθουσιασμό του σμυρναίικου ελληνισμού για την απόβαση του 1919. «Σε όλα τα σπίτια κυμάτιζαν πελώριες γαλανόλευκες σημαίες. Ένα κομμάτι απ' τον ουρανό απλώθηκε στα μπαλκόνια και στις καρδιές. Ο κόσμος ξεχυνόταν στους δρόμους σαν το νερό που σπάζει με ορμή τα φράγματα κι απλώνεται παντού. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, σχημάτιζαν αυθόρμητες διαδηλώσεις. Μυριόστομα ξεσπούσαν τα κρυμμένα τραγούδια τους. Ήταν μια στιγμή τέτοιου ομαδικού, ηλεκτρισμένου ενθουσιασμού, που κάνει τους απλούς ανθρώπους να αισθάνονται ήρωες. Είχε φτάσει η μεγάλη στιγμή που λαχταρούσε και οραματιζόταν αιώνες ο ραγιάς. Και τώρα, έκαιγε το φέσι της υποταγής και της υποκρισίας και ξεσπούσε σ' ένα αυθόρμητο, μυριόστομο “Ζήτω!”». Σύντομα όμως σημειώνονται θανατηφόρες συμπλοκές. «Όταν έγινε γνωστό πως 163 στρατιώτες και πολίτες πλήρωσαν με τη ζωή τους την ειρηνική κατάληψη της Σμύρνης, ο κόσμος τους χαλάλισε».
Στα Ματωμένα Χώματα η Σωτηρίου περιγράφει τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις των τουρκόφωνων Ρωμιών του ΚιρκιντζέΠληροφορίες για το χωριό στο efessios.gr –που είχαν περάσει τα πάνδεινα με τα τάγματα εργασίας την περίοδο του Διωγμού και του Μεγάλου Πολέμου– για την Ανακωχή του 1918. Προειδοποιεί πως ο εξοπλισμός των Ρωμιών με όπλα από έναν παρατημένο γερμανικό στρατώνα προμήνυε νέες συμφορές. «Οι Τούρκοι απ’ τα γειτονικά μας χωριά, μόλις μάθανε πως οπλιστήκαμε, παρατήσανε σπίτια και χωράφια και τραβήξανε κατά τα Σώκια και το Κουσάντασι. Ο φόβος τώρα άλλαξε κονάκι. Μόλις μαθεύτηκε πως στην Σμύρνη ξεμπάρκαρε ο ελληνικός στρατός, και τα πέντε γειτονικά τουρκοχώρια γίνηκαν στάχτη! Νέα στάχτη, νέες συφορές που θα φέρουν κι άλλες κι άλλες!» Η Μικρά Ασία παραδίνεται στην φωτιά και το αίμα για μια τριετία...
Η πρόσκαιρη πραγμάτωση του ονείρου, όμως, φέρνει συχνά την απογοήτευση και τις ανησυχίες. Οι ελληνικές αρχές διέψευσαν κατά πολύ τις προσδοκίες των Μικρασιατών. Ακόμα και στη Σμύρνη, που σαν να περιβαλλόταν από μια γυάλα ασφαλείας για χρόνια, καθώς οι Σμυρνιοί δεν στρατεύθηκαν στα αμελέ ταμπουρού και δεν υπέστησαν διωγμούς πριν την Καταστροφή, πληθαίνουν οι αιτιάσεις για την συμπεριφορά των αρχών κατοχής. Κατά τον Κοσμά Πολίτη, στην πόλη των προξενείων και των διομολογήσεων Μία από τις πηγές του κοσμοπολιτισμού της Σμύρνης «ζούσαμε σε μιαν άγνοια του τουρκικού στοιχείου. Αντίθετα, όταν εγκαταστάθηκε η Ελληνική Αρμοστεία στη Σμύρνη, έρχονταν στιγμές που εμείς οι ντόπιοι νιώθαμε πως βρισκόμαστε κάτω από ξένη –δεν λέω εχθρική– κατοχή».
