Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ
RIP
1939- 21 Ιανουαρίου 2020
Συχνά, συχνότατα διαβάζω κι αναφέρω στίχους της.
Αγαπώ την ποίησή της, το ξέρετε.
Θαύμασα και την ίδια. Το μυαλό της, τον μποέμ τρόπο
που κινιόταν μέσα στον κόσμο, τη δυσπιστία της προς κάθε καινούργιο άνθρωπο, το
γιγαντιαίο θάρρος της στις ανασκαφές της ψυχής, την ειλικρίνεια και το χιούμορ
της, τη μόρφωσή της και τις αποστάσεις , τα τείχη που ύψωνε για να αποφύγει
σιωπηλά την ψευτοποίηση και την ανοησία.
Δεν ανοιγόταν εύκολα. Δίχως να μου πει μια λέξη
είχαμε μοιραστεί ένα μπουκάλι κρασί και στίχους πριν πολλά χρόνια καλεσμένες κι
οι δυό σε Βραδιά της Ποίησης (απ’ όπου η φωτογραφία μας στην Ελευθεροτυπία).
Μια άλλη φορά ήταν πιο ανοιχτή, είχαμε γελάσει και
μιλήσει ώρες πολλές.
«Η ζωή θέλει κόπο όχι κόλπο» γράφει σε τοίχο και χαμογελά πονηρά
αναστρέφοντας τη γνωστή εξυπνάδα με ευφυΐα. «Η Ποίηση θέλει κόπο, όχι κόλπο» μου
φαίνεται σα να λέει με το συνωμοτικό χαμόγελό της.
Μελέτη, αξιοπρέπεια, εντιμότητα, όχι πονηριές.
Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ δεν ήταν αγύρτισσα, ήταν
ποιήτρια αληθινή. Μιλούσε απλά. Κι εξερευνούσε την αθρώπινη συνείδηση σε βάθη
και σε πλάτη.
«Οι άγγελοι είναι οι πόρνες τ' ουρανού»
κι εκεί ανάμεσά τους θα κρεμάσω το πορτραίτο της.
_________________________________
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ
Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ γεννήθηκε στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1939. Γονείς της οι Γιάννης Αγγελάκης και Ελένη Σταμάτη. Νονός της ο Νίκος Καζαντζάκης, που διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον πατέρα της.
Μόλις στα 17 της χρόνια δημοσιεύει στο περιοδικό Καινούργια εποχή το ποιήμα της «Μοναξιά» μετά από παρότρυνση του Νίκου Καζαντζάκη, ο οποίος έστειλε γράμμα στον Γιάννη Γουδέλη, τον διευθυντή της Καινούργιας εποχής γράφοντας: «Παρακαλώ, δημοσιεύστε αυτό το ποίημα, το έχει γράψει μία κοπέλα που δεν έχει βγάλει ακόμα το γυμνάσιο. Είναι το ωραιότερο ποίημα που διάβασα ποτέ!».
Από τότε άνοιξε ο δρόμος για την ενασχόληση της με την ποίηση και τη μετάφραση. Όπως αναφέρει και η ίδια ήταν μεγάλη η είσοδος της στην ποίηση. Άρθρα για την ποίηση και την μετάφραση της ποίησης έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες.
Το έργο της έχει μεταφραστεί σε περισσότερες των δέκα γλωσσών και ποιήματα της εμπεριέχονται σε λογοτεχνικές ανθολογίες. Αρχή και τέλος για εκείνη η ποίηση του Κ.Π. Καβάφη. Σπούδασε ξένες γλώσσες στην Αθήνα, τη Γαλλία και την Ελβετία. Είναι διπλωματούχος μεταφράστρια-διερμηνέας. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν, Βλαντιμίρ Βλαντιμίροβιτς Μαγιακόβσκι, Ουίλλιαμ Σαίξπηρ κ.ά. Η ποίησή της διακρίνεται από μια έντονη καταφυγή σε φανταστικές χώρες.
Το 1962 τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο Ποίησης της πόλης της Γενεύης (Prix Hensch). Το 1985 τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Έχει δώσει διαλέξεις και διάβασε ποιήματά της σε Πανεπιστήμια των ΗΠΑ και Καναδά (Harvard, Cornell, Darmouth, N.Y.State, Princeton, Columbia κ.α.)
