Αθήνα δίχως Θέατρο δε γίνεται όπως είναι γνωστό τοις πάσι παγκοσμίως και από καταβολής της πόλης μας αλλά και της δικής μου της ζωής που (γνωστό κι αυτό) στο Θέατρο έπαιζε ο πατέρας μου στου Κουν με τη μητέρα μου στο κοινό εγκυμονούσα όταν άρχισα τις γερές κλωτσιές και την κάθοδό μου στο στενό κανάλι, ελπίζοντας (συμπεραίνω τώρα που με ξέρω) σε μια επεισοδιακή έξοδο απ’ τα πριβέ σκοτάδια με απ’ ευθείας είσοδό μου στη Σκηνή.
Εξ ου και μου 'μεινε φαίνεται κουσούρι.
Απόψε, Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας, μια πολύ καλή παράσταση ενός φρεσκογραμμένου έργου για τα οικογενειακά, θέμα αιώνιο κι αστείρευτο επειδή
«όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους αλλά κάθε δυστυχισμένη είναι διαφορετική» όπως έλεγε κι ο Τολστόι, αρχίζοντας την Άννα Καρένινα
ενώ εμείς, είτε σε αρχαίες τραγωδίες με ενοχικούς αιμομίχτες, είτε στη Μόσχα του αταχτούλη Πρίγκηπα Ομπλόνσκι κάπου πριν το 1880, είτε στο μεταφροϋδικό «Φθινόπωρο Χειμώνας» του βραβευμένου Σουηδού Λαρς Νορέν σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη, με Μπέτυ Αρβανίτη, Άννα Καλαϊτζίδου, Μαρία Καλλιμάνη και το φίλο μου Άλκη Παναγιωτίδη ο οποίος με προσκάλεσε.
'Οπερ κι εγώ με τη σειρά μου προσκάλεσα να μοιραστούμε την Πρόσκληση, τον Άρη Κυβέλλο, πάλαι ποτέ συμμαθητή μου και καλό μου φίλο και νομικό και αισθητικό μου παραστάτη από πέρσι ―που αναποδογυρνούν όσα νόμιζα τακτοποιημένα στην αγαπημένη ανεμοδαρμένη γη που σκέπασε απαλά την Τσότσο μας και την Αυγούστα με τον Κύριο Γάτο όπως αργότερα ήταν να αγκάλιαζε και τη δική μας στάχτη.
Επί σκηνής λοιπόν τον αιφνιδίασα καθώς ετοιμαζόταν φωτογραφία απλή και φυσική- πράγματα δύσκολα πολύ για μένα όπως αποδείχθηκε πιο αργά, όταν οι τρεις μας με τον Άλκη στο Salero ήπιαμε κόκκινο κρασί με τα μεζέδια που αγαπώ και που συστήνω πάντα: νοστιμότατες τηγανητές γαρίδες σε κουρκούτι αφράτο με αμύγδαλα και το chèvre chaud με κομπόστα αχλάδι και, για τους κυρίους, προσούτο.
Είχα έντονη ημέρα, συγκινητική. Από το πρωί που, αφού επισκέφθηκα το παλιό γραφείο της «Παπαδάκης & Χρονόπουλος» το οποίο, κατά το μαγικά μυστηριώδη κανόνα της απολύτως μη πιθανής πιθανότητας, ενοικιάστηκε από ακριβώς ίδια εταιρία με εκείνη του πατέρα μου για ανάγκες της οποίας σχεδιάστηκε και χτίστηκε το πολυώροφο ιδιόμορφο αυτό οίκημα. Κι αφού με κέρασε ένα καφέ η Βίκυ Μίχα και κουβεντιάσαμε για εκείνα μα και για τα φεμινιστικά τα ακτιβιστικά μου, δόθηκα σε μια άλλη μου χαρά που μου έχει λείψει χρόνια.
Τη Λαϊκή Αγορά που δεν τη χορταίνω και που την περπατώ αργά λύνοντας τη δική μου σπαζοκεφαλιά: με διασκεδάζει ο γρίφος του τι ψωνίζει η καλή νοικοκυρά που δεν πρόκειται να μαγειρέψει όχι μονάχα επειδή δεν έχει διάθεση μα και γιατί κάποια ασφάλεια έχει καεί και η παλιά όμορφη κουζίνα της δεν δουλεύει.
Και ιδού:
Μανταρινάκια, ρόδι γλυκό στυμμένο εκεί μπροστά μου (με ένα σφηνάκι κερασμένο για επιβεβαίωση γλυκύτητας), 3 μήλα τραγανά, σταφύλι λευκορόδινο (με κουκούτσι στιβαρό που έχει όλα τα καλά, πάντα) και, για καλεσμένους μου αλλά και τις πολλές ώρες που διαβάζω ξαπλωμένη στον καναπέ, τα αποξηραμένα μου μαλακά: βερίκοκα, ξανθή σταφίδα, ginger που μου καίει τη γλώσσα και φέτες ανανά ζαχαρωμένου και… και γιατί σας τα αραδιάζω όλα αυτά;
Διότι― συνέπεσε άραγε ή υπάρχει κάποιος λόγος;― για αίτιο ακατανόητο πωλητές τριών πάγκων μου έκαναν, νομίζοντας πως με φλερτάρουν οι άφρονες, την αγενή ερώτηση πόσων ετών είμαι.
Η οποία ερώτηση, με ένα χοροπηδηχτούλι άλμα μνήμης, μου ήρθε στο νου όταν κάθισα στο τραπέζι του Salero για να φωτογραφηθώ ανάμεσα στους δυό μου φίλους και ,με τα τριαντάφυλλά μου ανά χείρας άπλωσα τα πόδια μου ορθάνοιχτα και, μαντονίζουσα κατά παλιά μου συνήθεια,
ευχήθηκα, όπως εύχομαι και σ’ εσάς την παλιά καθησυχαστική μου αλήθεια πως δηλαδή
ναι, ΟΛΑ ΘΑ PUNK ΚΑΛΑ!
_____________________________________________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το Blogger με ενημερώνει ότι δε μου επιτρέπει να απαντώ στα σχόλια στο ίδιο μου το blog- λόγω κάποιας ρύθμισής μου για cookies (την οποία δε θυμάμαι) .
Ψάχνω για να διορθώσω
μα εν τω μεταξύ ΣΑΣ ΖΗΤΩ ΣΥΓΓΝΩΜΗ που δεν απαντώ πάντα
και ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ που σχολιάσατε.
Μου δίνετε μεγάλη χαρά όταν κάνετε τον κόπο- ακόμα κι αν διαφωνούμε.