Και μετά η Καταστροφή, οι σφαγές των Ελλήνων, ο ξεριζωμός –που τον υπέστησαν οι ίδιοι οι συγγραφείς. Όλα αυτά περιγράφονται με δραματική παραστατικότητα. Στο Οι νεκροί περιμένουν, η φοβερή σφαγή στο Αϊδίνι το 1919, όπου η Σωτηρίου έχασε συγγενείς, γνωστούς και φίλους, περιγράφεται με τρομερές εικόνες· τα δεινά των Αϊβαλιωτών, στοΝούμερο 31328 και τα άλλα γραπτά του Ηλία Βενέζη και της αδελφής του Αγάπης Βενέζη-Μολυβιάτη . Αλλά οι σφαγές των Τούρκων και οι αμέτρητες πυρπολήσεις πόλεων και χωριών κατά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού δεν εμφανίζονται παρά ως μακρινός απόηχος –ενδεχομένως γιατί οι συγγραφείς, ευρισκόμενοι πολύ μακριά από το μέτωπο, τις μάθαιναν από διαδόσεις. Παρόλα αυτά δεν τις παραβλέπουν και δεν αποκρύπτουν τον αποτροπιασμό τους και τον φόβο τους για αντίποινα. Στα Ματωμένα Χώματα και τα βιβλία του Βενέζη εμφανίζονται οι Τούρκοι άμαχοι να ζητούν εκδίκηση για συγγενείς τους που κατέσφαξε ο ελληνικός στρατός, πολλές φορές εις βάρος των Ρωμιών αιχμαλώτων που στέλνονται, για εξόντωση, στο εξωτερικό. Πρέπει να διαβάσει κανείς τα απομνημονεύματα των στρατιωτών για να αποκτήσει μια εικόνα του σφαγείου. Με αυτά θα ασχοληθεί η ελληνική λογοτεχνία δεκαετίες αργότερα, με έργα όπως Το συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη. Ένα αφιέρωμα στο βιβλίο που έγινε και θεατρική παράστασηκαι το ΓκιακΈνα αφιέρωμα στο βιβλίο από το protagon.gr.
Ο «ξένος δάκτυλος» στους Έλληνες συγγραφείς
Οι Μικρασιάτες συγγραφείς δεν επιδίδονται σε ουσιαστική κριτική της τρέλλας του ελληνικού στρατιωτικού εγχειρήματος: να πουν δηλαδή ότι κατελήφθη μια περιοχή που ήταν αδύνατο να κρατηθεί, ένας παράλιος θύλακας μιας απέραντης, αλλοεθνούς και εχθρικής ενδοχώρας. Επιλέγεται, αντίθετα, η εύκολη λύση: φταίνε οι άλλοι. Οι «άλλοι», εν προκειμένω, δεν είναι οι Τούρκοι. Τα κλασικά έργα όσων Ελλήνων έζησαν τα χρόνια εκείνα δεν πέφτουν στην παγίδα του αιμοβόρου και ωμού εθνικισμού, που δυστυχώς δεν αποφεύγει όπως θα δούμε η τουρκική γραμματεία της περιόδου.
Οι δακτυλοδεικτούμενοι από τους Έλληνες συγγραφείς “άλλοι” είναι «οι Μεγάλες Δυνάμεις». Όπως είδαμε στο πρώτο μέρος του αφιερώματοςΔείτε το άρθρο εδώ, για τον Μεγάλο Διωγμό των Ρωμιών και την Αρμενική Γενοκτονία φταίνε σύμφωνα με τους Έλληνες λογοτέχνες οι Γερμανοί. Για τον πόλεμο στην Μικρασία, πάλι, δεν φταίνε οι Έλληνες πολιτικάντηδες ή οι άμετρες εδαφικές ορέξεις του ελληνικού κράτους. Φταίνε οι δυνάμεις της Αντάντ και ο δυτικός ιμπεριαλισμός. Η σχολή αυτή –η ρίζα των προβλημάτων και της ευθύνης να αναζητείται προς τα έξω, στην ιμπεριαλιστική Ευρώπη/Δύση, και όχι στην ελληνική κοινωνία– είναι ιδιαίτερα της μόδας και στις μέρες μας και οδηγεί, δυστυχώς, σε “άφεση αμαρτιών” για τα οικεία πταίσματα αλλά και τα μεγαλύτερα λάθη. Σε κάθε περίπτωση, στο ζήτημα της λογοτεχνικής αποτύπωσης της Καταστροφής «ο ξένος δάχτυλος» αποτελεί κοινό λογοτεχνικό τρόπο και έχει σημαδέψει ανεξίτηλα την οπτική της ελληνικής κοινωνίας ως προς τα γεγονότα.
Στο Οι νεκροί περιμένουν, η Σωτηρίου γράφει: «Μα η Μικρασία που πλήρωσε την απάτη της πολιτικής της Αντάντ δεν ήταν ψεύτικη και κανένα χρυσωμένο ψέμα δεν μπορεί να σκεπάσει την τραγική μοίρα των Ελλήνων που την κατοικούσαν». Η απάτη της Αντάντ, όχι η τρέλλα της ελληνικής πολιτικής και στρατιωτικής τάξης, ευθύνεται για τον αφανισμό τους. Με αναγωγή της ευθύνης «στους μεγάλους», ο Τούρκος απαλλάσσεται, όπως και ο Έλληνας, για το κύριο μερίδιο ευθύνης. Οι περιπτώσεις που Τούρκοι παρουσιάζονται θετικά είναι συχνές. «Καμιά φορά αναρωτιέμαι πώς δεν έσβησαν απ' τη μνήμη μου ο Χασάνης κι ο Αλής, όπως τόσοι άλλοι Τούρκοι που γνώρισα, και η μόνη απόκριση που βρίσκω είναι πως οι δυο αυτοί αντιπροσώπευαν, στην καρδιά μου, την αγνή και αγαθή ψυχή του βασανισμένου και καθυστερημένου εκείνου λαού, που ύπουλες και κακοποιές δυνάμεις τον έσπρωχναν καταπάνω μας και τον μεταβάλανε σε “προαιώνιο εχθρό” μας».