Το 2000 τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη, ενώ το 2014 βραβεύτηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου της.
Μεταξύ των βιβλίων της είναι:
Λύκοι και σύννεφα (1963) - Ποιήματα 63-69, (1971) - Μαγδαληνή, το μεγάλο θηλαστικό (1974) - Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης (1977) - Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας (1978) - Ενάντιος έρωτας (1982) - Οι μνηστήρες (1984) - Όταν το σώμα (1988) - Επίλογος αέρας (1990) - Άδεια φύση (1993) - Λυπιού (1995) - Ωραία έρημος ωραία η σάρκα (1996) - Η Ύλη Μόνη (2001) - Μεταφράζοντας σε έρωτα της ζωής το τέλος (2003) - Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα (2005) - Η ανορεξία της ύπαρξης (2011) - Ποίηση 1963-2011 (ανθολογία), εκδ. «Καστανιώτη» - Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι, 2016 εκδόσεις Καστανιώτη.
_________
ΠΟΙΗΣΗ
«Η ανορεξία της ύπαρξης»
Δεν πεινάω, δεν πονάω, δε βρωμάω ίσως κάπου βαθιά να υποφέρω και να μην το ξέρω κάνω πως γελάω δεν επιθυμώ το αδύνατο ούτε το δυνατό τα απαγορευμένα για μένα σώματα δε μου χορταίνουν τη ματιά. Τον ουρανό καμιά φορά κοιτάω με λαχτάρα την ώρα που ο ήλιος σβήνει τη λάμψη του κι ο γαλανός εραστής παραδίνεται στη γοητεία της νύχτας. Η μόνη μου συμμετοχή στο στροβίλισμα του κόσμου είναι η ανάσα μου που βγαίνει σταθερή. Αλλά νιώθω και μια άλλη παράξενη συμμετοχή∙ αγωνία με πιάνει ξαφνικά για τον ανθρώπινο πόνο. Απλώνεται πάνω στη γη σαν τελετουργικό τραπεζομάντιλο που μουσκεμένο στο αίμα σκεπάζει μύθους και θεούς αιώνια αναγεννιέται και με τη ζωή ταυτίζεται. Ναι, τώρα θέλω να κλάψω αλλά στέρεψε ως και των δακρύων μου
η πηγή.
«Στιγμιαία Ζωή»
Στον Κώστα Νησιώτη
Είχα κλείσει όλα τα παράθυρα
που έβλεπαν στον κήπο της σάρκας.
Τα παντζούρια μόνο άγγιζαν
που έγερναν ξεραμένα
κι άγγιζαν το χώμα.
Μακριά στεκόμουνα
από τη θέα των θνητών αστεριών
φυλαγόμουνα μήπως κι επιθυμήσω.
Και τώρα; Χωρίς τίποτα ν’ αλλάξει
υπήρξε μόνο μια στιγμή
όπου ένα εύγλωττο βλέμμα
περιέγραφε κάτι
ασύγκριτα συναρπαστικό
απ’ τη δική μου πραγματικότητα.
«Ποιητικό Υστερόγραφο»
Τα ποιήματα δεν μπορούν πια
να’ ναι ωραία
αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει.
Η πείρα είναι τώρα
το μόνο σώμα των πραγμάτων
κι όσο η πείρα πλουταίνει
τόσο το ποίημα τρέφεται και ίσως δυναμώσει.
Πονάν τα γόνατά μου
και την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω,
μόνο τις έμπειρες πληγές μου
μπορώ να τις χαρίσω.
Τα επίθετα μαράθηκαν·
μόνο με τις φαντασιώσεις μου
μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.
Όμως πάντα θα την υπηρετώ
όσο βέβαια εκείνη με θέλει
γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ
τον κλειστό ορίζοντα του μέλλοντός μου.
Interlude
.
Έντιμοι, έντιμοι οι άγγελοι
γιατί κι όταν ακόμη
σε στραβώνουν με το άσπρο
ψιθυρίζουν "δεν υπάρχω".
Έντιμοι, έντιμοι οι άγγελοι
γιατί κι όταν ακόμη
σε στραβώνουν με το άσπρο
ψιθυρίζουν "δεν υπάρχω".
Αν τουλάχιστον πίστευα στο Θεό
θα 'χαν τα χέρια σου
άπειρες ερμηνείες όταν κινούνται
και μ' ανεβάζουν στον ουρανό
έναν ουρανό σαν του Ρίλκε
με λυπημένους αγγέλους
να φυσούν τη μοναξιά κάτω στη γη
υπονοούμενα φτερά
και ντροπαλή η μιλιά τους
γιατί δεν υπάρχουν.
θα 'χαν τα χέρια σου
άπειρες ερμηνείες όταν κινούνται
και μ' ανεβάζουν στον ουρανό
έναν ουρανό σαν του Ρίλκε
με λυπημένους αγγέλους
να φυσούν τη μοναξιά κάτω στη γη
υπονοούμενα φτερά
και ντροπαλή η μιλιά τους
γιατί δεν υπάρχουν.
Ο άγγελος είναι έναστρος από μέσα
κι απ' έξω σκοτεινός για να βυθίζεται
στο μαύρο και να μη φαίνεται.
κι απ' έξω σκοτεινός για να βυθίζεται
στο μαύρο και να μη φαίνεται.
Οι άγγελοι είναι οι πόρνες τ' ουρανού
με τα φτερά χαϊδεύουν τις πιο αλλόκοτες ψυχολογίες
ξέρουν τα μυστικά της εγωπάθειας
όταν αποκαλούν το φύλλο δέντρο
και το δέντρο δάσος.
"Έτσι μας έκαν' ο Θεός", λένε, σκύβουν
και χύνεται το φως σαν μαλλί χρυσό ή γέλιο
στο στήθος κρατάνε το καπέλο
την ώρα που λένε αντίο
και μπαίνουν σ' άλλο κόσμο καλύτερο.
με τα φτερά χαϊδεύουν τις πιο αλλόκοτες ψυχολογίες
ξέρουν τα μυστικά της εγωπάθειας
όταν αποκαλούν το φύλλο δέντρο
και το δέντρο δάσος.
"Έτσι μας έκαν' ο Θεός", λένε, σκύβουν
και χύνεται το φως σαν μαλλί χρυσό ή γέλιο
στο στήθος κρατάνε το καπέλο
την ώρα που λένε αντίο
και μπαίνουν σ' άλλο κόσμο καλύτερο.
Μια πιπεράτη μυρωδιά μένει μόνο
στο πρεβάζι του παράθυρου
και στη γλώσσα μια γεύση προδοσίας
απ' το θείο.
στο πρεβάζι του παράθυρου
και στη γλώσσα μια γεύση προδοσίας
απ' το θείο.
Υπαρξιακές ερωταποκρίσεις
Τι ωραίος που ήταν ο έρωτας!
Πολιορκούσε χωρίς ενοχές
πολεμούσε χωρίς αιχμές, χωρίς φιλοδοξίες.
Λιοπύρι τα μεσάνυχτα
καλοκαιριά στον πάγο
έρωτας, το αντίθετο του αληθινού
έδινε στο πραγματικό ουσία.
Ήταν ωραία η ευωδιά του ιδρώτα
σοφά τα συμπεράσματα της σάρκας τότε
της σάρκας, της πιο παραμελημένης θεάς.
Τη ζωή μου βλέπω τώρα
σαν ένα ντοκιμαντέρ
που δείχνει σπάνια της φύσης πουλιά
ξεχασμένες του κόσμου ακτές
απλησίαστες κορφές.
Τις κινήσεις της ψυχής μου
παρακολουθώ στην οθόνη.
Ποια μέθοδο ακολουθεί άραγε η ψυχή
για να επιζήσει για λίγο ακόμη χωρίς μέλλον;
Το ψέμα; Την αλήθεια;
Ή αφήνεται στη φυσικότητα του είναι;
Ποιανού «είναι»;
Πώς μπορεί να υπάρξει «είναι» χωρίς μέλλον;
Όταν πια μόνο μια κάποια ιδέα οδηγεί στο σώμα
μόνο τ’ όνειρο φέρνει το πάθος;
Όσο για τον έρωτα τον τελευταίο
είναι σαν τον πρώτο:
βλασταίνει στο χωράφι του Πλάτωνα.
Πολιορκούσε χωρίς ενοχές
πολεμούσε χωρίς αιχμές, χωρίς φιλοδοξίες.