Όσοι μεγάλωσαν σε σπίτια με πρόσφυγες γνωρίζουν πως, τελικά, η μετάθεση της ευθύνης στις μεγάλες δυνάμεις ήταν μια λύση για να επιβιώσουν, συμφιλιωμένοι με την συμφορά και αποφεύγοντας το τυφλό μίσος για «τους Τούρκους», με τους οποίους είχαν συμβιώσει και από τους οποίους δεν διατηρούσαν –όπως τόνιζαν οι περισσότεροι– χειρότερες μνήμες από εκείνες που απέκτησαν με τους «Ελλαδίτες». Το μίσος, η οργή, η πικρία ίσως είναι ευκολότερη όταν ο αποδέκτης της είναι κάποιος απρόσωπος, μακριά... Καθώς οι συγγραφείς ήθελαν να επιτελέσουν και ρόλο παιδευτικό για τις νέες γενιές, απέφυγαν να τους εμφυσήσουν το μίσος για τον «προαιώνιο αντίπαλο».
Όσοι μεγάλωσαν με πρόσφυγες γνωρίζουν επίσης από πρώτο χέρι πόσο κακής υποδοχής έτυχαν αυτοί και πόσο δυσκολεύθηκαν να προσαρμοσθούν στην Ελλάδα. Πολλοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με τα χειρότερα από την στιγμή που πάτησαν το πόδι τους στην «πατρίδα». Η Σωτηρίου αφίχθη στον Πειραιά για δήθεν ταξίδι αναψυχής με ευκατάστατους συγγενείς, την πρόλαβε όμως η Καταστροφή εν πλω. Εμβρόνητη η οικογένεια αποβιβάζεται ανάμεσα σε συγγενείς στρατιωτιών στον Πειραιά. «Πέσανε όλες πάνω μας, μας τραβούσαν, έκλαιγαν, ρωτούσαν νέα, μας απειλούσαν. Μια γριά στάθηκε μπροστά μας με τα χέρια στη μέση: -Ελόγου σας το λοιπόν είστε οι πρόσφυγκοι; Και τι κοπιάσατε να κάνετε στα μέρη μας; Πούναι τα παιδιά μας; Γιατί φορτώσανε την αφεντιά σας στα βαπόρια κι αφήσανε οπίσω τους φαντάρους; Μια μικρή ξέφυγε απ' το χέρι της μάνας της κι ήρθε κοντά μου. -Δε φοράτε σαλβάρια και φερετζέδες; με ρώτησε καθώς ξέταζε το καλοραμμένο φουστάνι μου. -Δεν είμαστε μεις Τουρκάλες! -Πώς δεν είστε, είστε πρόσφυγες, πρόσφυγες, κακοί άνθρωποι! Γυρεύαμε ξενοδοχείο στο λιμάνι για ν' αποκουμπίσουμε και να περιμένουμε τους δικούς μας. Όπου όμως κι αν ρωτούσαμε, παίρναμε την ίδια στερεότυπη απόκριση: -Απ' τη Σμύρνη έρχεστε; Δε δεχόμαστε πρόσφυγες».
Στο Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, ο Σεφέρης –που είχε εγκαταλείψει την γενέτειρά του Ιωνία πριν την Καταστροφή– γράφει: «Άκουσα σήμερα από έναν πρόσφυγα τούτο: Βγήκαν κυνηγημένοι σ΄ ένα ελληνικό νησί. Μαγαζιά, σπίτια, πόρτες, παράθυρα, έκλεισαν όλα μονομιάς. Αυτός με την γυναίκα του μέσα στό κοπάδι. Το μωρό έξι μέρες να τραφεί· έκλαιγε, χαλνούσε τόν κόσμο. Η γυναίκα παρακαλούσε για νερό. Τέλος από ένα σπίτι της αποκρίθηκαν: Ένα φράγκο το ποτήρι. Κι ο πατέρας συνεχίζει: “Τι να κάνω, κύρ-Στράτη, έφτυσα μέσα στο στόμα του παιδιού μου για να το ξεδιψάσω”». Ο Πολίτης πάλι γράφει στην αφιέρωσή του στο Στου Χατζηφράγκου: «Καταφέρανε να χω στην πατρίδα μου το αίσθημα του ραγιά». Τελικά, η ματαίωση που αισθάνονται οι επιζώντες της Καταστροφής στην Ελλάδα και η απογοήτευση που η «μητέρα πατρίδα» βγήκε τόσο υπολειπόμενη των προσδοκιών τους είναι το συναίσθημα που θα τους συνοδεύει μέχρι τον τάφο –όχι το μίσος για τους Τούρκους.