Λιοπύρι τα μεσάνυχτα
καλοκαιριά στον πάγο
έρωτας, το αντίθετο του αληθινού
έδινε στο πραγματικό ουσία.
Ήταν ωραία η ευωδιά του ιδρώτα
σοφά τα συμπεράσματα της σάρκας τότε
της σάρκας, της πιο παραμελημένης θεάς.
Τη ζωή μου βλέπω τώρα
σαν ένα ντοκιμαντέρ
που δείχνει σπάνια της φύσης πουλιά
ξεχασμένες του κόσμου ακτές
απλησίαστες κορφές.
Τις κινήσεις της ψυχής μου
παρακολουθώ στην οθόνη.
Ποια μέθοδο ακολουθεί άραγε η ψυχή
για να επιζήσει για λίγο ακόμη χωρίς μέλλον;
Το ψέμα; Την αλήθεια;
Ή αφήνεται στη φυσικότητα του είναι;
Ποιανού «είναι»;
Πώς μπορεί να υπάρξει «είναι» χωρίς μέλλον;
Όταν πια μόνο μια κάποια ιδέα οδηγεί στο σώμα
μόνο τ’ όνειρο φέρνει το πάθος;
Όσο για τον έρωτα τον τελευταίο
είναι σαν τον πρώτο:
βλασταίνει στο χωράφι του Πλάτωνα.
Ένα απλό κρεβάτι
Κινήσεις που οδηγούν
σ’ ένα απλό κρεβάτι
πώς να εμπνεύσουν πια;
Κρεβάτι χωρίς παραστάτη
χωρίς εφιδρώσεις
χωρίς εντυπώσεις
ένα άδειο στρωμένο πανί
μία οθόνη δίχως προβολή
και κινήσεις μονοσήμαντες
που σημαίνουν μόνο το τέλος
της μέρας.
Μια ειρήνη υπόγραψα φαίνεται
χωρίς καμιά μάχη
να ‘χει κερδηθεί ή χαθεί.
Ειρήνη είναι ο ύπνος
που έρχεται περιβρεγμένος
μόνο με την ελπίδα
του ονείρου.
Αλλά, αναπάντεχα
μια γλύκα απλώνεται στην επιφάνεια
της ταλαιπωρημένης σάρκας.
Τέλειωσε και τούτο το βράδυ.
Ακόμη ένα κομμάτι χρόνου
που δεν πρόδωσα
δε βλαστήμησα
την ώρα και τη στιγμή.
Ήταν η μέρα καλή
καμιά δεν ένιωσα νέα πληγή
καμιά δεν κακοφόρμισε παλιά.
Κρεβάτι απλό
με τέσσερα πόδια
και καλοκαιρινά σεντόνια
βάναυσα λευκά.
σ’ ένα απλό κρεβάτι
πώς να εμπνεύσουν πια;
Κρεβάτι χωρίς παραστάτη
χωρίς εφιδρώσεις
χωρίς εντυπώσεις
ένα άδειο στρωμένο πανί
μία οθόνη δίχως προβολή
και κινήσεις μονοσήμαντες
που σημαίνουν μόνο το τέλος
της μέρας.
Μια ειρήνη υπόγραψα φαίνεται
χωρίς καμιά μάχη
να ‘χει κερδηθεί ή χαθεί.
Ειρήνη είναι ο ύπνος
που έρχεται περιβρεγμένος
μόνο με την ελπίδα
του ονείρου.
Αλλά, αναπάντεχα
μια γλύκα απλώνεται στην επιφάνεια
της ταλαιπωρημένης σάρκας.
Τέλειωσε και τούτο το βράδυ.
Ακόμη ένα κομμάτι χρόνου
που δεν πρόδωσα
δε βλαστήμησα
την ώρα και τη στιγμή.
Ήταν η μέρα καλή
καμιά δεν ένιωσα νέα πληγή
καμιά δεν κακοφόρμισε παλιά.
Κρεβάτι απλό
με τέσσερα πόδια
και καλοκαιρινά σεντόνια
βάναυσα λευκά.
Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα
Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ’ αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα.
Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ’ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει…
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο∙
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω∙
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό τού τίποτα
με ελάχιστα.
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ’ αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα.
Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ’ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει…
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο∙
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω∙
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό τού τίποτα
με ελάχιστα.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Η τρελευταία συνέντευξη
_____________________________________________