O υστερικός εθνικισμός στην τότε τουρκική λογοτεχνία και η υπέρβασή του
Για τους Τούρκους η ελληνική απόβαση στη Μικρά Ασία τον Μάιο του 1919 σηματοδοτεί την έναρξη του αγώνα που είναι γνωστός ως «Πόλεμος της Σωτηρίας». Και αυτό παρότι η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν υπό συμμαχική (και ελληνική) κατοχή από τον Νοέμβριο του 1918. Η ελληνική απόβαση στη Σμύρνη ενισχύει την πεποίθηση των Τούρκων πως οι λαοί της Ευρώπης δεν αρκούνται με την εκδίωξή τους από εκεί, που έχει συντελεσθεί λίγα μόλις χρόνια πριν με τους Βαλκανικούς. Θέλουν να τους αφανίσουν και από την Μικρά Ασία. Ο διαμελισμός της σε σφαίρες επιρροής με τη Συνθήκη των Σεβρών κάνει τον φόβο να μοιάζει πραγματικότητα.
Τα λογοτεχνικά κείμενα της περιόδου που καταπιάνονται με τον «Πόλεμο της Σωτηρίας» έχουν γραφεί είτε από άλλοτε μέλη του εθνικιστικού περιοδικού Genç Kalemler Ένα άρθρο για τη σχέση του περιοδικού με τον τουρκικό εθνικισμό της Θεσσαλονίκης, είτε από συμπολεμιστές του Ατατούρκ. Χαρακτηριστικό πολλών είναι ο ωμός εθνικισμός που σοκάρει και –με τα σημερινά μας μάτια– αηδιάζει. Την περίοδο ενός πραγματικού πανικού για την εθνική επιβίωση, οι συγγραφείς φαίνεται πως υιοθετούν απόλυτα την ρήση του Ομέρ Σεϊφεττίν «όπως δεν υπάρχει οικογένεια χωρίς αγάπη, έτσι δεν μπορεί να υπάρξει και έθνος χωρίς μίσος». Ο αιμοβόρος εθνικισμός χαρακτηρίζει τόσο τα έργα που εκδόθηκαν τα χρόνια του πολέμου, όσο κι εκείνα που γράφηκαν από τους συμμετέχοντες σε αυτόν δεκαετίες μετά.
Την οργή των Τούρκων τρέφει η πεποίθηση πως οι ίδιοι δεν ηττήθηκαν στρατιωτικά από τους συμμάχους, οι οποίοι δεν κατόρθωσαν να διαβούν τα στενά της Καλλίπολης. Οι ρωσικές νίκες στον Καύκασο ακυρώνονται μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και την έξοδο της Ρωσίας από τον Μεγάλο Πόλεμο. Οι Τούρκοι τρέφονται με τον μύθο πως ένα έθνος που δεν ηττήθηκε στρατιωτικά καταμετρήθηκε μεταξύ των ηττημένων επειδή ηττήθηκαν οι σύμμαχοί του. Μύθος, καθότι οι αραβικές επαρχίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας είχαν επαναστατήσει και, με την βοήθεια των Άγγλων, αποσχισθεί όλες –οι Τούρκοι δεν είχαν πια εδάφη στην Μέση Ανατολή– και με την Πόλη σε κατοχή τους απέμενε μονάχα η Μικρά Ασία. Όσο σουρεαλιστική και αν ακούγεται, η φράση (από τουρκικό σχολικό βιβλίο του δημοτικού) «καθώς νικήθηκαν οι Γερμανοί, μας θεώρησαν και μας νικημένους» είναι πασίγνωστη στην Τουρκία σήμερα και αντικείμενο ανηλεούς χλεύης από την νεολαία.
Τη βαθύτατη αίσθηση ταπείνωσης μετά την Ανακωχή και την κατάληψη της Πόλης την οποίαν ένιωθαν κυρίως οι στρατιωτικοί, περιγράφει στο έργο του Κουρασμένος Πολεμιστής ο Κεμάλ ΤαχίρWikipedia: «Έχετε προσέξει πώς κοιτούν τους ενστόλους στον δρόμο, το καφενείο, το τραμ; Στους ώμους μας δεν φέρουμε πια επωμίδες, αλλά το βάρος της ήττας. Σωστότερα, το βάρος για αυτά που είναι ακόμη τώρα σε εξέλιξη. Κάθε επιτιμητικό βλέμμα, προσβλητικός λόγος μειώνει τις αντοχές μας».
Τα αισθήματα των Τούρκων για την ελληνική απόβαση στην Σμύρνη και την ευτυχία των Ελλήνων Σμυρναίων εκφράζει ο Samim Kocagöz στο έργο Kalpaklilar. Αυτό ασχολείται με την ιστορία του Χασάν Ταχσίν, ενός πράκτορα της διαβόητης Ειδικής ΟργάνωσηςWikipedia των Οθωμανικών μυστικών υπηρεσιών. Ο Ταχσίν θεωρείται ο ήρωας που «έριξε το πρώτο βόλι» κατά των Ελλήνων στην Μικρά Ασία. «Βγήκαν στην Προκυμαία. Γινόταν το αδιαχώρητο. Ανοίγοντας δρόμο σιγά σιγά προχώρησαν προς τον Φραγκομαχαλά. Από τον Σταθμό των Διαβατηρίων ως το Μεγάλο Θέατρο ήταν αδύνατο να προχωρήσεις. Ρωμιοί, άνδρες γυναίκες, είχαν πάρει τους δρόμους, είχαν κρεμαστεί στα παράθυρα, αγνάντευαν την προκυμαία. Από κάθε κεφάλι έβγαινε και μια φωνή.
Ο εχθρικός στόλος είχε αγκυροβολήσει στα ανοιχτά, δύο πολεμικά είχαν πλησιάσει περισσότερο στην ακτή. Οι στρατιώτες στα καταστρώματα κουνούσαν τα χέρια και τα καπέλα τους, τραγουδούσαν εμβατήρια. Στην ακτή, οι Ρωμιοί τους απαντούσαν με επευφημίες. Ο Γιουσούφ ρώτησε με πνιχτή φωνή: γιατί κοιτάμε αυτό το ρεζιλίκι; Ο Χασάν Ταχσίν κάρφωσε τα μάτια του που έκαιγαν στους Ευζώνους που είχαν αρχίσει να αποβιβάζονται από το πλοίο στις βάρκες. -Εσείς αν θέλετε πηγαίνετε. Εγώ σε πέντε λεπτά θα έχω μια δουλίτσα εδώ. Αρχίζουμε τoν αγώνα. Εγώ τον αρχίζω, εσείς θα τον συνεχίσετε. Δώς μου συγχώρεση. Τώρα οι κραυγές, οι επευφημίες και τα ζήτω έφθαναν στον ουρανό. Οι στρατιώτες είχαν αποβιβασθεί και ετοιμάζονταν να παρελάσουν. Ο Γιουσούφ ψέλλισε με δυσκολία: Κι εσάς, τι θα σας κάνουν; Ο Χασάν απήντησε χωρίς δισταγμό: Ξέρω, θα με κάνουν κομμάτια. Αλλά κι εγώ θα κομματιάσω κάμποσους από δαύτους. Όσους απομείνουν, θα τους ξεκάνει ο λαός, θα τους πετάξει απ’ την χώρα μας».
Καθώς η Μικρά Ασία κατέχεται όχι μόνο από Έλληνες, αλλά και από Άγγλους, Γάλλους και Ιταλούς, αναπτύσσεται η ρητορεία από τους Τούρκους εθνικιστές πως ο «Πόλεμος της Σωτηρίας» δεν είναι παρά ένας πόλεμος κατά του δυτικού ιμπεριαλισμού. Οι κατοχικές δυνάμεις θέλουν να μετατρέψουν την Τουρκία σε αποικία, όπως έχουν ήδη κάνει με τις αραβικές χώρες. Έτσι στο τουρκικό εθνικό αφήγημα ο πόλεμος συχνά περιγράφεται, ακόμη σήμερα, ως «ο πρώτος εθνικο-απελευθερωτικός πόλεμος κατά του διεθνούς ιμπεριαλισμού». Μία από τις θεμελιώδεις αντιφάσεις δε στην τουρκική λογοτεχνία της εποχής είναι το πάντρεμα αυτής της αντι-ιμπεριαλιστικής ρητορικής με τον πιο αδυσώπητο εθνικισμό.
Στο έργο Ξένος ο Yakup Kadri Karaosmanoğlu γράφει πως ο «Πόλεμος της Ανεξαρτησίας» δεν διεξάγεται στο όνομα του τουρκικού έθνους, αλλά στο όνομα «κάθε αδικημένου και καταπιεσμένου»: «Υπάρχει άλλη πορεία για να στραφεί όλος ο τουρκικός κόσμος; Ο τουρκικός κόσμος; Όχι, θα έλεγα όλοι οι αδικημένοι. Οι αχόρταγοι πλούσιοι τριών-τεσσάρων δυτικών κρατών άρπαξαν την μπουκιά από το χέρι των φουκαράδων. Πυρπολήθηκαν τόσα σπίτια, τόσα άλλα γκρεμίσθηκαν. Σήμερα ο λόρδος του Westminster με την ροζ μούρη πολεμά να θέσει υπό αποικιοκρατία τον δύσμοιρο χωρικό της Ανατολίας. Και τι θα φάει από δαύτα τα πλάσματα; Είναι όλοι τους πετσί και κόκκαλο».
Ο ίδιος, ωστόσο, ο Karaosmanoğlu δεν αφήνει περιθώρια αντίστοιχου διεθνισμού των κατατρεγμένων στα απομνημονεύματά του Vatan Yolunda (Στον δρόμο της πατρίδας). Αναφέρεται συχνά στους Έλληνες ως «οι πρώην δούλοι» που τώρα καίνε τα χωριά μας, ενώ συχνά συζητά για τον πόλεμο με όρους Βυζαντίου-Οθωμανών. Για τα πτώματα των σκοτωμένων στρατιωτών δίπλα σε ένα πυρπολημένο από αυτούς χωριό: «Κοιτάζω τι απέμεινε από τους Έλληνες. Για μια στιγμή πάω να νιώσω οίκτο αλλά ξαφνικά την καρδιά μου την γεμίζει ένα μεγάλο μίσος, που μετατρέπεται με την ίδια ταχύτητα σε οργή. Σκέφτομαι ότι αυτό το πτώμα δυο χρόνια πριν ήταν ένας νέος που ζούσε στις ακτές απέναντι. Τι γύρευε εδώ; Στο όνομα ποιου θεού πέθανε; Εάν πήρε θέση σε αυτήν την συμφορά παρά την δική του κρίση και θέληση, τότε σε τι διαφέρει από τα πτώματα ζώων που σαπίζουν λίγο παραπέρα στα ίδια χώματα και βρωμούν με τον ίδιον τρόπο; Αν πάλι είχε έλθει με την δική του θέληση, τότε σε τι διαφέρει από τους ληστές που σκοτώνουμε στο κατώφλι του σπιτιού μας και που απειλούν την ζωή και το βιος μας;»
Η Χαλιντέ Εντίπ στην αυτοβιογραφία της Από την Σμύρνη στην Προύσα συγκρίνει τα νεκρά σώματα των Ελλήνων και των Τούρκων στρατιωτών μετά από μια μάχη. «Ιδού οι νεκροί Έλληνες. Τούτοι δω είναι τα μπαγιάτικα και βρώμικα κρέατα αυτής δεξίωσης, τα οποία μαζεύτηκαν για να πεταχθούν στον σκουπιδότοπο. Και εκεί εμπρός στα χαρακώματα βλέπουμε τους τάφους των μαρτύρων μας, που κοιμούνται με μια αιώνια υπερηφάνεια καθώς είναι τα πολύτιμα κατάλοιπα, τα χρυσαφικά αυτής της γιορτής». Η ίδια αναρωτιέται αν μέσα από τα τουρκικά κανόνια θα προβάλει ο Μπατάλ Γκαζή, ο μυθικός ήρωας, με το ασκέρι του, «για να πολεμήσει ξανά το Βυζάντιο, τον Έλληνα».
Οι Εντίπ και Καραοσμάνογλου δεν ήταν οι μόνοι που είδαν τον πόλεμο στην Μικρασία με ιστορικούς όρους. Ο γεννηθείς στην Θεσσαλονίκη, νεαρός τότε, Ναζίμ Χικμέτ τον είδε μεν ως αγώνα αντιϊμπεριαλιστικό και έτρεξε να πολεμήσει στο πλευρό του Κεμάλ, το ποίημα ωστόσο που διάλεξε να γράψει, το 1920, για να εμψυχώσει τους Τούρκους έχει τίτλο857 (ισλαμικό έτος που αντιστοιχεί στο 1453): «Αυτή είν’ η πιο μεγάλη, η δοξασμένη ώρα / που το Ισλάμ επρόσμενε αιώνες τώρα. / Η Κωνσταντινούπολη που ’ταν πριν ρωμαίικη / θα λέγετ’ Ιστάνμπουλ και θάναι τουρκική. / Ο Παντισάχ του Τούρκου, αρχηγός ενός στρατού /που νίκησε τον κόσμο όλο. Εκπλήρωσε μεγάλο τάμα και επιθυμία / προσευχή απογευματινή εις την Αγία Σοφία. / Η Ιστάνμπουλ είναι τουρκική απ’ την ημέρα εκείνη / καλύτερα να γκρεμιστεί παρά αλλουνού να γίνει». Διαφωνώντας με τους συντρόφους του Ατατούρκ, ο Ναζίμ Χικμέτ άφησε το μέτωπο για τους νεοπαγείς, τότε, σοβιετικούς παραδείσους...
Ο Χάρης Θεοδωρέλης-Ρήγας, πανεπιστημιακός και συνέταιρος των εκδόσεων Ιστός στην Πόλη, που μεταφράζουν ελληνική λογοτεχνία στα τουρκικά, εξηγεί πως οι Τούρκοι συγγραφείς δεν μπορούσαν να δημοσιεύσουν σε διαφορετικό ύφος. «Στην Τουρκία η επίσημη ιδεολογία ήταν μονοκόμματη. Ο εθνικισμός πέρασε σαν οδοστρωτήρας πάνω από τη λογοτεχνία, ενώ η επίσημη ιδεολογία αποδομήθηκε πολύ αργά, με μικρά βήματα. Την όποια συμπάθεια είχε ένας λογοτέχνης για τους Ρωμιούς του επιτρεπόταν να την εκδηλώσει μονάχα έμμεσα. Την απαντάμε συχνά, με πολλή τρυφερότητα, στα έργα του Σαΐτ Φαΐκ, του Ρεσάτ Εκρέμ, του Ορχάν Βελί, κάποιες δεκαετίες μετά την μικρασιατική εκστρατεία. Οι αναθεωρητές της επίσημης θέσης θα γράψουν λογοτεχνία αντιπολεμική και ουμανιστική από την δεκαετία του ‘50 και μετά, αλλά υφίστανται διώξεις, φυλακίσεις και εξορίες...»
Ο ανθρωπιστής συγγραφέας Σαμπαχαττίν Αλί
Από τα κείμενα των Τούρκων συγγραφέων που έζησαν τον Μεγάλο Πόλεμο και την Μικρασιατική Εκστρατεία, εκείνο που δείχνει την μεγαλύτερη ευαισθησία και ενσυναίσθηση είναι το διήγημα Τσιρκίντζετου Σαμπαχατίν Αλί. Αφορά τον Κιρκιντζέ, το χωριό όπου εκτυλίσσονται τα Ματωμένα Χώματα. Ο Σαμπαχαττίν Αλί, αριστερός, “αιρετικός” για το κεμαλικό κράτος της εποχής του, δολοφονήθηκε από τις μυστικές υπηρεσίες το 1948, σε ηλικία 41 μόλις ετών, για τις “προκλητικές” πεποιθήσεις του. Είχε γνωρίσει τον Κιρκιντζέ ως ελληνικό χωριό και –τριάντα χρόνια αργότερα– τον είδε εποικισμένο πια από ανταλλάξιμους μουσουλμάνους.
Ο Σαμπαχατίν Αλί πέρασε μια εβδομάδα εδώ γύρω στο 1916-17, σε ηλικία εννέα ετών. «Η βδομάδα που μείναμε εκεί είναι οι πιο αξέχαστες μέρες των παιδικών μου χρόνων». Στο μυαλό του αποτυπώθηκαν ειδυλλιακές σκηνές της φύσης και της καθημερινής ζωής: «τα πεντακάθαρα, στρωτά καλντερίμια, τα νερά από τις κρήνες που κελάρυζαν σε κάθε γωνιά, το πώς ταΐζαμε τα αρνάκια με φύλλα φτελιάς. Εκτός από κάποιους αξιωματικούς και υπαλλήλους με τις οικογένειές τους και έναν Τουρκοκρητικό καφετζή εγκατεστημένο εδώ από χρόνια, όλο το χωριό ήταν Ρωμιοί. Όλοι είχαν χωράφια από συκιές στην πεδιάδα και λιόδεντρα στις πλαγιές του βουνού. Νωρίς το πρωί ολόκληρο το χωριό, άνδρες και γυναίκες, κατέβαιναν στην πεδιάδα καβάλα σε άλογα, φρόντιζαν τις συκιές και γύριζαν, μακριά πορεία εφίππων, με γέλια και χωρατά, μες στην απογευματινή δροσιά. Έτσι μάζευαν και τις ελιές προς τον χειμώνα.
Μετά το βραδινό έβγαιναν πάντοτε βόλτα· παλληκάρια που έπαιζαν μαντολίνο, κοπέλες με γλυκές φωνές, έλεγαν τραγούδια και τριγύριζαν σε μεγάλες παρέες. Οι χωρικοί είχαν μία τεράστια εκκλησία, τέσσερα δημοτικά και ένα γυμνάσιο. Τις Κυριακές οι ταβέρνες στην πλατεία με τον πλάτανο γέμιζαν καλοντυμένο κόσμο, ανδρόγυνα έπιναν ρακή από κομψές κανάτες ενώ γύρω τους έπαιζαν τα παιδιά, ηλικιωμένες έπλεκαν ζακέτες από μαύρες κλωστές. Οι σχέσεις τους με τα γύρω χωριά ήταν άριστες. Είχαν γίνει τόσο αγαπητοί στους γείτονές τους, ώστε όταν κηρύχθηκε ο στρατιωτικός νόμος δεν τους εκτόπισαν στην ενδοχώρα, όπως τους άλλους Ρωμιούς της περιοχής».
Το 1947, λίγο πριν δολοφονηθεί, ο Σαμπαχατίν Αλί επιστρέφει. Βρίσκει τους ελαιώνες παρατημένους, γεμάτους αγριόχορτα, και κάποιες καλλιέργειες καπνών. Κι αν από μακριά το χωριό με τα λευκά σπίτια και τα πλατάνια φαίνεται ολόιδιο, από κοντά η κατάσταση τον σοκάρει. «Αυτοί οι τέσσερις τοίχοι δεξιά μου, χωρίς πόρτα, παράθυρα ή σκεπή, δεν μπορεί να είναι το σχολείο στον κήπο του οποίου κάποτε έπαιζαν εκατοντάδες παιδιά. Σ’ αυτό το κεφαλοχώρι με τα 800 σπίτια, έμεναν δεν έμεναν τώρα πενήντα οικογένειες. Άνθρωπος δεν φαινόταν στον δρόμο. Τα καλντερίμια δεν τα βλεπες από την κοπριά και το χώμα που είχε να καθαρισθεί μπορεί και είκοσι χρόνια…»
Τα περισσότερα σπίτια, χρόνια άδεια, δεν έχουν πια πόρτες και παράθυρα ούτε πατώματα –τα ξήλωσαν για την θέρμανση. Στα μεγάλα σπίτια, οι νέοι ιδιοκτήτες περιορίζονται στο ισόγειο και χρησιμοποιούν το πάνω πάτωμα για αποθήκη και πηγή ξυλείας! Βρίσκει το σπίτι όπου είχε φιλοξενηθεί. Στον εγκαταλελειμμένο πάνω όροφο έχουν ξηλώσει μέχρι και το ταβάνι. «Πού να ξέρουμε πού έκρυψαν τα λεφτά τους οι άτιμοι γκιαούρηδες», του λέει ο νέος ιδιοκτήτης. «Τον χειμώνα ο πάνω όροφος είναι κρύος· εμείς μένουμε κάτω, πάνω κλείνουμε τα ζώα».
Ένας κάτοικος όμως του Κιρκιντζέ έχει μείνει από τότε: ο ηλικιωμένος, τώρα, Τουρκοκρητικός καφετζής. «Κάθε μέρος που παίρνουμε έτσι θα καταντά;» τον ρωτά ο Σαμπαχατίν Αλί, κι εκείνος του εξηγεί. «Οι ανταλλάξιμοι που έφεραν εδώ δεν φταίνε. Ήταν καπνοκαλλιεργητές από την Ξάνθη, την Καβάλα... Τι να ξεραν από ελιές, συκιές; Μετά από δυο χρονιές που δεν πήραν καρπό, οι πρόσφυγες τα έκοψαν ή τα πούλησαν. Άγνοια και φτώχεια έγιναν ένα…». Αετομάτηδες γαιοκτήμονες αγόρασαν τα κτήματα, καταδικάζοντας τους πρόσφυγες σε μια άθλια ζωή.
Ένα παρωχημένο εθνικό αφήγημα
Ο πανεπιστημιακός και δημοσιογράφος Καράμπεκιρ ΆκογιουνλουΟ λογαριασμός του στο Twitter, δισέγγονος του ήρωα του Μεγάλου Πολέμου και του Πολέμου της Ανεξαρτησίας Κιαζίμ Καράμπεκιρ λέει πως δεν γνωρίζει την «πολεμική» λογοτεχνία των χρόνων εκείνων. «Και ευτυχώς!». Τα κείμενα τον σοκάρουν. «Σήμερα, κατά τους εορτασμούς, η επίσημη θέση είναι πως ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας διεξήχθη κατά των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της Δύσης. Κατά τη θέση αυτή, πολλοί υπερηφανεύονται πως οι Τούρκοι είναι οι μόνοι από τους ηττημένους του Πρώτου Πολέμου που ανέτρεψαν την Συνθήκη Ειρήνης που τους επιβλήθηκε –τον “εφιάλτη των Σεβρών”– για μια καλύτερη [της Λωζάνης]. Οι Έλληνες δεν είναι ο κύριος εχθρός, παρουσιάζονται ως πιόνια σε ένα μεγαλύτερο παιγνίδι. Αυτό τέλος πάντων είναι το αφήγημα που μας σέρβιραν στο σχολείο –είναι κλισέ και γεμάτο στερεότυπα, και φυσικά ελλιπές».
Ο Ακογιουνλού θεωρεί πως για τους περισσότερους στην Τουρκία ο πόλεμος εκείνος «είναι πια πολύ πίσω». «Η ιστορία πρέπει κάποια στιγμή να συζητηθεί εξ αρχής, καθώς οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν τίποτε για το δράμα της άλλης πλευράς ή τις αγριότητες της δικής τους. Ωστόσο, καθώς οι σχέσεις με την Ελλάδα είναι καλές, ενώ η χώρα βρίσκεται σε έναν ακήρυχτο αλλά χρόνιο πόλεμο, προέχουν τα δράματα στην Ανατολή: το κουρδικό είναι μια πηγή που χαίνει και, κατά την γνώμη μου, έχει άμεση σχέση με τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Η κοινή γνώμη πρέπει πρώτα να αποκυρήξει τις επίσημες θέσεις ως προς την Γενοκτονία και το Κουρδικό. Αν αυτό γίνει, το επίσημο εθνικό αφήγημα θα καταρρεύσει και όλα θα επανεξετασθούν. Αυτό τουλάχιστον ελπίζω και γι’ αυτό προσπαθώ».
__________________________________________
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Κυριάκος Λυκουρίνος “Γιατί κάψαμε τη Σμύρνη;”
από:
από
Μικρά Ασία 1919-1922: Μία τραγωδία, δύο αφηγήματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το Blogger με ενημερώνει ότι δε μου επιτρέπει να απαντώ στα σχόλια στο ίδιο μου το blog- λόγω κάποιας ρύθμισής μου για cookies (την οποία δε θυμάμαι) .
Ψάχνω για να διορθώσω
μα εν τω μεταξύ ΣΑΣ ΖΗΤΩ ΣΥΓΓΝΩΜΗ που δεν απαντώ πάντα
και ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ που σχολιάσατε.
Μου δίνετε μεγάλη χαρά όταν κάνετε τον κόπο- ακόμα κι αν διαφωνούμε.